Το 2008 ο Παναθηναϊκός υποδέχεται την Ίντερ για τη φάση των ομίλων του Champions League. Ο Χενκ Τεν Κάτε ξαφνιάζει επιλέγοντας το σύστημα «χριστουγεννιάτικο δέντρο». Με τον Μπράις Μουν να μετατρέπεται από δεξί μπακ σε επιτελικός χαφ, στριμώχνει καθ’ όλη τη διάρκεια του ματς τους «νερατζούρι». Ο Μουρίνιο παρακολουθεί την ομάδα του να υποφέρει μεν, αλλά να προηγείται στο σκορ. Πιστός στο δόγμα αποφυγής ρίσκου, το οποίο σπάνια εγκαταλείπει. Περίπου στο 80′ κάνει την κίνηση που κλειδώνει το παιχνίδι. Ταυτόχρονα διαλύει τις ελπίδες των πράσινων να συνδυάσουν μια καλή εμφάνιση με αποτέλεσμα. Τη στιγμή που ο Ολλανδός βγάζει τον Νίλσον και περνά στον αγώνα τον Χριστοδουλόπουλο, ο Πορτογάλος βλέπει τη μοναδική ευκαιρία που του παρουσιάζεται.
Αντί να βάλει άλλον έναν αμυντικό για να αντέξει την πίεση, αυτός προτιμά τον Αντριάνο. Αλλάζει το 4-3-3, τοποθετώντας τον Βραζιλιάνο στην κορυφή της επίθεσης κοντά στον Ιμπραΐμοβιτς. Σε μία κόντρα με δικό τους συνδυασμό, φτάνει σε ένα δεύτερο γκολ. Στο τέλος του ματς το τριφύλλι παίρνει το χειροκρότημα και η Ίντερ τους 3 βαθμούς. Αυτή είναι η ιστορία της ζωής του Ζοσέ Μουρίνιο.
Εκείνο το παιχνίδι είναι μόνο ένα παράδειγμα των λόγων για τους οποίους έφτιαξε όνομα.
Ένας μάγος της τακτικής, που διαβάζει με μοναδικό τρόπο τα παιχνίδια. Έχει πάντα έτοιμο τουλάχιστον ένα εναλλακτικό σχέδιο που απαντά στις κινήσεις του αντιπάλου ή στις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται. Σε αυτό ο Μουρίνιο δεν έχει ταίρι. Και κάπως έτσι λειτούργησε με το που μπήκε στο χώρο του ποδοσφαίρου. Πολύ πριν γίνει προπονητής. Πολύ πριν αναγνωριστεί ως ένας από τους καλύτερους. Πολύ πριν αυτοανακηρυχτεί Special One.
Το Europa League βρισκόταν πολύ χαμηλά στη λίστα της Γιουνάιτεντ πριν βγει ο χειμώνας και μπει η άνοιξη.
Στην πορεία, όμως, έγινε το σημείο καμπής που θα καθόριζε το κατά πόσο η πρώτη χρονιά του στον πάγκο θα χαρακτηριζόταν επιτυχημένη ή όχι. Έγειρε την πλάστιγγα προς το μέρος του και συντήρησε τις προσδοκίες για τη δημιουργία μιας μεγάλης ομάδας, στα χνάρια εκείνης του Φέργκιουσον. Το ξέσπασμά του προς τους δημοσιογράφους μετά τη λήξη και η ατάκα «παραμένω το νούμερο 1» ήταν απλά μια υπενθύμιση προς τον εαυτό του σχετικά με το ποιος είναι και από πού ξεκίνησε. Κανείς άλλος δεν μισεί την ήττα περισσότερο από αυτόν. Όχι μόνο στο γήπεδο, αλλά και στη ζωή.
Αυτός ο τίτλος τόνωσε την αυτοπεποίθησή του. Και η αυτοπεποίθηση είναι το… πρωινό του. Η κινητήριος δύναμη από τη μέρα που μπήκε στον χώρο. Ο τύπος έπεσε στη… μαρμίτα της αυτοπεποίθησης που τον τρέφει και τον συντηρεί όσο τίποτα άλλο. Ήταν αποφασισμένος να πετύχει και διατεθειμένος να δουλέψει πιο πολύ από τον καθένα για να το καταφέρει.
Κάποτε είχε πει για τον Ζεσουάλντο Φερέιρα πως είναι το παράδειγμα ενός γαϊδάρου που προσπαθεί μάταια επί 20 χρόνια να γίνει άλογο.
Αναφερόμενος στον πατέρα του, που επίσης υπήρξε τεχνικός, ήταν λιγότερο προκλητικός στην κρίση του. Ουσιαστικά όμως έλεγε το ίδιο. «Ήταν καλός, αλλά του έλειπε η αποφασιστικότητα που θα τον έκανε καλύτερο», είπε κι έδωσε το στίγμα του. Ο ίδιος γεννήθηκε μέσα στο ποδόσφαιρο. Το προσέγγισε από κάθε πλευρά του. Ήταν παίκτης, γυμναστής, σκάουτ, προπονητής ακαδημιών, βοηθός πριν γίνει μάνατζερ. Και όχι ένας οποιοσδήποτε, αλλά ένας από τους κορυφαίους του κόσμου. Η ολιστική γνώση και προσέγγιση του σπορ είναι ένα τεράστιο προσόν που του επέτρεψε να θριαμβεύσει. Μόνη της όμως δεν θα ήταν ποτέ αρκετή για να τον βάλει δίπλα ή πάνω από τους καλύτερους.
Η βάση είναι η «refuse to lose» συμπεριφορά που πηγάζει από την απόλυτη εμπιστοσύνη στις ικανότητές του.
Όταν αυτό συνδυαστεί με την υπεροχή του σε θέματα τακτικής (απέναντι σχεδόν σε οποιονδήποτε συνάδελφό του), τη δυνατότητά του να προβλέπει και να προκαλεί με τις κινήσεις του αλλαγές δυναμικού κατά τη διάρκεια των ματς και την αδιαφορία του για το πόσο ελκυστικές θα μοιάζουν οι ομάδες του, έχεις το τέλειο πακέτο. Σύνολα φτιαγμένα για να νικούν, να κατακτούν τίτλους και να δημιουργούν ρεκόρ που φέρουν τη σφραγίδα του.
Στα περίπου 15 χρόνια που έχουν περάσει από τότε που μας συστήθηκε ουσιαστικά με την Πόρτο, δύο πράγματα μένουν αναλλοίωτα.
Το attitude και η τετράδα στην άμυνα. Όλα τα άλλα είναι συζητήσιμα. Η διάταξη ρόμβου που του χάρισε το πρώτο Champions League, μετατράπηκε σε 4-3-3 στη Τσέλσι. Ένα σύστημα που έκανε σμπαράλια το 4-4-2 flat που έπαιζαν τότε οι περισσότερες αγγλικές ομάδες. Στην Ίντερ τα δοκίμασε και τα δύο, αλλά τελικά βίωσε την απόλυτη επιτυχία με το 4-2-3-1, προσαρμόζοντας την ομάδα στον ερχομό παικτών όπως ο Ετό ή ο Σνάιντερ. Τέτοιες διαφοροποιήσεις δεν τις φοβήθηκε ούτε κι εκεί που απέτυχε. Στην Ρεάλ Μαδρίτης δηλαδή ή στο δεύτερο πέρασμά του από τους «μπλε».
Ήταν πάντα διατεθειμένος να αλλάζει για να πετύχει το καλύτερο, δουλεύοντας με το υλικό που είχε στα χέρια του. Αντίθετα με τον Γουαρντιόλα, ο Μουρίνιο προσαρμόζεται σε ό,τι έχει διαθέσιμο. Ο Καταλανός φέρνει τις ομάδες στα μέτρα και στις αντιλήψεις του, ενώ ο Πορτογάλος φέρνει τον εαυτό του στα μέτρα των ικανοτήτων των παικτών του.
Μετά τον Ιούλιο του 2015 και την κατάκτηση της Premier League, o «Ξεχωριστός» βίωσε μια πρωτόγνωρη γι’ αυτόν αμφισβήτηση. Καταφεύγοντας συχνά σε υπερβολές και προσβολές προσπαθούσε να αντιμετωπίσει εκείνη που προερχόταν από τον Τύπο. Δεν μπόρεσε να κάνει το ίδιο και με αυτή των παικτών στα αποδυτήρια. Όλοι λίγο-πολύ σκέφτηκαν πως ίσως είχε έρθει η αρχή του τέλους για τον τεχνικό που συγκέντρωνε όλες τις πιθανότητες να μετατραπεί στον Σερ Άλεξ της Τσέλσι. Η ζωή τα έφερε έτσι που τελικά ίσως γίνει ο διάδοχος του Φέργκιουσον που απελπισμένα ψάχνει εδώ και χρόνια η Γιουνάιτεντ.
Το χαμόγελο του Μουρίνιο με την κούπα στα χέρια μετά τον τελικό με τον Άγιαξ ήταν ο αδιάψευστος μάρτυρας της αποσυμπίεσης που έφερε αυτό το τρόπαιο. Όχι τόσο επειδή έκανε την ομάδα του Μάντσεστερ να συμπληρώσει το παλμαρέ της, αλλά διότι της επιτρέπει να επιστρέψει στο φυσικό της χώρο. Εκεί που απέτυχε να βρεθεί μέσω του πρωταθλήματος το οποίο ποτέ δεν διεκδίκησε παρά την προσμονή για το αντίθετο.
Ακόμη χειρότερα, έμεινε εκτός των θέσεων που οδηγούν στο Champions League. Αν δεν κατακτούσε του Europa δεν θα είχε ούτε του χρόνου τη δυνατότητα να συγκριθεί με τους καλύτερους. Και μια Γιουνάιτεντ μακριά από την κορυφαία διασυλλογική διοργάνωση δεν θα δικαιούταν να μιλήσει για επιτυχημένη σεζόν. Ο προπονητής της επίσης.
Η προϊστορία του Μουρίνιο υποδηλώνει το προφανές.Ότι η δεύτερη χρονιά του στον πάγκο μιας ομάδας είναι σχεδόν πάντα ανώτερη της παρθενικής.
Ο Πορτογάλος εξασφάλισε για τον εαυτό του ένα ήρεμο καλοκαίρι, όπου οι φωνές για τα εκατομμύρια που ξοδεύτηκαν για τον Πογκμπά έχουν πια σιγάσει. Αν ο τελικός δεν είχε εξελιχθεί ευνοϊκά, η αμφισβήτηση θα συνόδευε κάθε απόφασή του. Τώρα όχι.
Η περίπτωσή του εμφανίζει ορισμένες ομοιότητες με εκείνη του Ομπράντοβιτς στο μπάσκετ.
Ένας τελικός έφερε την «καταξίωση» σε τεχνικούς που (με βάση τα επιτεύγματά τους στο χορτάρι και στο παρκέ) αποτελεί ιεροσυλία το να αμφιβάλλεις ακόμη για τις ικανότητές τους. Κι αν για τον Σέρβο άρχοντα των δαχτυλιδιών υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που μιλώντας σοβαρά, δεν μπορούν να παραδεχτούν την ανωτερότητά του, πώς θα την γλίτωνε ο Μουρίνιο;
Το «εγώ παραμένω το νούμερο 1» είναι μια δήλωση της στιγμής. Σχεδόν φωτογραφική, που απαθανατίζει ένα συγκεκριμένο σημείο στο χρόνο. Στη δεδομένη συγκυρία δεν αποτυπώνει την πραγματικότητα. Σε λίγες μέρες, όταν ολοκληρωθεί ο τελικός του Champions League, Ζιντάν ή Αλέγκρι θα είναι σε θέση να πουν το ίδιο και θα έχουν μεγαλύτερο δικαίωμα να το πράξουν. Είναι βέβαιο πως δεν θα το κάνουν. Επειδή κανείς από αυτούς δεν είναι ούτε σκέφτεται σαν τον Ζοσέ Μουρίνιο.
Τον άνθρωπο ο οποίος παραμένει και θα παραμείνει για πάντα Special για τα συνολικά και απαράμιλλα κατορθώματά του και όχι επειδή πήρε ένα Europa.