Η ιστορία του παγκοσμίου ποδοσφαίρου είναι γεμάτη από πετυχημένα επιθετικά δίδυμα. Από παίκτες που κούμπωναν ο ένας με τον άλλον και δημιουργούσαν μια γραμμή πυρός που πολύ δύσκολα μπορούσε να αντιμετωπιστεί από τους αντίπαλους αμυντικούς. Στην Ιταλία οι άνθρωποι που αγωνίζονταν στα μετόπισθεν το πήραν προσωπικά. Είτε επρόκειτο για ευαίσθητους «δολοφόνους», σαν τον Τζεντίλε, είτε για επαγγελματίες «κυρίους» των γηπέδων, όπως ο αείμνηστος Γκαετάνο Σιρέα. Η παρουσία λίμπερο επέτρεπε στον ή στα στόπερ να εφαρμόζουν ένα ανηλεές μαν του μαν στους επιθετικούς. Ένα γεγονός που οδήγησε εκείνους τους τύπους που ήξεραν καντάρια μπάλα και είχαν βαρεθεί να βλέπουν τα πόδια τους μελανιασμένα, να οπισθοχωρούν καμιά 20αριά μέτρα στο γήπεδο, βγάζοντας εκείνες τις «τανάλιες» μακριά από το comfort zone τους. Κάπως έτσι γεννήθηκε ο μύθος του δεύτερου επιθετικού, που ήρθε με πολλά διαφορετικά ονόματα (π.χ τρεκουαρτίστα) αλλά στην πραγματικότητα αποτελούσαν παραλλαγες αυτού που υπήρξε ο Μικρός Βούδας της μπάλας.
Ποιος χρειάζεται κλασικούς επιθετικούς αν έχει τον CR7;
Μετά την ιταλική «λύση», που εκφράστηκε μέχρι τις μέρες μας με παιχταράδες όπως ο Ντελ Πιέρο ή ο Τότι, ήρθε και εκείνη των άκρων. Οι πιο ταχείς -και ίσως λιγότερο Killers- μεταφέρθηκαν σταδιακά από το κουτί της περιοχής στον ασβέστη, προσφέροντας στον κλασικό, παραδοσιακό εξτρέμ των περασμένων ετών, την «υποχρέωση» να κατέχει το τόπι, να πατάει περιοχή και να βάζει γκολ. Πολλά γκολ. Όπως έκανε ο παρακάτω διάολος την εποχή που έπαιζε στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ.
Ο Κριστιάνο Ρονάλντο τελειοποίησε το μοντέλο της πορτογαλικής σχολής που άδειασε ακόμη περισσότερο το «κουτί» από μεγάλους παίκτες. Όλοι ήθελαν να γίνουν σαν εκείνον. Άσχετα αν τώρα που μεγαλώνει και χάνει σιγά-σιγά την ταχύτητά του, επιστρέφει κοντά στους τερματοφύλακες που τόσο του αρέσει να βλέπει να μαζεύουν την μπάλα από τα δίχτυα, μετά από δική του προσπάθεια. Όταν, μάλιστα, η Άρσεναλ του Βενγκέρ ή η Ρόμα του Σπαλέτι άρχισαν να έχουν επιτυχίες και να παίζουν όμορφα με το 4-6-0, το πουλάκι (δηλαδή ο επιθετικός) πέταξε μακριά. Κι επειδή εδώ στην Ελλάδα πολλά γίνονται με κακή αντιγραφή των έξω, εμείς (για παράδειγμα) προσπαθήσαμε να κάνουμε κάτι αντίστοιχο ποντάροντας στο… φιλότιμο. Πείθοντας, δηλαδή, παίκτες σαν τον ιδιαίτερα συμπαθή και πάντα τίμιο Δημήτρη Σαλπιγγίδη ότι θα είναι ΟΚ, να βολοδέρνει στον… ασβέστη προσπαθώντας να βγάλει σέντρα.
Και κάπως έτσι χάσαμε τα διδυμάκια μας
Όταν παίζεις με δύο επιθετικούς είναι παράλογο να περιμένει κανείς να δει δύο ίδιους και απαράλλαχτους παίκτες, λες και πρόκειται για μονοζυγωτικά έμβρυα. Αντίθετα, μοιάζουν περισσότερο με διζυγωτικά, που όμως δένουν τόσο καλά ώστε νιώθουν τόσο άνετα ο ένας δίπλα στον άλλον λες και το γήπεδο είναι η κοιλιά της μάνας τους. Να ένα τυπικό δείγμα, για να καταλαβαίνουμε τι λέμε.
Τα τελευταία χρόνια, όμως, τα επιθετικά δίδυμα άρχισαν να μοιάζουν κάπως έτσι.
Με τον έναν (τον κανονικό) επιθετικό να τραβάει πάνω του όλα τα φώτα (και την προσοχή) και τον άλλο να περνά σε δεύτερη μοίρα. Ακόμη κι έτσι, εφόσον τα γκολ έρχονται, δεν υπάρχει θέμα. Και οι Antique έτσι ξεκίνησαν, αλλά στο τέλος η Παπαρίζου έκανε καριέρα. Αν, όμως, στην πορεία έβλεπε πως το solo δεν τραβούσε, ενδεχομένως να δοκίμαζε ένα διαφορετικό σχήμα, επαναφέροντας δίπλα της τον Παναγιωτίδη ή κάποιον που να του μοιάζει.
Λουτσιάνο, ο παράγοντας Χ του Παναθηναϊκού
Και κάπως έτσι φτάνουμε στους μεγάλους του ελληνικού ποδοσφαίρου που δείχνουν διατεθειμένοι να κάνουν τα πάντα, εκτός από το να επαναφέρουν κάποιο σύστημα που να γεμίζει την περιοχή με κανονικούς επιθετικούς. Ο Παναθηναϊκός επιμένει στο 4-4-1-1, με τον Τσάβες ή τον Μολίνς στην κορυφή και έναν εκ των Άλτμαν ή Λουτσιάνο να κινείται διακριτικά ή όχι στο χώρο που του δημιουργεί. Κι αν για τον Ισραηλινό είναι δεδομένο πως το πιο… μπροστά που μπορεί να φτάσει είναι η θέση του επιθετικού χαφ, δεν ισχύει το ίδιο για τον Βραζιλιάνο. Μακριά ακόμα από τον καλό εαυτό του ο Λουτσιάνο δυσκολεύεται να προσαρμοστεί και περιορίζει τις εναλλακτικές του Ουζουνίδη.
Ο ίδιος ερχόμενος στην Ελλάδα έκανε λόγο για την άνεσή του να αγωνίζεται και ως κανονικός επιθετικός, αλλά για την ώρα δεν δικαιολογεί καν το να ξεκινά βασικός. Το ρόστερ των πρασίνων πάντως είναι δομημένο έτσι που να μην επιτρέπει ευελιξία, σε ό,τι αφορά τη συγκεκριμένη διάταξη, αφού περιλαμβάνει ουσιαστικά μόνο τον Μολίνς ως εναλλακτική λύση. Οι Πίσπας και Εμμανουηλίδης φαντάζουν πολύ πιτσιρικάδες για να μπουν στην εξίσωση, οπότε η δυστοκία (2 γκολ σε 4 ματς πρωταθλήματος) θα πρέπει αναγκαστικά να αντιμετωπιστεί με άλλους τρόπους.
Έχει τα υλικά, αλλά δεν γουστάρει τη συνταγή
Τέτοια, ποσοτικά, προβλήματα δεν αντιμετωπίζει ο Μπέσνικ Χάσι στον Ολυμπιακό. Έχει, όμως, άλλα. Οι ερυθρόλευκοι έχουν σημειώσει όλα κι όλα 7 γκολ στη Σούπερ Λιγκ. Πρόκειται για τη χειρότερη επίδοση από τη σεζόν 2010-11 και τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο… μαύρα αν αναλογιστεί κανείς πως τα 4 από αυτά ήρθαν κόντρα στην ΑΕΛ, στο ματς της πρεμιέρας. Ωστόσο από το μυαλό του Κοσσοβάρου το μόνο που φαίνεται να περνάει είναι το αν και πώς μπορούν να χωρέσουν στην 11άδα Μάριν, Φορτούνης. Βάζοντας στην άκρη το γεγονός πως για να συμβεί αυτό πρέπει να «θυσιαστεί» κάποιος πιο «νορμάλ» ακραίος, είναι μάλλον παράξενο αυτό το αέναο «κάστινγκ» για τη θέση που… περισσεύει στην επίθεση.
Ο Μπεν που τράβηξε το «κουπί» των προκριματικών γύρων στην Ευρώπη, «άραξε» κάπου μεταξύ πάγκου και εξέδρας. Ο Ανσαριφάρντ αγνοείται και ουσιαστικά δεν υπολογίζεται, ενώ δύο ονόματα που «έπαιξαν» όλο το καλοκαίρι (Εμενίκε, Τζούρτζεβιτς), δεν παίζουν μαζί ούτε σε σενάριο. Τα αποτελέσματα και οι εμφανίσεις δεν δικαιώνουν την ατολμία του τεχνικού των ερυθρολεύκων. Κι επειδή σε πάγκους όπως αυτόν που βρίσκεται τώρα η κλεψύδρα αδειάζει πολύ γρήγορα, ίσως έχει φτάσει η ώρα για κάτι πιο δραστικό. Ας το δοκιμάσει και ίσως δεν χάσει. Όπως δεν έχασε στο χθεσινό 30λεπτο με τον Αστέρα που Εμενίκε και Μπεν έδειξαν το δρόμο προς τη νίκη και ότι καμία διάταξη δεν αποτελεί ντροπή. Ακόμη και με δύο επιθετικούς λιγότερο καλούς από αυτά τα παλικάρια που έγραψαν ιστορία.
Η καψούρα του μέσου ΑΕΚτζή
Σε σχέση με όλους τους υπόλοιπους μεγάλους, η ΑΕΚ είναι μια χαρά. Ή τουλάχιστον αυτή είναι η αίσθηση που υπάρχει. Τα «τεμάχια» που «κόλλησε» ο Χριστοδουλόπουλος μασκάρεψαν σε μεγάλο βαθμό το γεγονός πως αυτά δεν μπήκαν σε ροή αγώνα, αλλά από στημένες φάσεις, αλλά και το ότι η επιθετική συγκομιδή της στο πρωτάθλημα είναι τόσο φτωχή όσο και του Ολυμπιακού. Επίσης 7 γκολ, επίσης τα 4 απέναντι στην ΑΕΛ. Ο κόσμος της, πάντως, ζει και αναπνέει για δύο πράγματα. Το ένα είναι το πρωτάθλημα και το άλλο το να δει μαζί Λιβάγια-Αραούχο.
Το βλέπεις στα μηνύματα και τα τηλεφωνήματα ακροατών στο ραδιόφωνο. Το διαπιστώνεις στα σχόλια και στις αναρτήσεις. Όσο αυτή η… δυσκοιλιότητα δεν της κοστίζει την κορυφή, ο Χιμένεθ θα μπορεί να αισθάνεται ήσυχος. Εάν αυτό όμως δεν διατηρηθεί, θα υποχρεωθεί σε αλλαγές και υποχωρήσεις. Ή ακόμη και… οπισθοχωρήσεις. Σαν αυτήν που θα πρέπει να κάνει ο Μάνταλος, επιστρέφοντας στα χαφ (ή μετακινούμενος στα άκρα) ώστε να αφήσει ζωτικό χώρο στο πρώην επιθετικό δίδυμο της Λας Πάλμας. Πρόβλεψη: Αργά ή γρήγορα ο Ισπανός θα… ενδώσει και θα τολμήσει. Ήδη η φαντασία των ΑΕΚτζήδων βλέπει κάτι σαν Μαύρο-Μπάγεβιτς σε νέα έκδοση και ονειρεύεται…
Ο Κλάους έφυγε, αλλά τα γκολ αγνοούνται
Για το τέλος έμεινε η πάντα ξεχωριστή και ιδιάζουσα περίπτωση του ΠΑΟΚ. Η πρόσληψη και απόλυση του Στανόγεβιτς πριν προλάβει καν να πει «Ευρώπη» λέει πολλά. Και να σκεφτεί κανείς πως ο Σέρβος είχε ξεκαθαρίσει πως θα έπαιζε 4-4-2! Μαζί με αυτόν έφυγε και η τελευταία ευκαιρία να αποκατασταθεί το ξεχασμένο στα ελληνικά γήπεδα σύστημα. Ο αντικαταστάτης του, Ρασβάν Λουτσέσκου, για την ώρα φαίνεται να ζητάει πράγματα που δύσκολα εφαρμόζονται πριν μια ομάδα αποκτήσει χημεία.
Αρχικά «σκαλωμένος» με το 4-2-3-1 (που στη θεωρία ταιριάζει, αλλά μέχρι τώρα δεν «βγαίνει», έριξε νερό στο κρασί του προσθέτοντας το 4-3-3 ως σχηματισμό κατά τη διάρκεια των αγώνων. Η μισή Τούμπα, πάντως, είναι ξεκάθαρη. Πρίγιοβιτς-Μακ και… φιλάκια στην Αθήνα.