Ήταν ζωτικής σημασίας- περίπου εξίσου σημαντικό όσο το ίδιο το παιχνίδι: όταν παίζαμε μικροί μπάσκετ στις ομάδες, το μεγάλο μας άγχος ήταν τι θα γινόταν όταν εκεί γύρω στον Οκτώβρη θ’ άρχιζε το πρωτάθλημα του παιδικού και ο έφορος θα έμπαινε στ’ αποδυτήρια, λίγο πριν το ματς της πρεμιέρας, κρατώντας 2 μεγάλες μαύρες σακούλες σκουπιδιών και θα μοίραζε τις φανέλες.
Ποιο νούμερο θα επιλέγαμε; Θα παίρναμε αυτό που θέλαμε ή ο Γιωργάκης, που ήταν γιος του ταμία, θα μας έκλεβε αυτό που θέλαμε; Γιατί, ξέρετε, όταν η γενιά που μεγάλωσε με τον άθλο του ’87 διάλεγε νούμερα, είχε περιορισμένες επιλογές- δεν ήταν όπως σήμερα που μπορεί να διαλέξεις ακόμα και το 13,7-4,54+1/3.
Τότε υπήρχε αυστηρά το «ευρωπαϊκό» 4 έως 15. Έτσι, λοιπόν, γινόταν ένας μικρός χαμός και επιλέγαμε τα νούμερα κάπως έτσι:
Νούμερο 4
Το παίρναμε γιατί: Ήμασταν φαν του μοναδικού αληθινού σταρ της Dream Team- του Κρίστιαν Λέτνερ (μόλις πέθανε το στοιχειώδες χιούμορ). Βασικά παίζαμε πλέι- μέικερ κι αυτό ήταν το νούμερο που έπρεπε να φοράμε.
Στο παρκέ: Οργανώναμε, πασάραμε συμπαθητικά, στάζαμε και κάνα τριποντάκι αν μας άφηναν ελεύθερους και στην άμυνα πιέζαμε τον αντίπαλο άσο 4/4.
Κάναμε καριέρα; Αν λογίζεται ως «καριέρα» το να παίξεις μέχρι τη Β΄ εθνική, τότε ναι.
Νούμερο 5
Το παίρναμε γιατί: Ήμασταν εναλλακτικοί τύποι και στο δίλημμα των «αιωνίων» ήμασταν με τη μειοψηφία που διάλεγε τον Γιαννάκη. Αν χρειαζόταν, εφαρμόζαμε και το «κλάψε-κλάψε» για να καταλήξει σε μας η συγκεκριμένη φανέλα.
Στο παρκέ: Αναλαμβάναμε πάντα τον αντίπαλο σούπερ- σκόρερ και συνήθως τον σβήναμε, εκτός κι αν ήταν στη μέρα του πάλι και μας γάζωνε. Στην επίθεση εκεί που κατεβάζαμε την μπάλα για να ξεκουράσουμε τον 4, τραβούσαμε χειρόφρενο και πυροβολούσαμε από τα 7.5 μέτρα (ταμπλό και έξω).
Κάναμε καριέρα; Χρήσιμη εφεδρεία σε ομάδα της Γ΄ εθνικής.
Νούμερο 6
Το παίρναμε γιατί: Γιατί το φορούσε ο Θεός Νικ και δεν μπορούσαμε να φανταστούμε τον εαυτό μας με άλλο νούμερο στο ματς. Το παίρναμε μόνο αν είχαμε μπαμπά έφορο, καθώς το ήθελαν τουλάχιστον εφτά συμπαίκτες μας.
Στο παρκέ: Νομίζαμε ότι μπορούμε να σκοράρουμε με 1000+1 τρόπους, αλλά στην πραγματικότητα ήμασταν καλοί μόνο στις βολές. Άμυνα παίζαμε με τις βλεφαρίδες- ούτε καν με τα μάτια.
Κάναμε καριέρα; Στο τραγούδι μπορεί. Γιατί από μπάσκετ, βαριά Β΄ τοπικό.
Νούμερο 7
Το παίρναμε γιατί: Ήταν το νούμερο του Μπάνε Πρέλεβιτς κι εμείς απ’ όλα τα ζωάκια της ζούγκλας προτιμούσαμε τις τίγρεις.
Στο παρκέ: Σουτάραμε αυστηρά πίσω από τα 6.25 (τότε) και μόνο, με ποσοστά που θύμιζαν τα νούμερα του ΠΑΣΟΚ στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές (6,29%). Επίσης, μανουριάζαμε εύκολα με ό,τι δε φορούσε ίδια φανέλα μ’ εμάς (ενίοτε και με τους δικούς μας, όμως).
Κάναμε καριέρα; Παραδόξως φτάσαμε μέχρι Α1, γιατί όταν μεγαλώσαμε αρχίσαμε να φοράμε το 12 και περιορίσαμε τα τούβλα κατά πολύ.
Νούμερο 8
Το παίρναμε γιατί: Ήμασταν το πιο σκληρό κωλόπαιδο της ομάδας και θέλαμε να γίνουμε αμυντικοί terminator σαν τον Γιώργο Σιγάλα.
Στο παρκέ: Παίζαμε κάτι μεταξύ ελεύθερης πάλης και μπάσκετ στην άμυνα και μπροστά κάναμε τα πιο «ξύλινα» λέι- απ που έχει δει ανθρώπου μάτι.
Κάναμε καριέρα; Ήμασταν ένας πολύ τίμιος παίκτης της Α2, με ειδίκευση στις επικίνδυνες αποστολές.
Νούμερο 9
Το παίρναμε γιατί: Ήμασταν πολύ ψαγμένοι και σε μια εποχή που το ίντερνετ στην Ελλάδα ήταν έννοια εξίσου άγνωστη με το “ζνίχι”, εμείς είχαμε δει σε κασέτες ολόκληρους τους Ολυμπιακούς του 1992. Και σ’ αυτούς, ο υπέρτατος Τζόρνταν φορούσε το 9.
Στο παρκέ: Κάναμε περίπου 2.5 ώρες να μπούμε μέχρι να βάλουμε περικάρπιο στον αριστερό αγκώνα, επιγονατίδα χαμηλά στη γάμπα, λαστιχοεπίδεσμο στον δεξί καρπό και ούτω καθεξής. Δεν κάναμε ποτέ απλό λέι- απ, αλλά πάντα με τριπλή περιστροφή στον αέρα και με την μπάλα να καταλήξει στο τέρμα του χάντμπολ. Σε κάθε ντρίμπλα βγάζαμε τη γλώσσα έξω μέχρι να λαχανιάσουμε.
Κάναμε καριέρα; Στο μπουγατσατζίδικο της γειτονιάς ως άριστος ανθρώπινος κόφτης τυρόπιτας.
Νούμερο 10
Το παίρναμε γιατί: Είτε ήμασταν εναλλακτικό point guard και μας άρεσε ο Κόρφας είτε ανήκαμε σ’ αυτήν την σπάνια ράτσα που δεν έδινε δεκάρα για τα νούμερα γιατί ήμασταν αληθινοί παιχταράδες.
Στο παρκέ: Αν «εμπίπταμε» στη πρώτη κατηγορία είχαμε δεμένο με tape το μικρό μας δαχτυλάκι και σουτάραμε βολές με το ένα χέρι, ενώ αν ήμασταν στη δεύτερη τα «κολλούσαμε» από παντού και πάντα.
Κάναμε καριέρα: Σαν πλέι μέχρι Α΄ τοπικό, σαν υπερπαίχτες παίξαμε Εθνική Ελλάδος.
Νούμερο 11
Το παίρναμε γιατί: Περίσσευε κι εμείς δεν είχαμε κανένα βύσμα στην ομάδα. Εξαιρούνται οι αμέτρητοι φαν του Νίκου Φιλίππου που το διάλεγαν γιατί ήταν το “11”.
Στο παρκέ: Παίζαμε πάντα όταν το ματς ήταν στους 41 πόντους (χάναμε 77-34) και είχε δύο λεπτά για να λήξει. Παίρναμε ένα ριμπάουντ και αυτό ήταν όλο.
Κάναμε καριέρα: Επειδή ήμασταν επίμονοι και αγαπούσαμε πραγματικά το μπάσκετ, όταν μεγαλώσαμε παίξαμε με αξιώσεις στις τοπικές κατηγορίες.
Νούμερο 12
Το παίρναμε γιατί: Ήμασταν το πιο τίμιο 4άρι της ομάδας και το 12 αποτελούσε το νούμερο- ορόσημο του νεαρού πάουερ φόργουορντ.
Στο παρκέ: Η προσωποποίηση της ήρεμης δύναμης, ο παίκτης- οικονομία. Λίγα λόγια, πολλή δουλειά, πάντα λέγαμε «ηρεμήστε ρε» όταν ανάβανε τα αίματα, και είχαμε σταθερά εκεί γύρω στο 14-8 σε πόντους και ριμπάουντ.
Κάναμε καριέρα; Κάτι παραπάνω από χρήσιμοι σε μικρομεσαία ομάδα της Α1, πάντα βρίσκαμε αξιοπρεπή συμβόλαια.
Νούμερο 13
Το παίρναμε γιατί: Ποιος Διαμαντίδης και πράσσειν άλογα, ρε παιδί του 21ου αιώνα; Παναγιώτης Φασούλας με μακρύ μαλλί στον ΠΑΟΚ και συνολικό βάρος 49 κιλά με ύψος 2.13 ΜΟΝΟ.
Τι κάναμε στο παρκέ; Περιφέραμε το πανύψηλο, για την ηλικία των 14, κορμί μας από τη μία πλευρά στην άλλη, δεν παίρναμε πάσα σχεδόν ποτέ, αλλά επειδή ήμασταν κινούμενο κυπαρίσσι ανάμεσα σε ημίψηλους νάνους, βάζαμε 6 πόντους με 3 φόλοου μετά από άστοχο σουτ. Στην άμυνα ταπώναμε ό,τι υπέπιπτε στην αντίληψή μας.
Κάναμε καριέρα; Μετά τα 18 πήραμε κιλά και πετάξαμε μπάκα, αλλά επειδή είχαμε φτάσει ήδη στα 2.09, μας ήθελαν αρκετές ομάδες της Γ΄ εθνικής.
Νούμερο 14
Το παίρναμε γιατί: Αποτελούσαμε τον πιο ταλαντούχο ψηλό της ομάδας με κινήσεις κοντά και μακριά από το καλάθι, γλυκό καρπό και δεν αφήναμε «σκουπίδι» που να μην καθαρίσουμε. Ήμασταν ο Ντίνο Ράτζα των φτωχών, σε μια πλούσια εκδοχή του. Το μοναδικό νούμερο που μας ταίριαζε, λοιπόν, ήταν το 14.
Στο παρκέ: Ήμασταν το σημείο αναφοράς στους ψηλούς και ο coach είχε φτιάξει δύο συστήματα απομόνωσης μοναχά για πάρτη μας. Είχαμε τους 18-20 πόντους για ψωμοτύρι το οποίο συνοδεύαμε από μίνιμουμ 10 ριμπάουντ.
Κάναμε καριέρα; Εννοείται- η χάρη μας έφτασε μέχρι το εξωτερικό.
Νούμερο 15
Το παίρναμε γιατί: Ήταν το μοναδικό XΧL που είχε φτιάξει ο έφορος κι εμείς ήμασταν ο πιο «γεματούλης» παίκτης της ομάδας, που αν κάναμε το λάθος να πάρουμε το 11 (μέγιστοι φαν του αληταρά Χρήστου Τσέκου), στις διατάσεις θα το σκίζαμε.
Στο παρκέ: Ξεκινούσαμε 5άδα γιατί ήμασταν μαχητικές ψυχές και τους αντίπαλους ψηλούς τους είχαμε για πρωινό (το οποίο δεν παραλείπαμε ποτέ). Βάζαμε από σπόντα κάνα δυο καλαθάκια, άντε να παίρναμε και κάνα ριμπάουντ, αλλά μέχρι εκεί. Για τα υπόλοιπα στη ρακέτα υπήρχε ο 14.
Κάναμε καριέρα; Αγωνιζόμαστε μ’ επιτυχία ακόμα και σήμερα στο Γ΄ τοπικό και γκρινιάζουμε στους νεότερους συμπαίκτες μας, λέγοντας «Α ρε και να ήμουν ξανά 25 να σας έδειχνα ρε κακομαθημένα πώς κάνουνε πλάκα στην Α2…».
Α2, φυσικά, δεν είχαμε παίξει ποτέ, παρά μονάχα στη φαντασία μας.