Γιατί ο Παναθηναϊκός δεν έχει ανάγκη τον (κάθε) Μπεργκ

Ο Παναθηναϊκός δεν έχει ανάγκη τον Μπεργκ και τον κάθε Μπεργκ. Έχει σίγουρα, όμως, ανάγκη τα λεφτά που θα μπορούσε να φέρει η μεταγραφή του.

Ο πρώτος επιθετικός που «θυμάμαι» στον Παναθηναϊκό είναι ο Τσου Λα Λινγκ. Όχι πώς έχω οποιαδήποτε ανάμνηση από τα κατορθώματά του στο γήπεδο. Ήμουν πολύ μικρός για κάτι τέτοιο. Θυμάμαι, όμως, το πάθος με το οποίο μίλαγε ο αδερφός μου για τον Ολλανδό παιχταρά που ήρθε από τον Άγιαξ για να φορέσει την πράσινη φανέλα και τη σιγουριά του για το τι έχουν να τραβήξουν οι αντίπαλοί του. Επίσης θυμάμαι να προσπαθεί να μου εξηγήσει γιατί δεν είναι Κινέζος ενώ έχει κινέζικο όνομα. Κάτι σαν τον Ορέστη Τσανγκ ένα πράγμα. Ναι, ρε. Ο Τσου Λα Λινγκ, που οι… Σπυρόπουλοι της εποχής επέμεναν πως προφέρεται Σεν Λα Λιγκ, Τσεν Λα Λινγκ, Τιέου Λα Λινγκ και τελικά, μετά από χρόνια, ο ίδιος αποκάλυψε πως είναι Λινγκ Τσε Λα, το οποίο σημαίνει «αυτός που γεννήθηκε στην ανατολική πλευρά του δάσους όταν είχε ευνοϊκό άνεμο». Κάτι που θα τον έκανε και ψαγμένο τατού…

Η σχέση του με τον Παναθηναϊκό αποδείχτηκε πολύ πιο βραχύβια από ένα κινέζικο ιδεόγραμμα στο σώμα, καθώς ουδέποτε ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες και οι συχνοί τραυματισμοί του δεν τον άφησαν να δείξει το ταλέντο του. Ένας φόβος που μετά από 30 χρόνια υπήρχε και για τον Μάρκους Μπεργκ. Ο οποίος όμως με το τριφύλλι στο στήθος πέρασε τα πιο παραγωγικά χρόνια του, πριν θαμπωθεί από τα πετροδολάρια και αποφασίσει να αφήσει το ελληνικό ποδόσφαιρο των χαλίφηδων και των κακομοίρηδων για εκείνο των εμίρηδων.

Είναι δυνατόν να κλάψουμε τώρα για τον Μπεργκ;

Όχι. Όχι. Και πάλι όχι. Μπορούμε να κλάψουμε που δεν έχουμε μαντίλι (άλλη λέξη για το… μπαγιόκο) να κλάψουμε. Μπορούμε να δακρύσουμε για το πώς συμπεριφέρθηκε. Μπορούμε να λυπηθούμε για την αδυναμία του Παναθηναϊκού να τον κρατήσει. Όλοι μαζί, μπορούμε. Αλλά για τον διεθνή Σουηδό ποδοσφαιριστή Μάρκους Μπεργκ και την αποχώρησή του από το τριφύλλι, δεν περισσεύει ούτε σταγόνα. Τουλάχιστον από τη δική μου τη γενιά και πάνω.

Για εμάς που υποδεχτήκαμε με δυσπιστία τον Δημήτρη Σαραβάκο όταν φόρεσε τα πράσινα, αφού μας φάνηκε λίγο κοντούλης για τις απαιτήσεις μας.

Και στην πορεία πήραμε χαμπάρι πως αυτός ο «μικρός» ήταν μέγας. Σαν το καλό σερβίτσιο της μάνας μας, που το έβγαζε μόνο όταν είχαμε κυριακάτικους καλεσμένους. Έτσι κι αυτός, εμφανιζόταν αστραφτερός, λιγομίλητος και πάντα έτοιμος. Στα μεγάλα ματς, στα ντέρμπι, στην Ευρώπη. Εμείς είχαμε πορσελάνες, όταν οι… άλλοι τρώγανε ακόμα με τα χέρια… Ο «Μητσάρας» που τρώγαμε 5 από την Χόνβεντ και τους έκανε γιο-γιο μόνος του, παραμένοντας ψύχραιμος όταν όλοι γύρω του τα είχαν βάψει μαύρα. Για εκείνο τον τύπο δάκρυζες όταν τον έβλεπες να γίνεται ο κύριος που γονάτιζε την «Κυρία» μέσα κι έξω από το «Κομουνάλε» ή όταν 80.000 κόσμος στο ΟΑΚΑ έφτανε σε ομαδικό οργασμό (δις) κόντρα στην Γκέτεμποργκ.

Ένας Ευρωπαίος ποδοσφαιριστής που τυχαία είχε γεννηθεί στην Ελλάδα. Αυτός ήταν ο Σαραβάκος φίλε.

Που αρκούσε να πατήσει στο γήπεδο για να αρχίσουν οι… πρεμούρες, ακόμη κι αν έπαιζε με μισό πόδι. Ειδικά κόντρα στον Ολυμπιακό. Προκαλούσε αρρυθμίες, ταχυκαρδίες, εμφράγματα μόνο με την απόδοσή του. Μίλαγε μόνο στο χορτάρι, ρε φίλε. Που κλαίγαμε με μαύρο δάκρυ όταν τσακώθηκε με τον Όσιμ και κάναμε σαν να χάσαμε δικό μας άνθρωπο τη στιγμή που υπέγραφε στην ΑΕΚ. Έπρεπε να ήσουν νέος, ρε φίλε, και να ‘βλεπες τι έγινε σε εκείνον τον τελικό που στάθηκε απέναντί μας και πέταξε ψηλά το πέναλτι. Να άκουγες «Μητσάρα βαζέλα βγάλε την φανέλα» και θα καταλάβαινες τι σημαίνει καψούρα, πέρα από κάθε λογική. Αγάπη δίχως όρια. Ηδονή και πάθος. Ή με μια λέξη: Σαραβάκος.

Κι ευτύχησα να μην τον δω να παλεύει μόνος του με τα άγρια θηρία, αλλά να με στέλνει στα ημιτελικά του Πρωταθλητριών, μαζί με τον Ζάετς, τον Κυράστα και τον Ρότσα. Κι όταν αυτοί -μοιραία- έκαναν στην άκρη, έπιασα το τζόκερ στο πρόσωπο ενός Πολωνού που ποτέ δεν  έμαθα να προφέρω σωστά το ονοματάκι του. Τι Βαζέχα, τι Βαρζίχα, τι Βαρτζίχα; 319 φορές έστειλε την μπάλα στο πλεχτό. Με το δεξί, με το αριστερό, με το κεφάλι. Με ή χωρίς μουστάκι. 319 γκολ… Καταλαβαίνεις; Κάθε ένα κι ένα δάκρυ χαράς. Για τα πρωταθλήματα και τα κύπελλα. Για τον χαμένο τελικό με τον Πανιώνιο, που κάποιοι κατσαπλιάδες τόλμησαν να τον βρίσουν. Ποιον; Αυτόν που ήταν ο… μπαμπάς όλων (για να μιλήσουμε με σύγχρονους όρους). Που έκλεισε (κυριολεκτικά) το σπίτι του αήττητου, μέχρι να γνωρίσει το μουστάκι του, Άγιαξ.

Για τον τύπο που μπήκε 38 χρονών στο γήπεδο κι έβαλε δύο τεμάχια σε κάποια Λόβετς που απειλούσε να με ξεφτιλίσει κι έσωσε το τομάρι του Σάντος στη Λεωφόρο. Εκεί να δεις κλάμα για το «πού κατάντησε ο Παναθηναϊκός». Πού να ξέρουμε τι θα ακολουθούσε. Ακόμα θα κλαίγαμε για τη μέρα που αποφάσισε να κρεμάσει εκείνα τα παπούτσια που ήξεραν να κάνουν ένα πράγμα: Να μοιράζουν πόνο. Αγνό, ποδοσφαιρικό πόνο.

Και μετά έπεσε το δάκρυ κορόμηλο που για χρόνια δεν βρέθηκε ένας να του μοιάσει στο μικρό του δαχτυλάκι.

Γ@μώ την ώρα και τη στιγμή που πήγε ο Μποσμάν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο κι άλλαξε τους νόμους. Πού να βρω ξανά Βαζέχα να σου μοιάζει; Να κάνει την πράσινη φανέλα δεύτερο δέρμα του και στην πορεία να γίνεται πιο Παναθηναϊκός κι από τους Παναθηναϊκούς. Ο αξεπέραστος Κριστόφ. Ναι, αυτός ήταν παίκτης για να πλαντάξεις για πάρτη του. Όταν ξαναβρέθηκε τέτοιος, ήμασταν πολύ μεγάλοι για να… συγκινηθούμε. Και χρειάστηκαν εκατομμύρια εκατομμυρίων για να πειστεί να έρθει στη… φτωχογειτονιά μας. Τι με νοιάζει εμένα; Δικά μου ήταν τα λεφτά που πήρε ο Σισέ για να τα κλαίω; Το θέμα είναι ότι ήρθε. Με τουπέ και αέρα Ευρωπαίου. Όπως ήταν τα χνώτα τα δικά μας, όταν ακόμα λέγαμε για πρέσβεις και ιστορίες.

Όταν μας θύμιζε κόντρα στη Ρόμα αυτό που κάποτε ήμασταν και μας συγκινούσε ο μπαγάσας. Όταν σηκώναμε μαζί του ανάστημα, κεφάλι και πρωτάθλημα μετά από χρόνια. Όταν τον μείωναν οι «αλλόθρησκοι» με αστειάκια για φουστίτσες και άλλα τέτοια… χαριτωμένα, αλλά η καρδούλα τους το ήξερε μόνο πόσο ήθελαν να τον δουν να πανηγυρίζει φορώντας τη δική τους φανέλα.

Γι’ αυτούς τους τύπους έχεις κλάψει οπαδέ του Παναθηναϊκού.

Για τον Σαραβάκο που στο τσακ δεν πρόλαβε να στον αρπάξει ο Κοσκωτάς και είδες την ομάδα σου να τον κάνει στην άκρη, αντί να του δώσει το «αντίο» που άρμοζε στο ποδοσφαιρικό του μεγαλείο. Για τον Κριστόφ που ξελάσπωνε μέχρι τα 40 κι έδινε το δικαίωμα στον Καπετάνιο να λέει «ρε τρελός είσαι, ξέρεις πόσα παίρνει ο Βαζέχα;» κάθε φορά που εμφανιζόταν κάποιος ζεν πρεμιέ που ζητούσε τα μαλλιά της κεφαλής του. Και για τον Σισέ που όταν κι αυτός ένιωσε περίπου όπως τώρα ο Μπεργκ και κατάλαβε πως βουλιάζει το καράβι, απέδειξε πως εκείνο το τριφύλλι δεν το έκανε για τα μάτια του κόσμου στο κορμί του. Που όταν έφυγε, το έκανε σαν κύριος, φέρνοντας 5 εκατομμύρια στο ταμείο. Αυτά που με βάση την υπογραφή του όφειλε να φέρει και ο Μπεργκ. Σιγά μην κλάψω για τον Μπεργκ.

Ο Παναθηναϊκός δεν τον έχει ανάγκη. Τα λεφτά της μεταγραφής του είναι που χρειάζεται. Κι αυτός, ναι, είναι ένας λόγος για να βάλεις τα κλάματα. Ο Σουηδός όχι.