Οι πιο παράξενοι και ξεχωριστοί τύποι που συναντά κανείς στο ποδόσφαιρο είναι οι τερματοφύλακες. Αν εξαιρέσεις φυσικά και κάποιους αριστεροπόδαρους αλανιάρηδες λατινοαμερικάνους που μιλάνε στην μπάλα, γουστάρουν τσαμπουκάδες και γενικότερα αλατίζουν με τη συμπεριφορά και τις αντιδράσεις τους τα γήπεδα. Βέβαια, αυτοί ξεχωρίζουν από μικροί, στις αλάνες, εκεί που συνήθως ο πιο άσχετος αναλαμβάνει χώνεται από τους υπόλοιπους να φυλάει το τέρμα. Όχι τα γκολποστ, γιατί τέτοια δεν υπάρχουν, αλλά οτιδήποτε κατεβάσει ο παιδικός νους για να παίξει το ρόλο των δοκαριών.
Όσοι τελικά φτάνουν στο σημείο να υπερασπίζονται κανονικές εστίες δεν ανήκουν στην παραπάνω κατηγορία. Είναι άνθρωποι που βγήκαν από διαφορετικό καλούπι και βρέθηκαν σε αυτή τη θέση από επιλογή. Εκεί που οι υπόλοιποι αναζητούν ποδοσφαιρικό οργασμό μέσα από γκολ, εκείνοι βγάζουν γούστα στερώντας τους την ηδονή ενός «πλεκτού» που σπαρταράει. Από μία ιστορικών διαστάσεων συγκυρία Ολυμπιακός, ΑΕΚ και Παναθηναϊκός πλέον δίνουν την ευκαιρία σε τρεις τέτοιους, Έλληνες, τερματοφύλακες και παράλληλα παίρνουν το ρίσκο που τους αναλογεί στην προσπάθεια εξεύρεσης εκείνου που θα αντέξει το βάρος της φανέλας. Ένα ρίσκο που φαντάζει μεγαλύτερο όταν φέρεις στο μυαλό σου έναν αριθμό: Το 1994.
Αυτή είναι η χρονολογία γεννήσεως του Στέφανου Καπίνο, του Οδυσσέα Βλαχοδήμου και του Βασίλη Μπάρκα που ήρθαν στον κόσμο με διαφορά ημερών ουσιαστικά. Μάρτιο, Απρίλιο και Μάιο, συγκεκριμένα, με την κλάση του ’94 να παίρνει στα χέρια της την επόμενη μέρα, φορτωμένη με ευθύνες που -στην Ελλάδα- δεν συνηθίζεται να χρεώνεται σε τόσο νεαρούς γκολκίπερ. Αν σε αυτούς προσθέσουμε και τους λίγο μεγαλύτερους, μα όχι… σιτεμένους, Διούδη και Ανέστη, συνθέτουμε το παζλ του «σήμερα» των τριών μεγάλων στη θέση του Keeper.
Υπόθεση Καπίνο
Ειδικά ο Στέφανος Καπίνο πρέπει να το αντιλαμβάνεται παραπάνω. Την τελευταία φορά που οι ερυθρόλευκοι εμπιστεύτηκαν Έλληνα, αυτός λεγόταν Αντώνης Νικοπολίδης και μετακόμισε στον Πειραιά στα 33 του. Όντας ήδη πρωταθλητής Ευρώπης και με πλούσιες ποδοσφαιρικές παραστάσεις. Το βιογραφικό του Καπίνο, λόγω ηλικίας, είναι πολύ πιο μικρό, σε αντίθεση με τις προσδοκίες του κόσμου γι’ αυτόν. Βλέποντας τους υπόλοιπους από τα 1,96μ και με δυνατό προσόν του τα γρήγορα αντανακλαστικά, διαθέτει ένα πολλά υποσχόμενο πακέτο. Το ερώτημα στη δική του περίπτωση έρχεται αβίαστα και η απάντηση δεν είναι στα υπέρ του. Πόσο καλύτερος, πόσο βελτιωμένος είναι ο νεαρός σε σχέση με το 17χρονο παιδί που έκανε παπάδες στο «Καραϊσκάκης» απέναντι στην τωρινή ομάδα του και φορώντας τη φανέλα του Παναθηναϊκού; Οι περισσότεροι συμφωνούν πως ήταν μικρή, σε τέτοιο βαθμό που να αμφιβάλλουν για το αν είναι σε θέση να «γεμίσει» τα γάντια.
Ωστόσο, την περασμένη σεζόν βγήκε νικητής στην άτυπη μάχη με τον Λεάλι (με τον Ιταλό να τον… στηρίζει με τις γκέλες του), ενώ φέτος η προσθήκη της τελευταίας στιγμής με τον Σίλβιο Προτό (που θεωρείται «παιδί» του Χάσι) θεωρήθηκε δυνητικό «καπέλωμα». Το παιχνίδι πάντως παραμένει στα δικά του χέρια. Αυτός λογίζεται ως βασικός. Από αυτόν ξεκινά η ενδεκάδα. Αλλά, παράλληλα, έχει και το πιο δύσκολο έργο όπως φάνηκε στο ματς με τη Σπόρτινγκ Λισσαβώνας. Είναι υποχρεωμένος να ανταποκριθεί στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο, αντιμετωπίζοντας επιθετικούς που άλλοι στην ηλικία του τους βλέπουν ως αφίσες στα δωμάτιά τους.
Κεφάλαιο για το ελληνικό ποδόσφαιρο, ο Στέφανος Καπίνο (όχι άδικα) θεωρήθηκε από πολύ νωρίς το σπουδαιότερο ταλέντο στην ηλικία του και ίσως μερικές σπουδαίες εμφανίσεις στο Champions League να του προσθέσουν αυτοπεποίθηση. Για να έχει πιο πολλές πιθανότητες επιτυχίας αυτό το σενάριο απαιτείται άμεση βελτίωση στο πώς συνεννοείται με τους αμυντικούς του και στην καθοδήγησή τους σε σέντρες και στημένα. Είναι αλήθεια πως του έχει ασκηθεί σκληρή κριτική για πράγματα που κάνει ή δεν κάνει στην προπόνηση, στο γήπεδο ή έξω από αυτό. Αλλά με τον βασικό τερματοφύλακα του Ολυμπιακού και μέλος της Εθνικής έτσι πρέπει να γίνεται. Αν «πατήσει» και σε αυτή και δουλέψει, εύκολα θα μετατραπεί από ταλέντο και υπόσχεση σε πραγματικότητα και αληθινά μεγάλο. Πρέπει όμως να καταλάβει πως μέτρο σύγκρισης έχει τον Ρομπέρτο και όχι τον Κοστάντσο.
Ο Βλαχοδήμος δεν είναι ο μόνος
Όσοι ασχολούνται με το Football Manager νιώθουν ότι γνωρίζουν πολύ καλά τον τερματοφύλακα του Παναθηναϊκού. Τον είδαν να θεωρείται σπάνιο ταλέντο και πανηγύρισαν μαζί του τίτλους. Από τη θεωρία του video game στην πράξη του γηπέδου υπήρξε διαφορά. Τόσο μεγάλη που κάποιοι φοβήθηκαν μήπως κάποιος τραυματισμός ή ένας άστατος χαρακτήρας ευθύνεται για το γεγονός ότι το prodigy του γερμανικού ποδοσφαίρου βρέθηκε στην Ελλάδα. Τίποτα από τα δύο δεν ισχύει. Αν και αποκτήθηκε ως επένδυση και μπακ απ του Στιλ, κέρδισε τη θέση του στους βασικούς. Κάτι που με βάση τις εμφανίσεις του Άγγλου έπρεπε να είχε συμβεί πολύ πριν το πάρει απόφαση ο Στραματσόνι ότι η ομάδα δεν πήγαινε πουθενά με την καταρρακωμένη ψυχολογία του Λουκ.
Η παρουσία του «Όντι», όπως τον φώναζαν οι Γερμανοί, δεν ήταν τέτοια που να κάνουν τον κόσμο να μείνει με το στόμα ανοιχτό. Ένας καλός, εξελίξιμος τερματοφύλακας, από τον οποίο δύσκολα φέρνεις στη μνήμη μια τεράστια απόκρουση ή επική γκέλα. Ένα κλικ κάτω από τον Καπίνο από άποψη προσδοκίας, ο Βλαχοδήμος χρειάζεται το step up που θα τον καθιερώσει. Η επιλογή του μέχρι σήμερα να δοκιμάζει την τύχη του στις μικρές εθνικές ομάδες της Γερμανίας μαρτυρά άνθρωπο που του αρέσουν τα δύσκολα. Και φέτος θα έχει τέτοια καθώς πίσω του βρίσκεται ο Διούδης ο οποίος μπορεί αυτή τη στιγμή να διεκδικήσει στα ίσια μια θέση.
Μερικούς μήνες μεγαλύτερος από τους υπόλοιπους διεκδικητές, ο πρώην παίκτης του Άρη έχει ικανότητες. Πολλές φορές μάλιστα τις έχει δείξει σε ντέρμπι, απέναντι σε καλούς επιθετικούς. Έχει βρεθεί στη δύσκολη θέση να πάρει ένα παιχνίδι μόνος του. Το έκανε και στον Άρη και στον Πανιώνιο, όπου συνεργάστηκε με τον Μαρίνο Ουζουνίδη. Τι παραπάνω χρειάζεται για να τα καταφέρει; Σταθερότητα. Τόσο σταματώντας, ίσως, τα πήγαινε-έλα σε ομάδες, όσο και επιδεικνύοντας συνέπεια στην απόδοσή του.
Η ατυχία του Μπάρκα
Στα 17 του ο Βασίλης Μπάρκας δεν διέθετε τη δημοφιλία του Στέφανου Καπίνο μετά από εκείνο το ντέρμπι Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός με τη φανέλα των πρασίνων, ούτε είχε χαρακτηριστεί wonderkid στο football manager. Βρισκόταν στα τμήματα υποδομής του Ατρομήτου. Οι Περιστεριώτες, όμως, ήξεραν πολύ καλά τι διαμάντι είχαν στα χέρια τους. Τον Ιανουάριο του 2016 τον μάθαμε όλοι όταν κράτησε με τις επεμβάσεις του το 1-1 στην Τούμπα. Λίγους μήνες νωρίτερα στο ίδιο γήπεδο γεύτηκε τα πρώτα 7 λεπτά της επαγγελματικής καριέρας του, περνώντας ως αλλαγή στο ντεμπούτο του.
Κανένας άλλος από τους προαναφερθέντες δεν παρουσίασε τη δική του εξέλιξη. Σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα ο Μπάρκας πρόσθεσε νέα στοιχεία στο παιχνίδι του βελτιούμενος διαρκώς. Έμοιαζε έτοιμος να συνδυάσει το όνομά του με την πολυαναμενόμενη επιστροφή της ΑΕΚ ως πρωταγωνίστριας και να σηκώσει το βάρος της φανέλας μιας ομάδας πρώτης γραμμής. Δυστυχώς ένας σοβαρός τραυματισμός στο σύνδεσμο του αντίχειρα ευθύνεται για τρίμηνη αποχή και σταματά την πρόοδό του. Όταν με το καλό επιστρέψει θα είναι πίσω από τον Ανέστη ο οποίος στα 26 του έχει συνηθίσει να ακούει πολλά από την εξέδρα, με αφορμή -κυρίως- την αδυναμία του στις φάσεις που η μπάλα ταξιδεύει ψηλά. Και για τους τερματοφύλακες είναι σημαντική η γνώμη του κόσμου. Την κουβαλούν σε κάθε επόμενη εμφάνισή τους, όταν η εξέδρα είτε στηρίζει είτε αντιδρά με αρνητικά επιφωνήματα, δείχνοντας μηδενική ανοχή.
Αργά ή γρήγορα θα φανεί λογικά ότι η καλύτερη δυνατή εκδοχή του Μπάρκα είναι ανώτερη από εκείνη του Ανέστη. Οπότε το θέμα της ΑΕΚ κλείνει, εκείνο του διαδόχου του Ορέστη Καρνέζη στην Εθνική παραμένει υπόθεση δική του και του Καπίνο. Αρκεί ο πρώτος να επανέλθει και ο δεύτερος να γίνει πιο απαιτητικός από τον εαυτό του. Ο Οδυσσέας Βλαχοδήμος για την ώρα επιμένει γερμανικά και ο Διούδης είναι απλά ο αντικαταστάτης του.