Στα 37 χρόνια του έβαλε τέλος σε μία καριέρα που θα ήταν εντελώς διαφορετική εάν μπορούσε κανείς να αφαιρέσει από τον αθλητισμό το χειρότερο συστατικό του (εκτός από την τυφλή βία ανάμεσα σε άθλιους χουλιγκάνους). Τους τραυματισμούς.
Ακούγεται υπερβολικό, αλλά δεν είναι. Στη συνείδηση όσων τον είδαν να αγωνίζεται έμεινε χαραγμένος ως ένα από εκείνα τα σπάνια, σχεδόν αλλόκοσμα, ταλέντα που στην πραγματικότητα δεν υπήρξαν ποτέ «κανονικοί» ποδοσφαιριστές. Ο Λουτσιάν Σανμαρτεάν ανήκει σε αυτή την κατηγορία στην οποία μπαίνουν μόνο οι περφόμερ και οι καλλιτέχνες.
Όλοι εκείνοι που είναι ικανοί με μια κίνηση, ένα χάδι στο τόπι, ή μια κλειστή ντρίπλα να σου φτιάξουν μια απαίσια μέρα. Και αυτό το «φτιάξιμο», αυτό το «άκουσμα» το ένιωσαν πολλές φορές μέχρι και τα ποδοσφαιρικά «θύματά» του. Συχνά ο θαυμασμός τους για τις ενέργειές του σκέπαζε ακόμη και την… ντροπή για τη δική τους μνημειώδη αδυναμία να τις σταματήσουν.
Όλα ξεκίνησαν με ένα ψέμα
Οι εμφανίσεις του με την ομάδα της πόλης του έδωσαν το προσωνύμιο «Ιδιοφυία της Μπίστριτσα» και δεν άργησε η ώρα ο νεαρός αρχηγός της εθνικής Νέων της Ρουμανίας να απασχολήσει μεγαλύτερα κλαμπ της χώρας. Η Ραπίντ, ομάδα της πρωτεύουσας, φάνηκε ότι θα γινόταν το επόμενο βήμα και παράλληλα το σκαλοπάτι για κάτι μεγαλύτερο. Αν και η μεταγραφή θεωρήθηκε δεδομένη και ο παίκτης αγωνίστηκε σε φιλικό ματς, χάλασε. Η αιτιολογία που βγήκε προς τα έξω ήταν υποτιθέμενη διάγνωση για ηπατίτιδα Β. Νοσηλεύτηκε ακόμη και σε νοσοκομείο, αλλά τελικά αποδείχτηκε πως δεν υπήρξε ποτέ καμία ασθένεια. Απλά μια διαφορά στο οικονομικό σκέλος που δεν επέτρεψε την ολοκλήρωση της μετακίνησης. Αυτή ήταν ίσως η τελευταία φορά που κάποιος έγραψε ή είπε ψέματα για την κατάσταση της υγείας του. Λες και ο Θεός να αποφάσισε να μην αφήσει ατιμώρητη την ανειλικρίνεια του δημιουργήματός Του, από τότε το όνομα του Ρουμάνου το συναντούσες συχνότερα σε ιατρικό παρά αθλητικό δελτίο.
Ένα νέο αστέρι
Η ατυχία ενός ανθρώπου (ή συλλόγου) μπορεί να αποδειχθεί το λαχείο κάποιου άλλου, λέει μια ρήση. Κι έτσι ακριβώς ένιωσαν οι άνθρωποι του Παναθηναϊκού όταν το καλοκαίρι του 2003 τον έπεισαν να φορέσει τα πράσινα. Δεν ήταν ωραίο πράγμα να παίζεις στο τριφύλλι τότε.
Είχε προηγηθεί το χαμένο πρωτάθλημα στη Ριζούπολη και ο κόσμος έψαχνε σε λάθος μέρος να βρει τους υπεύθυνους. Τους βρήκε στα πρόσωπα των παικτών. Το πρώτο ματς στη Λεωφόρο μετά από εκείνη τη μαύρη μέρα ήταν ένα κρασ-τεστ στο οποίο όλα πήγαιναν στραβά. Το αποκορύφωμα ήταν η κίνηση των οργανωμένων να πετάξουν πίσω τις φανέλες που τους έριξαν Μπασινάς, Νικοπολίδης, Βαζέχα.
Στο 61’ ο «Σανμαραντόνα», όπως τον αποκάλεσε η «Αθλητική Ηχώ», προσφέρει ένα καλό δείγμα του από τι πάστα είναι φτιαγμένος. Ένα άγγιγμα, μια λόμπα, ένα απίθανο γκολ. Ο καλύτερος τρόπος για να συστηθεί στο κοινό του και να γεννήσει στην καρδιά του ελπίδα.
Μερικούς μήνες αργότερα γίνεται ο ήρωας της Νέας Σμύρνης και της… χρονιάς. Με δικό του φανταστικό γκολ δίνει τη νίκη που φέρνει το… προσπέρασμα στη βαθμολογία. Ο Παναθηναϊκός κατακτά τον τίτλο του 2004 και παρά την περιορισμένη συνεισφορά του Ρουμάνου κατά τη διάρκεια της σεζόν, εκείνη η ενέργεια ατόφιας ποδοσφαιρικής ταχυδακτυλουργίας του χαρίζει μια θέση στην αιωνιότητα. Δείτε γιατί στο 5:05 του παρακάτω βίντεο.
https://www.youtube.com/watch?v=Gqa83WbakXk
Ο «τρελός» της Παιανίας
Ο ερχομός του Έκι Γκονζάλες και η ξεκάθαρη… εμπλοκή που δημιουργεί αφού οι δύο παίκτες αγωνίζονται στην ίδια θέση, φέρνει τα πρώτα σοβαρά προβλήματα με τον Ρουμάνο. Τα περισσότερα όμως δεν σχετίζονταν με τον εσωτερικό ανταγωνισμό για μια θέση στην 11άδα, αλλά με τα… εσώψυχα του «Μικρού Πλατινί».
Παραπονιέται διαρκώς για πόνους στα γόνατα. Ο Παναθηναϊκός δοκιμάζει 4 διαφορετικούς προπονητές μέσα στη σεζόν και ο Σανμαρτεάν δεν κερδίζει την εμπιστοσύνη κανενός. Δεν είναι μόνο τα πόδια του εύθραυστα, αλλά και η ίδια η ψυχή του. Πέφτει σχεδόν σε κατάθλιψη λόγω ασθένειας του πατέρα του και αποδίδει τη δική του αναιμική παρουσία μέχρι και στον προβληματισμό του για τον πόλεμο στο Ιράκ.
Στην Παιανία ήδη κάνουν λόγο για έναν «τρελό» και η έλευση του Μαλεζάνι κάνει τα πράγματα χειρότερα. Η κόντρα τους (λόγω μη χρησιμοποίησης του σε φιλικό ματς) ξεπερνά κάθε όριο και ο Ιταλός ουσιαστικά τον τελειώνει για πάντα. Ο άνθρωπος που ήρθε στην Ελλάδα ως διάδοχος του Χάτζι, την αφήνει ως ο «Ρουμάνος ασθενής». Ό,τι προλάβαμε, είδαμε.
Η δική του πόλη
Το συμβόλαιό του λύθηκε και όσοι τον είχαν θαυμάσει στο παρελθόν πίστεψαν πως στην Ολλανδία και την Ουτρέχτη θα έβρισκε τον παλιό καλό εαυτό του. Διαψεύστηκαν. Με μόλις 13 συμμετοχές σε 1,5 χρόνο και το ίδιο… βιολί με συνεχείς μυϊκές ενοχλήσεις, ο Σαναμαρτεάν δεν άργησε να βρεθεί εκτός πλάνων.
Ελάχιστοι πόνταραν τα λεφτά τους στο ενδεχόμενο να επιστρέψει ποτέ σε υψηλό επίπεδο. Το μεγαλύτερο ταλέντο του ρουμανικού ποδοσφαίρου θεωρήθηκε τελειωμένο. Και κάπως έτσι ήταν μέχρι να επιστρέψει στη βάση του. Στην Μπίστριτσα ένιωσε σαν τον βασιλιά που έπαιρνε ξανά θέση στο θρόνο του. Παίρνοντας το ενδιαφέρον, τη σημασία και τη φροντίδα που έψαχνε (αλλά και την επιβεβαίωση μέσω του περιβραχιόνιου του αρχηγού) ο Σανμαρτεάν προϊδεάζει για το τι θα ακολουθήσει. Όλα αυτά μέχρι να αναλάβει την ομάδα ο Φλορίν Χαλαγκιάν και να αρχίσουν οι καυγάδες που τον έθεσαν για άλλη μια φορά εκτός πλάνων.
Η πιο ώριμη και ουσιαστική περίοδος της καριέρας του Σανμαρτεάν όμως δεν θα διακοπτόταν από τίποτα. Στην Βασλούι έφτασαν στο σημείο να φέρουν ακόμη και τον αδελφό του, Ντίνου, για να τον κάνουν να νιώσει καλύτερα. Τα κατάφεραν! Κι εκείνος τους ανταπέδωσε τα πάντα χαρίζοντας τις πιο πλήρεις σεζόν της ποδοσφαιρικής ζωής του. Σαν φοίνικας που γεννιέται από τις στάχτες του, ο «Μαραντόνα» με τα πήλινα πόδια κάνει την πρώτη σεζόν χωρίς τραυματισμούς μετά από 6 ολόκληρα χρόνια. Επιστρέφει μετά από μια 8ετία στην Εθνική. Παίρνει μεταγραφή για την Στεάουα. Ψηφίζεται καλύτερος ποδοσφαιριστής της χώρας τη μία χρονιά και έρχεται δεύτερος μια άλλη.
Η (ποδοσφαιρική) ζωή αρχίζει στα 30 και… βάλε
Μια τόσο ιδιάζουσα περίπτωση δεν θα μπορούσε παρά να φλερτάρει με την… παράνοια στα πάντα! Γιατί μόνο παρανοϊκό ήταν το να βλέπεις έναν παίκτη να αποδίδει στα 34 ή στα 35 καλύτερα από ό,τι έκανε στα (θεωρητικά) ντουζένια του μια δεκαετία πριν. Χάρις στο πείσμα, την τρέλα του ή ό,τι άλλο έψαξε και βρήκε μέσα του, ο Σανμαρτεάν γνώρισε στα ποδοσφαιρικά γεράματα την αποδοχή που άξιζε πάντα.
Δεν υπάρχει άνθρωπος που να αγαπά την μπάλα και να μην έσκαγε ένα χαμόγελο κάθε φορά που τον έβλεπε να σκάει κάποια από τις παροιμιώδεις ντρίπλες του σε αντίπαλο. Και ούτε ένας που να μην φέρνει μία από αυτές στο μυαλό του κάθε φορά που ακούει το όνομά του. Αν σε εσάς δεν λέει τίποτα, έναν κλικ εδώ πιθανότατα θα σας αναγκάσει να αλλάξετε γνώμη.