Οι 7 ξένοι μπασκετμπολίστες που είχαν το μεγαλύτερο impact στην ομάδα τους

Δεν βάδισαν στα χνάρια της ιστορίας, χάραξαν τα δικά τους, ανεξίτηλα, βήματα στο Hall of Fame της Α1.

Κάποιοι άλλαξαν την ιστορία των ομάδων που αγωνίστηκαν, άλλοι άλλαξαν τη… διαρρύθμιση στις εξέδρες για να εξυπηρετηθούν τα διαδοχικά sold out που γινόταν για πάρτη τους.

Πρόκειται για τους ξένους με την πιο βαριά επιρροή στις επιδόσεις των ομάδων τους στην Α1, αλλά και μεγάλο σουξέ στα χείλη των οπαδών τους. Δεν βάδισαν στα χνάρια της ιστορίας, χάραξαν τα δικά τους, ανεξίτηλα βήματα. Από τον Μπάνε Πρέλεβιτς έως τον Μάικ Μπατίστ και οι εφτά ήταν υπέροχοι.

1. Ζάρκο Πάσπαλι

Τo «one man show» δεν είχε πριν και δεν θα έχει ποτέ ξανά τη διάσταση που του έδωσε ο Ζάρκο Πάσπαλιε με τη φανέλα του Ολυμπιακού. Συνέβη από… σπόντα, καθώς η πρώτη επιλογή του άρτι αφιχθέντα Γιάννη Ιωαννίδη στον Πειραιά για τη θέση του ξένου ήταν ο NBAer Ροντ Στρίκλαντ.

Ο Αμερικανός καθυστέρησε να απαντήσει και τότε οι Κόκκαλης και Ιωαννίδης ενεργοποίησαν το Plan B. Ο Μαυροβούνιος ενσάρκωσε στο παρκέ όλα τα… Plan μαζί. Υπερέβη κάθε προσδοκία στον ηγετικό ρόλο που του είχαν ράψει οι ερυθρόλευκοι, σκοράροντας με κάθε πιθανό και απίθανο τρόπο.

Το supporting cast την πρώτη χρονιά του στο λιμάνι (1991-92) δεν ήταν απ’ αυτά που θα χαρακτήριζε κάποιος «επαρκή», αλλά εξελίχθηκε στην καλύτερη «ομάδα του ενός» που έχουμε δει στη χώρα. Από την 8η θέση (της σεζόν ’90-91) ο Ολυμπιακός σκαρφάλωσε στη 2η, με τον Ζάρκο να γράφει 33,7 πόντους κατά μέσο όρο.

Δεν είχε συγκεκριμένη θέση. Ούτε ταβάνι στις δυνατότητες. Μεταξύ άλλων έβαλε 38 στο 67-59 επί του Άρη στην πρεμιέρα, 39 στο εκτός έδρας 78-76 επί του Παναθηναϊκού και άλλους 38 στο καθοριστικό ματς των πλέι-οφ με τον Άρη (που έδωσε το εισιτήριο για την Ευρωλίγκα), μολονότι είχε μείνει άποντος στο πρώτο 10λεπτο.

Την επόμενη σεζόν, με τη συνδρομή των Ουόλτερ Μπέρι, Τάρλατς και Τόμιτς, ο Πάσπαλι οδήγησε τον Ολυμπιακό στην κατάκτηση του τίτλου και μια ανάσα από το final-four της Ευρωλίγκα (ας όψεται η καταραμένη γραμμή του Μπομπλάν), ενώ το 1994 στο νταμπλ και στο στοιχειωμένο για τις ερυθρόλευκες μνήμες τελικό του Τελ Αβίβ.

Μόνο ο Νίκος Γκάλης έχει αλλάξει κατ’ αυτό τον τρόπο την ιστορία ενός ελληνικού κλαμπ.

2. Μπάνε Πρέλεβιτς

Αν δεν έβρισκε απέναντί του τον μεγαλύτερο σκόρερ των ευρωπαϊκών γηπέδων και μέλος πια του Hall of Fame των ΗΠΑ, θα ήταν κατά συρροή πρωταθλητής Ελλάδας. Μοιάζει με «ανορθογραφία» της μοίρας ότι σε εννιά χρόνια καριέρας στον ΠΑΟΚ, ένας γεννημένος νικητής, όπως αυτός, κατέκτησε μόνο ένα πρωτάθλημα.

Αφίχθη από τον Ερυθρό Αστέρα το 1988 καλύπτοντας αρχικά θέση ξένου (κάτι που στην Ευρώπη συνεχίστηκε έως το 1992) και ήταν ο άνθρωπος που προοριζόταν να κάνει τον Δικέφαλο τη μεγαλύτερη ομάδα της Ευρώπης την πενταετία 1991-96.

Θα τα είχε καταφέρει αν το αναθεματισμένο σουτ του Ραγκάτσι δεν έβρισκε στόχο στον ημιτελικό της Ευρωλίγκας με την Μπένετον Τρεβίζο στο ΣΕΦ (1993) και αν ένα χρόνο νωρίτερα ο Ρίκι Μπράουν δεν του έπαιρνε την μπουκιά απ’ το στόμα, κλέβοντας την μπάλα απ’ τον Φασούλα στον τελικό του Κυπελλούχων απέναντι στη Ρεάλ.

Ήταν τότε που με ένα αλησμόνητο κρεσέντο μετέτρεψε μόνος του το 28-43 του ημιχρόνου σε 63-63, σκοράροντας 29 πόντους (6/10 τρ.), συμπεριλαμβανομένου του απίθανου τριπόντου από τα 9 μέτρα, για την ισοφάριση, 10” πριν από το τέλος.

Είχε τραβήξει ήδη «31» στο νικηφόρο τελικό του Κυπελλούχων με τη Σαραγόσα στη Γενεύη, ενώ έβαλε 30 στο δεύτερο τελικό του Κόρατς με τη Στεφανέλ στην Τεργέστη (1994) και άλλους 34 στον τελικό του Κυπελλούχων το ’96, όταν ο ΠΑΟΚ ηττήθηκε με 88-81 από τη γηπεδούχο Ταουγκρές.

Αν ο ΠΑΟΚ δεν έγινε η μεγαλύτερη ομάδα της Ευρώπης εκείνη την πενταετία, είναι γιατί το βλέμμα των συνοδοιπόρων του δεν έφτασε εκεί που είχε υψώσει τον πήχη ο Μπάνε Πρέλεβιτς.

3. Ντέιβιντ Ίνγκραμ

Ο Ηρακλής της τετραετίας 1998-92 δεν μπορεί να μνημονεύεται σε καμία μπασκετική κουβέντα «ξεροσφύρι». Ήταν ο Ηρακλής του Ντέιβιντ Ίνγκραμ (ασχέτως αν ο τύπος λεγόταν «Ancrum», δηλαδή κάτι ανάμεσα σε Άνκρουμ και Έινκραμ).

Το περίστροφο του κορυφαίου αριστερόχειρα σκόρερ στην ιστορία της Α1 ήταν πάντα καπνισμένο.

Ο μέσος όρος καριέρας πόντων στην Ελλάδα ήταν 33,7 πόντοι, αλλά ελέω Nick the Greek δεν κατέκτησε ποτέ τον τίτλο του πρώτου σκόρερ. Ούτε καν όταν στην τρίτη χρονιά του (δεύτερη στο ελληνικό πρωτάθλημα, καθώς τη σεζόν 1987-88 έπαιζε μόνο στην Ευρώπη) είχε 37,1 μέσο όρο!

Τίτλο επίσης δεν κατέκτησε, αλλά επί των ημερών του ο Ηρακλής ήταν ομάδα τετράδας, με δορυφόρους παίκτες όπως οι Κακιούσης, Παπαδόπουλος, Παναγιωτίδης και Γκιουζέλης. Ήταν τότε που γεννήθηκε το σύνθημα ο Ντέιβιντ για όλους και όλοι για τον Ντέιβιντ…

4. Ντέγιαν Μποντιρόγκα

Έπαιξε στην Ελλάδα τέσσερα χρόνια, αλλά έχεις την αίσθηση ότι ήταν τα διπλάσια. Αν ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς ήταν αυτός που οραματίστηκε τη δυναστεία του Παναθηναϊκού εντός και εκτός συνόρων, ο Ντέγιαν Μποντιρόγκα ήταν ο πρωτομάστορας στην οικοδόμηση της (ερχόμενος μάλιστα στα μέρη μας πριν από τον Ζοτς).

Ο πιο ικανός all around παίκτης στην ιστορία του ευρωπαϊκού μπάσκετ μετά τον Τόνι Κούκοτς, κατέκτησε σε αυτά τα τέσσερα χρόνια (1998-2002) τρία πρωταθλήματα και δύο Ευρωλίγκες, πρωταγωνιστώντας στα δύο «διπλά» που χώρισαν την ιστορία των πρασίνων στο πριν και το μετά. Το 1999 στον 5ο τελικό του ΣΕΦ και το 2002 στην Μπολόνια.

5. Ερλ Χάρισον

Σε μια λίστα με τους κορυφαίους ξένους της Α1 ο πρώτος και καλύτερος στις καρδιές μας, Ουόλτερ Μπέρι, θα ήταν ασφαλώς σε περίοπτη θέση, αν όχι στην κορυφή.

Εδώ όμως μιλάμε για impact σε μια συγκεκριμένη ομάδα και μολονότι ο τρελό-Ουόλτερ έπαιξε συνολικά εφτά χρόνια στην Ελλάδα, δεν έμεινε ποτέ δεύτερο σερί στο ίδιο κλαμπ (πέρασε δις από Άρη, ΠΑΟΚ και Ολυμπιακό, ενώ έκανε απίθανα πράγματα στη μοναδική με τη φανέλα του Ηρακλή).

Και όταν η κουβέντα αφορά βαρόμετρα, δεν θα μπορούσε να λείπει απ’ αυτήν ο άνθρωπος που έκανε επί μια τριετία τους Πανγκρατιώτες να αισθάνονται ότι έχουν τον δικό τους… Χακίμ Ολάζουον.

Ο Ερλ Χάρισον κατέβαζε τα ριμπάουντ σαν τα στραγάλια, κάρφωνε σαν δυναμίτης (το παρατσούκλι του) και κάθε απόγευμα Σαββάτου έστηνε το δικό του showtime στο «Μετς». H αστείρευτη ενέργεια που έβγαζε στο παρκέ και οι πολύ καλές κινήσεις του κοντά στο καλάθι τον ανέδειξαν στον κορυφαίο ίσως ξένο της τριετίας 1989-92.

Ήταν για δύο χρονιές τέταρτος σκόρερ και πρώτος ριμπάουντερ του πρωταθλήματος και ηγήθηκε διαδοχικά στην παραμονή του Παγκρατίου στην Α1, ολοκληρώνοντας τη θητεία του εκεί με 25,4 πόντους και 14 ριμπάουντ κατά μέσο όρο!

Το καλοκαίρι του ‘92 ήταν η επιλογή του Ντούσαν Ίβκοβιτς για τη θέση του δεύτερου ξένου στον ΠΑΟΚ και στα 31 χρόνια του ανηφόρισε στη Θεσσαλονίκη. Είχε δώσει όμως ραντεβού με την ατυχία, στο πρώτο φιλικό με τη φανέλα του Δικεφάλου.

Υπέστη ρήξη χιαστών και μηνίσκου και η καριέρα του στην Ελλάδα τερματίστηκε άδοξα (ο ΠΑΟΚ τον αντικατέστησε με τον Κλιφ Λίβινγκστον). Ο Χάρισον δεν επανήλθε ποτέ στην πρότερη κατάσταση, έπαιξε τη σεζόν 1993-94 στην Κύπρο και τον ΑΠΟΕΛ και ακολούθως αποσύρθηκε.

6. Μίτσελ Ουίγκινς

Στα Πατήσια το όνομα του είναι ακόμα θρυλικό. Το κλειστό του Σπόρτινγκ στην Ηλία Ζερβού έζησε μεγάλες πιένες επί των ημερών του, για χάρη δηλαδή ενός υπερσκόρερ που δεν θα είχε βρεθεί ποτέ εκεί αν δεν είχε μπλεχτεί με την κόκα.

Ο Μίλωνας (Α’ ΕΣ.ΚΑ.ΝΑ. πια) θα έχει πάντα να το… λέει ότι έφερε πρώτος στην Ελλάδα έναν παίκτη που ήταν νούμερο 23 στα Draft του 1983 και σκόραρε κατά μέσο όρο 15,5 πόντους με τους Χιούστον Ρόκετς τη σεζόν 1989-90.

Η αγάπη στη λευκή σκόνη όμως εμπόδισε τον Ουίγκινς να βαδίσει στα χνάρια που είχε χαράξει το τεράστιο ταλέντο του.

Γυρολόγος καθώς ήταν, βρέθηκε στα 34 του στην Α1 τη σεζόν 1993-94 (μοναδική του Μίλωνα στη μεγάλη κατηγορία), για να αποτελέσει μια από τις μεγαλύτερες attraction του πρωταθλήματος. Τα έσταζε από παντού και υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, δίνοντας την εικόνα του ανθρώπου που είχε κόψει τις κακές συνήθειες.

Αναδείχτηκε πρώτος σκόρερ με 31,3 πόντους μ.ο., αλλά δεν έσωσε τους Νεοσμυρνιώτες και την επόμενη σεζόν μετακόμισε στο νεοφώτιστο Σπόρτινγκ.

Υπό την ηγεσία του η ομάδα των Πατησίων τερμάτισε στην 7η θέση το ’95 και στην 6η το ’96, εξασφαλίζοντας για πρώτη φορά έξοδο στα ευρωπαϊκά σαλόνια. Ο χαρισματικός Αμερικανός αναδείχτηκε στα γεράματα ξανά πρώτος σκόρερ (29,5 π. μ.ο.), προτού μεταγραφεί στον Πανιώνιο και επιστρέψει ακολούθως -για μία ακόμα σεζόν- στον Σπόρτινγκ.

7. Μάικ Μπατίστ

Για χάρη του κόπηκαν από τη λίστα ο Κεν Μπάρλοου, ο συγχωρεμένος Αλφόνσο Φορντ, ο Τζον Χάτσον και ο Γιούρι Ζντοβτς.

Λόγω διάρκειας, αφοσίωσης και συνολικής προσφοράς δεν θα μπορούσε να λείπει ένας παίκτης που σε μια δεκαετία με τον Παναθηναϊκό κατέκτησε εννιά πρωταθλήματα, εφτά κύπελλα και τρεις φορές το τρόπαιο της Ευρωλίγκας.

Και όχι βέβαια ως συμπληρωματικός, αλλά με ρόλο πρωταγωνιστή, που μάλλον κανείς (πλην του Ζέλικο Ομπράντοβιτς βέβαια) δεν πίστευαν ότι θα μπορούσε να υποδυθεί όταν το 2003 πρωτοπάτησε το πόδι του στην Ελλάδα.

Ήταν και αυτή η καλτ κάλτσα – αλά Φέμερλινγκ – μέχρι το γόνατο, που η αλήθεια είναι ότι δεν σε προδιέθετε για κάτι τέτοιο…