Πολλοί κάνουν το λάθος να συνδέουν άμεσα την καραφλοχαίτη με το στυλ. Θεωρώντας ότι η συνύπαρξη μπόλικου τριχωτού στο πίσω μέρος της κεφαλής με ένα ευρύ, καθαρό και απαλλαγμένο από τρίχες μέτωπο είναι θέμα λουκ. Πρόκειται για μια ελαφρά και, επιτρέψτε μου, αφελή προσέγγιση που υποβιβάζει ένα παρουσιαστικό που μαρτυρά στάση ζωής, σε περιστασιακό καπρίτσιο ενός υποχείριου της μόδας.
Όμως ο καραφλοχαιτέος δεν είναι κάποιος που άγεται και φέρεται από τις επιταγές του συρμού. Πάνω από όλα αποτελεί ένα φάρο σταθερότητας, με τον συνδυασμό καράφλα-λασπωτήρα να κατέχει θέση σημείου αναφοράς και να είναι ένα σήμα κατατεθέν που μαρτυρά αρχοντιά, συνέπεια, υπευθυνότητα. Μπορεί να θυμίζει μικρή αγγελία γραφείου συνοικεσίων, αλλά πρόκειται για κάτι σημαντικά μεγαλύτερο.
Ο καραφλοχαιτέος (συναντάται και ως καραφλοχαίτης ή καραφλοχαιτούλης ή καραφλοχίπις ή καραφλομαλλιάς) οδηγεί, δεν οδηγείται. Όπου φυσάει ο άνεμος πηγαίνει το μαλλί του, όχι ο ίδιος. Διαθέτει σιδερένια θέληση και προσωπικότητα που δεν λυγίζει ούτε υπό το βάρος της ίδιας της χαίτης. Πόσω μάλλον από τα κακεντρεχή και κακόβουλα σχόλια όσων αδυνατούν να αντιληφθούν το μεγαλείο του. Οι ρίζες (αυτές που υπάρχουν ακόμα και μπορούν να βαφτούν αν χρειαστεί) χάνονται βαθιά πίσω στο χρόνο και σχετίζονται άμεσα με την κληρονομιά που άφησε πίσω του ο Επίκτητος. Ο καραφλοχαιτέος είναι το ζωντανό παράδειγμα και η επιτομή του έργου του μεγάλου φιλοσόφου, που συνοψίζεται σε μία και μόνη φράση. «Θεέ μου δώσε μου τη δύναμη να αλλάξω αυτά που μπορώ, την υπομονή να αντέξω αυτά που δεν μπορώ, και την σοφία για να γνωρίζω την διαφορά μεταξύ τους».
Αυτό ακριβώς που κάνουν δηλαδή και οι ήρωές μας. Αλλάζουν αυτά που μπορούν (αφήνοντας χαίτη), αντέχουν αυτά που δεν μπορούν (διατηρώντας την πλούσια καράφλα) και γνωρίζουν πολύ καλά τη διαφορά ανάμεσά τους. Ειδικά στο χώρο του ποδοσφαίρου τέτοια πράγματα και τέτοιου είδους αυτογνωσία είναι που πολλές φορές αποτελεί τη λεπτή γραμμή (περίπου όσο μια τρίχα) που χωρίζει την επιτυχία από την αποτυχία. Γι’ αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι μερικές από τις πιο λαμπρές σελίδες στην ιστορία του αθλήματος γράφτηκαν από τέτοιους ανθρώπους. Από φωτεινά (λόγω αντανάκλασης του φωτός) παραδείγματα καραφλοχαιτέων που άνοιξαν το δρόμο στον κάθε Λάζαρο Χριστοδουλόπουλο να μπορεί να λέει ανερυθρίαστα «σας γ@μησ@ μ’ αυτό το μαλλί» και οι στυλιστικές του επιλογές να θεωρούνται πια αποδεκτές και να μην προκαλούν το κοινό αίσθημα.
Ευγένιος Πηνιώτης
Ότι είναι ο Φρόιντ για την Ψυχανάλυση, είναι και ο Πηνιώτης για την περήφανη καραφλοχαίτη. Ο μπαμπάς της δηλαδή. Σίγουρα κάπου στο αχανές σύμπαν υπάρχει ζωή και ο πρώην τερματοφύλακας του Απόλλωνα Καλαμαριάς (που τώρα τον λέμε Πόντου) τιμάται και λατρεύεται ως Θεός. Αν και είναι άγνωστο το πώς και το πότε μυήθηκε στον καραφλοχαιτισμό, τον υπηρέτησε όσο ελάχιστοι. Καθόλου τυχαία, την εποχή που έπαιζε μπάλα τα γήπεδα ήταν μονίμως γεμάτα.
Προφανώς κάποιο ρόλο θα έπαιζαν και πράγματα όπως η ποιότητα του θεάματος και το σασπένς για το ποιος θα πάρει το πρωτάθλημα, αλλά σε καμία περίπτωση δεν ήταν και η βασική αιτία. Αν θέλουμε να ψάξουμε το θέμα λίγο καλύτερα, θα αντιληφθούμε ότι αυτό που λείπει δεν είναι οι παιχταράδες, αλλά οι καραφλοχαιτάδες. Εμπρός, λοιπόν, στο δρόμο που άνοιξε το είδωλο.
Φάνης Γκέκας
Η ζωντανή ιστορία της καραφλαχαιτοσύνης. Άξιος συνεχιστής της κληρονομιάς που άφησαν οι δεκαετίες του ’80 και του ’90, έκλεισε τα αυτιά του σε όσους για χρόνια υποστήριζαν ότι η θέση του ήταν πίσω από το τιμόνι ενός Opel Manta, παρά στην κορυφή της επίθεσης. Τα 229 γκολ που σημείωσε αγωνιζόμενος σε Ελλάδα (1ος σκόρερ το 2005), Γερμανία (κορυφαίος παστελωτής το 2007), Αγγλία, Τουρκία, Ισπανία, Ελβετία είναι οι μεγαλύτεροι μάρτυρες πως μια προσεγμένη καραφλοσκεπή (σε συνδυασμό με την έφεση στο γκολ) σε πάνε παντού. Σαν να έχεις το δικό σου, ενσωματωμένο στο κεφάλι σου, μαγικό χαλί.
Άσε που η χαίτη του λειτούργησε ως συνδετικός κρίκος, ως γέφυρα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, την περίοδο που αγωνίστηκε εκεί. Μια χαίτη που δυστυχώς έμεινε ανεκμετάλλευτη από το υπουργείο Εξωτερικών…
Ναούμ Τάκος
Δεν είχε εντρυφήσει στον βαθύ καραφλοχαιτισμό όταν τραβήχτηκε η συγκεκριμένη φωτογραφία. Με μαλλί που χαρακτηρίζεται περισσότερο «όμπρε», καλύπτει την απόσταση που τον χωρίζει από τον αρχετυπικό καραφλομαλλιά με τη δική του προσωπική πινελιά. Το μουστάκι λειτουργεί ως αντιστάθμισμα και βοηθά για να επέλθει η εξισορρόπηση που φλερτάρει με την τελειότητα. Λιγότερο γνωστός από τους προηγούμενους, ο Ναούμ Τάκος παραλίγο να γίνει η αιτία να χάσει η ΑΕΚ το πρωτάθλημα του 1993. Η… αεριωθούμενη παράσταση του τερματοφύλακα του Εδεσσαϊκού σ’ εκείνο το ματς αποτελεί μνημείο και απόδειξη της θετικής επίδρασης που έχει για τον άνθρωπο η σωστή επιλογή κόμμωσης. Παρακολούθησε τι έβγαζε ο άνθρωπος και προβληματίσου…
Μετά από σωρεία επεμβάσεων, θα νικηθεί τελικά από τον Βασιλομπίλαρο Δημητριάδη και η Ένωση θα πάρει τον τίτλο. Τώρα, πια, με την ανετίλα που προσφέρει ο χρόνος, πολλοί ορκισμένοι ΑΕΚτζήδες θα έδιναν πίσω την κούπα για να δουν ξανά έναν παίκτη σαν τον Ναούμ Τάκο στα γήπεδα.
Χουάν Ραμόν Ρότσα
Στην Ελλάδα τον γνωρίσαμε ως Γιάννη Μπουμπλή από το Αιγάλεω. Τον φώναζαν και Ινδιάνο. Περίεργο πράγμα γιατί στις δυτικές συνοικίες δεν συναντάς πολλούς τέτοιους. Αποδείχτηκε πως ακριβώς το ίδιο συμβαίνει και με ανάλογα ταλέντα στα γήπεδα. Έλληνας ή Αργεντινός, Ρότσα ή Μπουμπλής, καμία άλλη καραφλοχαίτη δεν κατείχε περισσότερο το τόπι από όσο αυτός. Κι αφού τα χρόνια πέρασαν, το πάθος της χαίτης που ανέμιζε άφησε περισσότερο χώρο στη φαλάκρα και την ωριμότητα. Γεγονός που εκφράστηκε με κάτι απίθανο κι απίστευτο για τα ελληνικά δεδομένα. Γατάκια, ημιτελικός Champions League ως προπονητής του Παναθηναϊκού. Με διπλό μέσα στο Άμστερνταμ. Ξέρετε εσείς κανέναν τεχνικό με χωρίστρα που να έχει πετύχει κάτι ανάλογο;
Χρήστος Δημόπουλος
Τον φώναζαν «Φονιά», αλλά δεν ήταν τα εγκλήματα κατά του στυλ που του χάρισαν αυτό το βαρύγδουπο προσωνύμιο. Ο Χρήστος Δημόπουλος «σκότωνε» μέσα στα γήπεδα, τελειώνοντας τη μία ευκαιρία πίσω από την άλλη. Μάτωσε τα δίχτυα περισσότερο κι από όσο μάτωσε η καρδιά του όταν είδε τα μαλλιά του να τον εγκαταλείπουν. Το ένστικτο του σκόρερ, όμως, δεν τον εγκατέλειψε ποτέ. Ίσα-ίσα, όταν απελευθερώθηκε από το περιττό βάρος, πέταγε. Κορυφαία στιγμή της καριέρας του το περίφημο γκολ κόντρα στη Γιουβέντους με τη φανέλα του Παναθηναϊκού μέσα στο Τορίνο. Εκείνο με το καλάμι. Θα ήταν καλύτερο μόνο αν το έβαζε με τη χαίτη.