Υπήρξε μια εποχή που η Εθνική Ελλάδας είχε μετουσιωθεί σε σχεδόν μόνιμη συμμετέχουσα στις τελικές φάσεις του Euro και του Μουντιάλ. Από το Euro 2004 μέχρι και το Μουντιάλ του 2014, το ελληνικό συγκρότημα είχε χάσει μόνο μία διοργάνωση: αυτή του 2006. Αντίθετα, είχε δώσει το «παρών» στα Euro του 2004, του 2008 και του 2012 καθώς και στα Μουντιάλ του 2010 και του 2014. Όποιοι ασχολούνται με το ποδόσφαιρο μόλις τα τελευταία δέκα χρόνια μάλλον θα πιστεύουν ότι κάτι τέτοιο είναι αδιανόητο.
Για τη γενιά διεθνών εκείνης της δεκαετίας (με τις προσθαφαιρέσεις παικτών προφανώς από διοργάνωση σε διοργάνωση) υπήρχε μια πολύ μεγάλη επιτυχία και μια πολύ μεγάλη πίκρα. Η επιτυχία είναι μάλλον προφανής: η θριαμβευτική κατάκτηση του Euro το 2004 στην Πορτογαλία. Η μεγάλη πίκρα δεν ήταν άλλη από την εντός έδρας συντριβή με 1-4 από την Τουρκία για να τα προκριματικά του Euro του 2008: αν το θαύμα του 2004 υπήρξε η αφορμή για την απόλυτη αποθέωση εκείνων των παικτών, η τεσσάρα από την Τουρκία υπήρξε το απόλυτο ανάλογο σε επίπεδο απαξίωσης. Μέχρι και τα πολιτικά δελτία ειδήσεων αφιέρωναν τα παράθυρά τους για να συζητηθεί η «ξεφτίλα» από την Τουρκία.
Στο συλλογικό υποσυνείδητο έχει εγγραφεί πως η μόνιμη παρουσία εκείνης της γενιάς διεθνών στα Euro και τα Μουντιάλ υπήρξε αποτέλεσμα της κεφαλαιοποίησης της μεγάλης επιτυχίας της, δηλαδή της κατάκτησης του Euro. Όμως, δεν είναι ακριβώς έτσι. Για την ακρίβεια, αμέσως μετά το Euro εκείνη η Εθνική βιώσε τη μια και μοναδική της αποτυχία να προκριθεί σε τελική φάση, καθώς στα προκριματικά για το Μουντιάλ του 2006 τερμάτισε 4η στον όμιλο φωτιά που της έλαχε κάτω από την Ουκρανία, τη Δανία και την Τουρκία.
Στην πραγματικότητα η Ελλάδα έδωσε το «παρών» στις επόμενες τέσσερις διαδοχικές διοργανώσεις όχι εξαιτίας της κατάκτησης του Euro αλλά εξαιτίας του έτερου κομβικού σημείου της, του αρνητικού. Εκείνη η Εθνική, μετά το 1-4 από την Τουρκία, όχι απλά δεν κατέρρευσε αλλά ανασυγκροτήθηκε, έδειξε χαρακτήρα και πήγε αέρα όχι μόνο στο Euro του 2008 αλλά και σε κάθε διοργάνωση μέχρι το 2014. Κατάφερε με άλλα λόγια να γίνει μια διαχρονικά επιτυχημένη ομάδα επειδή διαχειρίστηκε αποτελεσματικά την πιο δύσκολη στιγμή της. Και αυτό είναι στο ποδόσφαιρο μια ικανότητα πολύ πιο σημαντική από τις κεφαλαιοποιήσεις των επιτυχιών.
Να ποιος είναι ο λόγος που η σημερινή Εθνική Ελλάδας δεν μπορεί (ακόμα;) να θεωρείται η καλύτερη Εθνική που έχει περάσει ποτέ όπως με μεγάλη δόση υπερβολής γραφόταν δεξιά και αριστερά μετά τα πρώτα της βήματα. Μπορεί να αποτελείται από μια φουρνιά παικτών που παρά το νεαρό της ηλικίας τους έχουν ήδη εμπειρίες πολύ υψηλού ποδοσφαιρικού επιπέδου, μπορεί η φρεσκάδα που βγάζει και το ταλέντο που έχει να γοητεύουν και να ενθουσιάζουν, μα είναι μια ομάδα που μόλις μετά την πρώτη μεγάλη της αποτυχία κατέρρευσε σωματικά και ψυχολογικά: το 0-3 από την Δανία μπορεί να μην σηματοδότησε τον μαθηματικό αποκλεισμό της από το Μουντιάλ μα ήταν ο ουσιαστικός της αποκλεισμός.
Κόντρα στην Σκωτία το βράδυ του Σαββάτου οι αρετές αυτής της ομάδας έγιναν και πάλι εμφανείς: σε αυτό το 3-2 προστέθηκε και ο Τετέι στην παρέα που μοιάζει προορισμένος να αφήσει εποχή στο ελληνικό ποδόσφαιρο, ένας ακόμα αυτής της Εθνικής που ατομικά μοιάζει να έχει αυτά τα φόντα. Ήταν και πάλι μια ομάδα που χαιρόσουν να την βλέπεις αλλά παραμένει μια ομάδα που για την ώρα απέτυχε στις βασικές της εξετάσεις με ερώτημα: πως διαχειρίζεσαι τις ήττες σου;
Κόντρα στην Σκωτία αυτά τα παιδιά έδειξαν πως θέλουν να δώσουν απαντήσεις, να υπενθυμίσουν τους χαρακηρισμούς που ακούστηκαν για αυτούς μόλις μερικούς μήνες πριν. Μα πρέπει να έχουν κάτι στο μυαλό τους: βραδιές σαν αυτή με τη Δανία θα ξαναέρθουν. Την επόμενη φορά θα πρέπει να είναι προετοιμασμένοι για αυτές και την επόμενη μέρα να νιώθουν πως είναι απλά παρενθέσεις.