Ντέιβιντ Ίνγκραμ: ένας ημίθεος που βάδιζε στο δρόμο του θεού

«Γιε μου, τι λες; Θέλεις να σου πω μια ιστορία για τον μοναδικό παίχτη που μπορούσε να κοιτάξει στα μάτια τον Γκάλη;»

Ήταν αυτή η καταραμένη η αρθρίτιδα. Είχε μεγαλώσει πολύ, πλέον, και κάθε φορά που πίεζε τον εαυτό του- ειδικά σ’ ένα μέρος όπως αυτό το υπόγειο, που η υγρασία έκανε πάρτι- αισθανόταν έντονες σουβλιές πόνου.

Ας ήταν, όμως. Έπρεπε να βρει αυτή την απαρχαιωμένη VHS κασέτα γιατί ο γιος του, 50άρης πια, είχε εντελώς λάθος απόψεις για έναν άντρα της ηλικίας του. Ακούς εκεί δεν είχε ποτέ ξένους της προκοπής ο Ηρακλής!

deve

Όχι- όχι: δεν τον είχε μεγαλώσει τόσα χρόνια «μεταλαμπαδεύοντάς» του την απύθμενη αγάπη του για το μπάσκετ για να τον ακούει τώρα, στα γεράματα, να ξεφουρνίζει πορτοκαλί ασυναρτησίες. Θα έβρισκε εκείνο το βίντεο, θα έβαζε μέσα την κασέτα και τότε θα του έδειχνε. Θα τον έκανε να χάσει τα λόγια του σε τέτοιο βαθμό, που να νομίζουν όλοι πως πήρε τον όρκο της σιωπής. Καμιά φορά τα ίδια σου τα παιδιά χρειάζονταν ένα καλό μάθημα για να στρώσουν κι αυτό ακριβώς είχε σκοπό να κάνει.

Και να ’τος, τώρα, να σπρώχνει την παλαιολιθική TDK που έγραφε στην ετικέτα “1987-1995: τα καλύτερά μας χρόνια” στην σχισμή του βίντεο. Να κάνει νόημα στο γιο του να κάτσει δίπλα του σα να είναι πάλι 7 χρονών κι ο ίδιος μισό αιώνα νεότερος και έτοιμος για διάλεξη.

Μερικά χιόνια για αρχή, λίγες γκρίζες εικόνες και κάθετες γραμμές στην οθόνη και μετά…

«Τον έλεγαν Ντέιβιντ Ίνγκραμ- δηλαδή, για την ακρίβεια, έτσι τον μάθαμε εμείς, καθώς το επίθετό του κανονικά ήταν κάτι ανάμεσα σε “Άνκρουμ” και “Έινκραμ”. Ουδείς μπορεί να πει με βεβαιότητα, ακόμα και τώρα.

Αυτό, όμως, που σίγουρα μπορούσες να πεις για τον Ντέιβιντ είναι πως υπήρξε αδιανόητος παιχταράς. Μετά από δύο, μόλις, χρόνια στο Utica College όπου και σάρωσε κάθε ρεκόρ σκοραρίσματος (πέτυχε 1084 πόντους τη στιγμή που κανένας άλλος δεν έχει βάλει 1000 σε λιγότερα από τέσσερα χρόνια), πήγε στον Παναμά, μετά στο πρωτάθλημα του Ισημερινού και κατέληξε για μια τριετία στο CBA, ν’ αγωνίζεται υπό τις οδηγίες του θρυλικού Φιλ Τζάκσον- ναι, αυτού των 11 πρωταθλημάτων στο NBA ως προπονητής σε Μπουλς και Λέικερς.

inge

Έπειτα, τη σεζόν 1987-1988 ήρθε στον Ηρακλή, όμως την πρώτη του χρονιά- λόγω της απαγόρευσης συμμετοχής ξένων παικτών στο ελληνικό πρωτάθλημα- αγωνίστηκε μόνο στην Ευρώπη.

Από τον Οκτώβρη του 1988 κι έπειτα, ωστόσο, αρχίσαμε να τον θαυμάζουμε και εντός των τειχών- του θρυλικού Ιβανώφειου, κατά βάση: ο Ίνγκραμ, ένας αριστερόχειρας γκαρντ 1.93 ύψους, άρχισε να σαρώνει τους πάντες στο διάβα του, φορτώνοντας με 30άρες, 40αρες και 50άρες όποιον δύσμοιρο αμυντικό έβρισκε στο διάβα του.

Μπορεί η μηχανική στο σουτ του να μην ήταν ακριβώς για σεμινάριο έτσι περίεργα που «πετούσε» την μπάλα, όμως ο μοναδικός τρόπος για να σταματήσεις το jump shoot του ήταν να μπορέσεις να πεις 6 εδάφια από το Ευαγγέλιο και να κάνεις τον σταυρό σου μπας και πιάσουν.

igramshoe

Το να προσπαθήσεις να τον ανακόψεις στο ανοιχτό γήπεδο, ειδικά όταν έπαιρνε τον αριστερό διάδρομο, ήταν τόσο σοφή κίνηση όσο το να σταθείς επάνω στις ράγες του τραίνου όταν αυτό έρχεται κατά πάνω σου, ενώ ο κερατάς διέθετε κινήσεις και για το low post.

Η πεντάδα του Ηρακλή τότε δεν ήταν αυτό ακριβώς που ονομάζουμε “Dream- team”, καθώς αποτελείτο από τους Κακιούση- Ίνγκραμ- Παπαδόπουλο- Παναγιωτίδη και Γκιουζέλη, όμως κάθε Σαββατοκύριακο ήθελες να ρίξεις μια κλεφτή ματιά προς το Ιβανώφειο για να δεις τι είχε σκαρώσει, πάλι, ο μπαγάσας: είχε βάλει, μήπως, 39 πόντους με το εξωπραγματικό 13/17 εντός πεδιάς κόντρα στην ΑΕΚ; Μήπως είχε «σκοτώσει» τον Πανιώνιο με 57 πόντους; Ή κόντεψε, πάλι, να ρίξει μόνος του στο καναβάτσο τον Αυτοκράτορα, τότε, Άρη με 54;

Με τον Ηρακλή ο Ίνγκραμ έπαιξε και στην Ευρώπη, στο κύπελλο Κόρατς, συναντώντας παίχτες- θρύλους παγκοσμίου βεληνεκούς, όπως ο Σαμπόνις ή ο Όσκαρ (όταν αγωνίζονταν σε Βαγιαδολίθ και Καζέρτα αντίστοιχα) και κάνοντάς τους να βλέπουν αγωνιστικούς εφιάλτες όντας ξύπνιοι.

Σε 33 ευρωπαϊκούς αγώνες με τη φανέλα του Γηραιού ο Ντέιβιντ σημείωσε 1000 πόντους (30.3 μέσο όρο) και παραμένει ακόμα και σήμερα ο πρώτος σκόρερ της ομάδας, ενώ στο πρωτάθλημα τελείωσε με 3502 σε 104 ματς, πράγμα που σημαίνει 33.7 ανά παιχνίδι.

Στο λέω, παιδί μου, αυτός ο τύπος με την πετσέτα στο κεφάλι ως σήμα- κατατεθέν του ήταν ο μόνος που μπορούσε να κοιτάξει στα μάτια τον Γκάλη και να μη χαμηλώσει άμεσα το βλέμμα. Ξέρω τι θα πεις, βλέπω την κιτρινόμαυρη καρδιά σου να θέλει να ουρλιάξει, σχεδόν: ο Ίνγκραμ είχε 31.9 πόντους τη σεζόν 1988-1989. 37.1 την επόμενη. 34.3 τη μεθεπόμενη και ο Νικ αντίστοιχα 37.1, 38.6 και 36.7.

Ναι, ο Γκάνγκστερ τον κέρδιζε κάθε χρονιά στην προσωπική τους μονομαχία και απαντούσε μόνος του στο μόνιμο ερώτημα των δημοσιογράφων, εκείνη την εποχή, “Ποιος από τους δύο είναι καλύτερος;”.

Όμως ο Γκάλης αγωνιζόταν σε μια πολύ καλύτερη ομάδα με πολύ ποιοτικότερους συμπαίκτες. Είχε την αύρα του πρωταθλητή. Ο Ίνγκραμ πάλευε με σφεντόνες απέναντι σε πυρηνικά όπλα και με τα όσα- εκτός λογικής- έκανε στο παρκέ τραβούσε το κάρο του Ηρακλή από τη λάσπη και τον έφερνε μετά βίας εντός της πρώτης τετράδας.

ingrams

Μη με παρεξηγήσεις, παιδί μου: στα μάτια μου ο Γκάλης ήταν ο ίδιος ο θεός. Ο καλύτερος όλων.

Μόνο που…

Μόνο που, ξέρεις, υπήρχαν και οι ημίθεοι.

Και το πιο λαμπρό δείγμα τούτης της μπασκετικής φάρας ήταν ο Ίνγκραμ. Ακόμα και ο Νικ υποκλινόταν, ενίοτε, στον Ντέιβιντ.

Πες μου, σε παρακαλώ: πόσο συχνά βλέπεις θεούς να υποκλίνονται;»