Γιόχαν Κρόιφ, Νέεσκενς, Κρολ, Κάιζερ και το (πολύ μπροστά απ’ την εποχή του) total football. Κάτι λιγότερο από δύο δεκαετίες μετά, μια ολλανδική παροικία (ξανά) προσδίδει πρωτοφανή φινέτσα στον ιταλικό ρεαλισμό και ο Αρίγκο Σάκι παρουσιάζει μία ομάδα υπεράνω ανταγωνισμού τη διετία ’89-’90.
Πέρασαν σχεδόν άλλα τόσα χρόνια για να μετεξελίξει ο Πεπ Γκουαρδιόλα το total football σε τίκι-τάκα και να καταθέσει η Βαρκελώνη τη δική της version στο debate για την κορυφαία ποδοσφαιρική ομάδα όλων των εποχών. Σαφής και εδώ η ολλανδική επιρροή. Ο Πεπ έπιασε το project από εκεί που το είχε αφήσει ο πατριάρχης Κρόιφ.
Μόνο μία ομάδα κατάφερε να φτάσει σε αυτό το επίπεδο χωρίς ολλανδικό «δάχτυλο». Και πιθανότατα να το ξεπεράσει. Όχι σε ομορφιά, αλλά σε τακτική τελειότητα. Αποθεώνοντας αρετές όπως εργατικότητα, πειθαρχία, φυσική κατάσταση. Δεν είχε τη διάρκεια των τριών προαναφερόμενων. Στο pick της όμως παραμένει ό,τι πιο αποτελεσματικό έχει προκύψει από τα εργοστάσια παραγωγής ποδοσφαίρου.
Είναι προφανώς η Μπάγερν της σεζόν 2012-13. Η (τελευταία) Μπάγερν του Γιουπ Χάινκες, που στα 72 χρόνια του επιστρέφει από τη σύνταξη, αναλαμβάνοντας για τέταρτη φορά τους Βαυαρούς.
Όταν το 2011 το έκανε για τρίτη φορά ήταν ο γηραιότερος (από τότε κιόλας) τεχνικός στην Μπουντεσλίγκα. Η πρώτη σεζόν ήταν απ’ αυτές που θα μπορούσαν να τον στείλουν σε πρόωρη… σύνταξη. Απώλεια του πρωταθλήματος από την Ντόρτμουντ και αποτυχίες σε Τσάμπιονς Λιγκ και Κύπελλο. Όχι ρουτίνας, αλλά τέτοιες που αφήνουν κουσούρια. Η μία ο ορισμός του heartbreaking. Απέναντι στην κατά πολύ υποδεέστερη Τσέλσι μέσα στο Μόναχο (στα πέναλτι). Και η άλλη ο ορισμός του εξευτελισμού: με 5-2 από την Μπορούσια στον τελικό του Βερολίνου.
Δεύτερη παντού. Αυτό που θα μπορούσε όμως να εξελιχθεί σε κόμπλεξ έλαβε στα χέρια του Χάινκες τις διαστάσεις επικού come back. Ένα χρόνο μετά η Μπάγερν ήταν πρώτη παντού. Με επιβολή συντριπτική εντός και εκτός συνόρων. Δεν ήταν 11 κόκκινες φανέλες που έπαιζαν το ίδιο με τους απέναντι. Αλλά τα γρανάζια μιας «αιμοβόρας» ποδοσφαιρικής μηχανής, με τη συγχρονιστική χάρη ενός μπαλέτου.
Ο συντονισμός σε πρέσινγκ και passing game, η ένταση και η ενέργεια ήταν εξαντλητικής διάρκειας για τον αντίπαλο. Στον τελικό του «Γουέμπλεϊ» η σπουδαία Ντόρτμουντ (των Λεβαντόφσκι, Ρόις, Γκουντογάν και Χούμελς) είχε κάνει εντυπωσιακό πρώτο 25λεπτο, δείχνοντας ικανή να πληγώσει το «θηρίο». Προϊόντος του χρόνου όμως κατέστη αδύνατο να σταθεί ίση προς ίση στο τερέν. Το τελευταίο 20λεπτο συνόψιζε την αίσθηση ότι ο Χάινκες το είχε τερματίσει. Ο συνδυασμός επιπέδου και συνέπειας δεν είχε εμφανιστεί ποτέ ξανά σε αυτόν τον ολοκληρωτικό βαθμό.
«Αν νικήσουμε δεν σημαίνει ότι θα είμαστε η καλύτερη ομάδα του κόσμου, αλλά ότι θα έχουμε νικήσει την καλύτερη ομάδα του κόσμου», είχε πει ο Γιούργκεν Κλοπ την παραμονή του τελικού. Είχε φτάσει πολύ κοντά. Παράλληλα όμως και τόσο μακριά.
Για να φτάσει έως το Λονδίνο εκείνη η Μπάγερν είχε πετάξει με συνολικό σκορ 7-0 εκτός τελικού την Μπαρτσελόνα. Την Μπάρτσα των 100 βαθμών στη La Liga (ρεκόρ έως και σήμερα) με το +15 από τη Ρεάλ του Μουρίνιο στο φινάλε της σεζόν. Είχε προηγηθεί ο περίπατος των προημιτελικών κόντρα σε κοτζάμ Γιουβέντους, που επίσης δεν έβαλε γκολ (2-0 στο Μόναχο, 2-0 στο Τορίνο).
Το επίπεδο αυτοματισμών στην επίθεση ήταν τέτοιο που η διαδικασία του γκολ εξελισσόταν μηχανικά. Με οποιοδήποτε τρόπο, από οποιονδήποτε χαφ ή φορ. Κανείς δεν έβαλε εκείνη τη χρονιά στην Μπουντεσλίγκα πάνω από 15 γκολ. Τόσα είχε ο Μάντζουκιτς, 13 ο Μίλερ, 11 ο Γκόμεζ, 10 ο Ριμπερί, 7 ο Σβαϊνστάιγκερ, από 6 οι Κρόος και Πισάρο, 5 ο (τραυματίας) σε όλο τον α’ γύρο Ρόμπεν. Στα 4 σταμάτησαν Λουίς Γκουστάβο και Σακίρι. Όλοι μαζί 98!
Εκείνη η Μπάγερν ηττήθηκε μόνο από τη Λεβερκούζεν (κατά λάθος) στα τέλη Οκτώβρη και θα τελείωνε το πρωτάθλημα με 17 σερί νίκες αν δεν παραχωρούσε 1-1 στην Ντόρτμουντ στις αρχές Μαΐου.
Ήταν ήδη πρωταθλήτρια από τις 6 Απριλίου, ενώ εκτός από το ρεκόρ της πρόωρης στέψης, έσπασε μεταξύ άλλων αυτά των περισσότερων βαθμών (91), της μεγαλύτερης διαφοράς από τον δεύτερο (25 β.), της καλύτερης διαφοράς τερμάτων (98-18) και των περισσότερων διαδοχικών νικών (14).
Ιστορικό έχει μείνει το 9-2 απέναντι στο Αμβούργο, στο οποίο μακράν καλύτερος παίκτης των φιλοξενούμενων ήταν ο γκολκίπερ Αντλερ!
Το πρώτο τρεμπλ στην ιστορία του γερμανικού ποδοσφαίρου ολοκληρώθηκε στον τελικό κυπέλλου με τη Στουτγάρδη. Ακόμα και ο Φραντς Μπεκενμπάουερ αναγκάστηκε να αποδεχτεί το προφανές, εις βάρος της «δικής» του μεγάλης Μπάγερν τη δεκαετία του ’70.
«Αυτή είναι η καλύτερη Μπάγερν όλων των εποχών». Ok. Κάιζερ, με το… συμπάθειο, αλλά δεν μας είπες κάτι. Εδώ μιλάμε για την κορυφαία του είδους!
Η επιστροφή του Χάινκες έχει προκαλέσει ποικίλα σχόλια. Για τους οπαδούς της Μπάγερν ασφαλώς συνιστά την καλύτερη (προσωρινή) λύση που θα μπορούσαν να φανταστούν. Για πολλούς από τους υπόλοιπους όμως η προσωπική επιλογή του φαντάζει τουλάχιστον τζόγος, δεδομένου ότι είχε αποσυρθεί σε προχωρημένη ηλικία και με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Η υστεροφημία του θα τεθεί ξανά υπό κρίση.
«Έχω ένα πρόβλημα με τη μονιμότητα της φράσης “ποτέ”. Μπορώ να σας διαβεβαιώσω όμως ότι δεν θα επιστρέψω στο ποδόσφαιρο», είχε δηλώσει ο ίδιος, λίγο προτού παραδώσει τη σκυτάλη στον Πεπ Γκουαρδιόλα.
Φαίνεται ότι αυτό, το «πρόβλημα» του, υπερίσχυσε της ανάγκης για ξέγνοιαστα… γεράματα. Και η αναζήτηση μιας νέας πρόκλησης του ρίσκου να χαρακτηριστεί στο τέλος της σεζόν «ξαναζεσταμένο φαγητό». Αλλά όπως είχε πει και ο Ρόμπερτ Κένεντι «μόνο αυτοί που τολμούν να αποτύχουν παταγωδώς, μπορούν και να επιτύχουν μεγαλειωδώς»…