Τελικά, «μίλησε» η κλάση...

Το ισορροπημένο ντέρμπι έγινε... ανισόρροπο όταν έφτασε η στιγμή για τις δυο ομάδες να αναμετρηθούν με βάση το βάθος του πάγκου τους.

Υπάρχει ένας άγραφος κανόνας του ποδοσφαίρου, τον οποίο και ασπάζονται πολλοί προπονητές, που λέει ότι σε ένα ποδοσφαιρικό ματς η διαφορά ποιότητας ανάμεσα σε δυο ομάδες μπορεί να μειωθεί από τα τρεξίματα και την φυσική κατάσταση. Ότι οι βιολογικές ικανότητες δηλαδή έχουν, στο μεγαλύτερο διάστημα μιας αναμέτρησης, την ίδια σημασία με τις ποιοτικές ικανότητες. Ο ίδιος κανόνας ωστόσο το ξεκαθαρίζει: όσο η ώρα περνάει, όσο η κούραση έρχεται αναπόφευκτα, τότε σταδιακά η ποιότητα παίρνει το πάνω χέρι στον συσχετισμό δύναμης.

Αν θέλει κανείς να επικυρώσει τον παραπάνω κανόνα, μόλις είδαμε ένα τέτοιο παιχνίδι. Το ντέρμπι της 4ης αγωνιστικής ανάμεσα στον Παναθηναϊκό και τον Ολυμπιακό, στο οποίο οι «ερυθρόλευκοι» καταφέρνουν να ισοφαρίσουν στο φινάλε και να φύγουν αήττητοι από την έδρα του αιώνιου αντιπάλου τους, είναι τυπικό δείγμα αναμέτρησης που κρίνεται σε επίπεδο ποιότητας όταν πλέον έχει εξαντληθεί το σκέλος της φυσικής κατάστασης.

Και κάπως έτσι, η ψυχολογία που διαμορφώνεται από αυτό το αποτέλεσμα μοιάζει αναντίστοιχη μιας ισοπαλίας σε ένα ντέρμπι, που κατά το κλισέ δεν είναι ποτέ αποτυχία και ειδικά τόσο νωρίς στο πρωτάθλημα. Και το ζήτημα δεν είναι μόνο βαθμολογικό (10 βαθμούς πλέον ο Ολυμπιακός, μόλις στους 2 ο Παναθηναϊκός έστω και με ένα ματς λιγότερο). Είναι βαθιά ουσιαστικό. Διότι μπορεί ο Παναθηναϊκός να έβγαλε την αναμενόμενη αντίδραση κόντρα στον αιώνιο αντίπαλό του μετά τα τελευταία αρνητικά αποτελέσματα και την φυγή του Βιτόρια, η εικόνα της αναμέτρησης ωστόσο δείχνει πως τα προβλήματά του είναι μάλλον κατασκευαστικά. Ως εκ τούτου, η βελτίωση που ενδέχεται να προκύψει από την αλλαγή προπονητή μοιάζει περιορισμένη σε επίπεδο προοπτικής…

Στην «σκακιέρα» της Λεωφόρου, το παιχνίδι αναμενόμενα πήγε στην δύναμη και την συντήρηση, ο Παναθηναϊκός υπήρξε οριακά σε θέση οδηγού απαντώντας στην ατομική ποιότητα των παικτών του Ολυμπιακού με πολλά τρεξίματα και διαρκή συγκέντρωση. Η ψαλίδα έκλεισε, το Χ έμοιαζε να είναι το αποτέλεσμα που θα αντιστοιχούσε στην εικόνα, μέχρι ένα σημείο οι δυο αντίπαλοι φορ είχαν από μόλις μια μεγάλη ευκαιρία, απόρροια μιας αμυντικής αδράνειας: ο Ντέσερς την εκμεταλλεύτηκε, ο Ελ Κααμπί όχι και το 1-0 έμοιαζε να εδραιώνεται ως η οριακή επικράτηση της λιγότερο κακής ομάδας.

Στα τελευταία λεπτά ωστόσο, το σημείο δηλαδή που η κούραση κυριάρχησε και ήταν η στιγμή των αλλαγών να κάνουν το κομμάτι τους, η εικόνα άλλαξε απελπιστικά για τον Παναθηναϊκο. Είναι μάλλον αναμενόμενο: όταν παίκτες όπως ο Ποντένσε, ο Τσικίνιο και ο Ταρεμί έρχονται από τον πάγκο φρέσκοι σε έναν αγωνιστικό χώρο που άπαντες μετράνε αντίστροφα για τη λυτρωτική λήξη, δεν μπορείς να προσδοκάς πως η ποιότητά τους δεν θα κάνει την διαφορά: το 1-1 του Ελ Κααμπί απέδωσε κυνικά δικαιοσύνη.

Στον Ολυμπιακό φαίνεται ότι κάτι λείπει σε σχέση με πέρυσι, για την ομάδα του Μεντιλίμπαρ φαίνεται πως οι λύσεις που έδωσε πέρυσι ο Κωστούλας ως δεύτερο φορ πίσω από τον Ελ Κααμπί δεν έχουν βρεθεί και το «ξεκλείδωμα» των παιχνιδιών γίνεται πιο περίπλοκη. Στην Λεοφώρο όμως φάνηκε πως ακόμα και έτσι, στις ειδικές συνθήκες του ελληνικού πρωταθλήματος, παραμένει η πιο ώριμη και στοιβαρή ομάδα. Τουλάχιστον σε σχέση με τον αιώνιο αντίπαλό της. Για τους έτερους δυο θα δείξει…