H RB Λειψίας είναι ως γνωστόν μακράν ο πιο μισητός σύλλογος στη Γερμανία, κατηγορούμενος για την «εμπορευματοποίηση» του ποδοσφαίρου.
Το τρικ με το οποίο ο ιδιοκτήτης της «Red Bull» Ντίτριχ Μάτεσιτς παρέκαμψε τον περίφημο γερμανικό κανονισμό 50+1 σε ότι αφορά την ιδιοκτησία ποδοσφαιρικών ομάδων, δεν θα συγχωρεθεί ποτέ από μια μεγάλη μερίδα Γερμανών φιλάθλων και από το σύνολο αυτών που ονομάζουμε «ρομαντικοί».
Για όλους αυτούς ο σύλλογος που «κατάπιε» τέσσερις κατηγορίες σε έξι χρόνια και τον 7ο έφτασε έως τους ομίλους του Τσάμπιονς Λιγκ είναι υπεύθυνος για το θάνατο του «ποδοσφαιρικού ιδεώδους». Δεκάδες εκδηλώσεις διαμαρτυρίας, από μποϊκοτάζ αγώνων έως και «ντου» στο ξενοδοχείο των παικτών, έχουν λάβει χώρα στη Γερμανία εναντίον αυτού που δεν θεωρείται «κανονικό» ποδοσφαιρικό κλαμπ, αλλά ένα κενό προϊόν χωρίς καταβολές, ένα εργαλείο μάρκετινγκ που αποσκοπεί απλώς στην προώθηση της φίρμας στην οποία ανήκει.
Η Γαλλία δεν είναι Γερμανία στις βάσεις αυτής της ποδοσφαιρικής αντίληψης, αλλά ο Αυστριακός μεγαλοεπενδυτής έχει βρει πλέον το τέλειο άλλοθι στην… αβάσταχτη ελαφρότητα μιας Παριζιάνας, που σκορπάει χαρτονομίσματα πιο αλόγιστα και από πρωτοπαλίκαρο του κινήματος (ένα είναι το κίνημα) στα μπουζούκια των ‘80ς. Αν αυτός εξαγόρασε την επιτυχία με τα υπέρογκα μεταγραφικά έξοδα, τότε τι είναι αυτό που επιχειρεί να κάνει η Παρί Σεν Ζερμέν;
Ασφαλώς και δεν είναι συγκρίσιμα μεγέθη οι δύο σύλλογοι, ομοίως συγκρίσιμα όμως δεν είναι και τα νούμερα που δαπανούν. Η πρακτική είναι ίδια. Ή… μάλλον ήταν. Αν ευσταθεί η είδηση ότι μετά τον Νεϊμάρ θα μετακομίσει και ο Κιλιάν Εμπαμπέ στη γαλλική πρωτεύουσα αντί 180 εκατ. ευρώ, τότε ακόμα και το αφεντικό της Red Bull θα αισθανθεί ψιλικατζής…
Με την αγορά δύο και μόνο παικτών η Παρί θα ξοδέψει το φετινό καλοκαίρι 402 εκατ. ευρώ. Ποσό που ακόμα και τα μεγαλύτερα brands του παγκοσμίου ποδοσφαίρου χρειάζονται τρία και τέσσερα καλοκαίρια για να φτάσουν. Το financial fair play της UEFA αποδεικνύεται διάτρητο, ευάλωτο σε «παραθυράκια». Αυτό που θα καταφέρει αρχικά η Παρί είναι να διαλύσει τον ανταγωνισμό στο εγχώριο πρωτάθλημα και απ’ ότι φαίνεται αυτό που δεν έχει «ζυγίσει» η διοίκηση της είναι οι δραματικές επιπτώσεις που θα έχει κάτι τέτοιο μακροχρόνια στα τηλεοπτικά έσοδα της γαλλικής λίγκας.
Γιατί να ενδιαφερθούν τα μεγάλα τηλεοπτικά δίκτυα για τις εμπνεύσεις των Νεϊμάρ και Εμπαμπέ όταν αυτοί δεν θα έχουν αντίπαλο; Επιπροσθέτως, το πάει φιρί-φιρί για να εξελιχθεί σε έναν αντιπαθέστατο ποδοσφαιρικό οργανισμό, αν δεν το έχει ήδη «πετύχει». Κάποτε, σε πολύ κόσμο, δεν άρεσε το «παιδομάζωμα» των σούπερ σταρ από τη Ρεάλ, θυμάμαι αρκετούς ουδέτερους που εξέφραζαν την απέχθεια τους για το project των «Galacticos».
Η Ρεάλ όμως ήταν η… Ρεάλ, με ένα μύθο να την περιβάλλει και εκατοντάδες χιλιάδες «πιστούς» σε όλο τον κόσμο, που εξακολουθούν να αγοράζουν τις φανέλες του Ρονάλντο, όπως συμβαίνει με αυτούς της Μπάρτσα για τη φανέλα του Μέσι και (σε μικρότερο έστω βαθμό) με τις αντίστοιχες των σταρ της Γιουνάιτεντ, της Μπάγερν κ.λ.π.
Η Παρί είναι αδύνατον να δημιουργήσει ανάλογη οικουμενικά λαϊκή βάση, ακόμα και αν κατακτήσει τα τρία επόμενα Τσάμπιονς Λιγκ. Οι δικοί της οπαδοί προφανώς δεν αρκούν για να επιστραφεί στα ταμεία του συλλόγου ένα έστω ικανοποιητικό μερίδιο του ποσού που θα έχει δαπανηθεί. Πόσο μάλλον όταν στο ίδιο καλοκαίρι θα υλοποιήσει τις δύο μακράν ακριβότερες μεταγραφές στην ιστορία. Ακόμα και ο Φλορεντίνο Πέρεθ, που εν τέλει απέτυχε με τους Galacticos (και αποδεδειγμένα επέστρεψε στον προεδρικό θώκο πιο σοφός) έπαιρνε έναν σταρ κάθε χρονιά, αφουγκραζόμενος τους νόμους του marketing.
Όλα αυτά τα γνωρίζουν οι Άραβες διοικούντες, προφανώς όμως δεν ιδρώνει τ’ αυτί τους. Μιλάμε για μια ομάδα που ανήκει σε μια χώρα, o Νασέρ Αλ-Κελαϊφί που εμφανίζεται ως ιδιοκτήτης είναι απλώς ο μπροστινός της βασιλικής οικογένειας του Κατάρ. Μια οικογένεια που συνιστά τον ορισμό του «δεν ξέρω τι έχω», ως κεφαλή της πλουσιότερης χώρας του κόσμου. Και που εκτός της… αδιαφορίας της για παθητικά ισοζύγια σε αυτό που για εκείνη μοιάζει με «χόμπι», βρήκε το κατάλληλο πάτημα για να κλιμακώσει την εμπλοκή της στον κόσμο του ποδοσφαίρου.
Η FIFA (και κατ’ επέκταση η UEFA) κοιμούνται τώρα όπως έστρωσαν. Αναθέτοντας με υπόγεια μέσα – όπως έχει καταστεί σαφές – τη διοργάνωση του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2022 στο Κατάρ, σε μια «δοσοληψία» που εκτόξευσε το ενδιαφέρον του παλατιού της Ντόχα για την μπάλα. Σκέφτονται, πράττουν και ξοδεύουν με ορίζοντα αυτό.
Ο Νεϊμάρ θα αποτελέσει την κεντρική φιγούρα της διαφημιστικής καμπάνιας του προϊόντος, ως πρεσβευτής της διοργάνωσης. Δεν αποκλείεται να έχουν ήδη οραματιστεί τον Κιλιάν Εμπαμπέ εκ των δεξιών του. Ας μας πουν μόνο οι Καρδινάλιοι της Ζυρίχης ότι δεν σκοπεύουν να αναθέσουν κάποιο από τα επόμενα Μουντιάλ στη βασιλική οικογένεια του Αμπού Ντάμπι, ιδιοκτήτρια της Μάντσεστερ Σίτι…
Δεν είναι άλλη από την Παρί αυτή που πρωτοστατεί σε αυτό το ξέφρενο ράλι υπερκοστολόγησης παικτών, χαλώντας κατά το κοινώς λεγόμενο την πιάτσα. Το ντόμινο της μεταγραφικής φρενίτιδας πυροδοτήθηκε από ένα σύλλογο με έτος ίδρυσης το 1970, που έχει στην τροπαιοθήκη του ένα Κύπελλο Κυπελλούχων.
Υπάρχει η άποψη ότι κουμάντο στην τσέπη κάποιου δεν μπορεί να κάνει κανείς και βάσει της ψυχρής λογικής το ποδόσφαιρο είναι μία ακόμη μπίζνα, με το ανάλογο επιχειρηματικό ρίσκο. Σεβαστή, αλλά υπάρχει και το άλλο που λένε στο χωριό μου, περί της τύχης που έχει το πρόβατο όταν φεύγει απ’ το μαντρί.
Διότι η στρατηγική που έχει χαράξει η Παρί μοιάζει «ξεμάντρωτη», αλαζονική προς το «γνώθι σ’αυτόν». Αποστειρωμένη από στοιχειώδεις ποδοσφαιρικές αξίες και απαρνούμενη κάθε σύνδεση με τα τμήματα φυτωρίου, προορίζεται να εξελιχθεί με μαθηματική ακρίβεια στον πιο μισητό σύλλογο του κόσμου. Και αυτό δεν είναι καθόλου ευοίωνο για μια ομάδα που παίζει ρέστα στην εξάπλωση της φήμης της σε λεωφόρους που δεν «αντέχουν» τα κυβικά της.