Βλέποντας τον κόσμο από τα 1,75μ, ο Ελάισα Σκοτ δύσκολα θα έκανε καριέρα ως τερματοφύλακας στο σύγχρονο ποδόσφαιρο, όπου το αρχέτυπο του τέλειου γκολκίπερ είναι κάτι μεταξύ Νόιερ και Μπουφόν. Επιχειρώντας όμως μια βουτιά πίσω στο χρόνο διαπιστώνεις πως στις αρχές του περασμένου αιώνα, όταν το άθλημα έψαχνε τους πρώτους ήρωές του, αυτός ο Βορειοϊρλανδός βοήθησε όσο λίγοι στο να γίνει η Λίβερπουλ το μυθικό κλαμπ που είναι σήμερα.
Όπως συμβαίνει συχνά σε τέτοιες περιπτώσεις, οι συγκυρίες έπαιξαν το δικό τους παιχνίδι προκειμένου να βρει το «Kop» τον πρώτο πραγματικό θρύλο του. Αν και υπήρξε το απόλυτο σημείο αναφοράς στα ντέρμπι του Μέρσεϊσαϊντ, πολύ εύκολα η ιστορία θα μπορούσε να είχε γραφτεί διαφορετικά αν πίσω στο 1912 δεν τον είχε απορρίψει η Έβερτον, στην οποία ήδη αγωνιζόταν ο μεγαλύτερος αδελφός του, ο Μπίλι!
Εντυπωσιακός από την πρώτη στιγμή
Η πρώτη από τις 468 (κατά άλλες πηγές 467) συμμετοχές του με την κόκκινη φανέλα ήρθε την πρωτοχρονιά του 1913 κόντρα στη Νιούκαστλ. Κράτησε την εστία του ανέπαφη, κάτι που επανέλαβε σε άλλα 136 ματς και προκάλεσε τέτοια εντύπωση που μετά τον αγώνα οι «magpies» πρόσφεραν 1.000 λίρες για να τον κάνουν δικό τους. Όντας αναπληρωματικός, ο Ελάισα πίεσε για την πραγματοποίηση της μεταγραφής προκειμένου να βρει περισσότερο αγωνιστικό χρόνο. Όμως ο μάνατζερ των «reds», Τομ Γουότσον, τον διαβεβαίωσε πως το μέλλον του βρισκόταν στο Άνφιλντ. Μάλλον ούτε ο ίδιος θα περίμενε βέβαια πως ο σκληροτράχηλος κι αθυρόστομος γκολκίπερ θα υπερασπιζόταν την εστία της ομάδας μέχρι το 1934 και στο αντίο του μετά από 22 χρόνια το «Kop» θα τον αποχαιρετούσε με δάκρυα στα μάτια. Ο πρώτος πραγματικά μεγάλος ενός κλαμπ που δημιουργήθηκε για να γεννάει τέτοιους.
Ο θρύλος είχε τη δική του ιστορία
Σύμφωνα με τον αστικό μύθο, ο Σκοτ ξεκίνησε να αγωνίζεται ως επιθετικός στο Μπέλφαστ. Ήταν μόλις 14 ετών όταν εξέφρασε τα παράπονά του για τον τερματοφύλακα της ομάδας, λέγοντας χαρακτηριστικά πως ακόμη και η γιαγιά του θα μπορούσε να παίξει καλύτερα. Ο προπονητής των πιτσιρικάδων θέλησε να του δώσει ένα μάθημα, οπότε στο επόμενο ματς όταν ανακοίνωσε την 11άδα, ξεκίνησε λέγοντας «νούμερο 1 η γιαγιά του Ελάισα Σκοτ»! Πίστευε πως έτσι ο φαφλατάς πιτσιρίκος θα καταλάβαινε πως δεν ήταν σε θέση να σχολιάζει με άσχημο τρόπο τους άλλους. Μετά τη λήξη του αγώνα αντιλήφθηκε πως τελικά αυτή ακριβώς ήταν η θέση του. Όχι, φυσικά, το… κράξιμο, αλλά κάτω από τα δοκάρια.
Η απόλυτη κόντρα του Μέρσεϊσαϊντ
Σήμερα ο ποδοσφαιρικός πλανήτης κινείται γύρω από το δίπολο Μέσι-Κριστιάνο και την αντιπαλότητά τους. Πίσω στις δεκαετίες του 1910 και του 1920, χωρίς ατζέντηδες, μάνατζερς, social media, followers, διαφημίσεις, το κέντρο του ποδοσφαιρικού σύμπαντος ήταν η Αγγλία. Και η απόλυτη κόντρα, εκείνη του Μέρσεϊσαϊντ, οφείλει σε μεγάλο βαθμό τις διαστάσεις της στο προσωπικό στοίχημα μεταξύ δύο αντρών. Από τη μία ο Ελάισα Σκοτ, φύλακας-άγγελος της Λίβερπουλ και από την άλλη ο θρυλικός Ντίξι Ντιν. Ο σέντερ φορ της Έβερτον με τα 377 γκολ σε 431 ματς. Εκείνος για τον οποίο ο Μπιλ Σάνκλι είχε πει ότι «η εκτελεστική δεινότητά του είναι το καλύτερο πράγμα που υπάρχει κάτω από τον ήλιο»…
Οι δυο τους προσπαθούσαν να μπουν ο ένας στο μυαλό του άλλου και να το χαλάσουν παραμονές του ντέρμπι που περίμενε όλη η πόλη. Ο Σκοτ καταφεύγοντας στο trash talking και ο Ντιν με αρκετά πιο ευφάνταστο τρόπο. Από ένα σημείο και μετά, ο τερματοφύλακας της Λίβερπουλ ήξερε πως πριν από ένα τέτοιο παιχνίδι θα λάμβανε ένα δεματάκι με αποστολέα τον μεγάλο αντίπαλό του. Μέσα θα έβρισκε ένα κουτί ασπιρίνες κι ένα σημείωμα. «Θα σου χρειαστούν γιατί δεν θα μπορείς να κοιμηθείς από τον πονοκέφαλο που θα έχεις μετά το ματς. Με αγάπη, Ντίξι»!
Λιγότερο αθλητές και περισσότερο εραστές του αθλήματος, εκείνη την εποχή οι ποδοσφαιριστές δεν είχαν πρόβλημα να θεαθούν με ένα τσιγάρο στο στόμα ή ένα ποτήρι κρασί στο χέρι. Ήταν κομμάτι του λαού και της κουλτούρας του. Οι ήρωες της διπλανής πόρτας που μπορούσαν να ζουν φυσιολογικά και δεν χρειάζονταν κανέναν image maker να επιμεληθεί την εικόνα τους. Ακόμη περισσότερο, αυτοί οι δύο, μπορούσαν μετά από 90 λεπτά ανηλεούς μάχης, το βράδυ να δώσουν ένα ραντεβού σε κάποια παμπ και πίνοντας μπύρα (μπίτερ ο Ντιν, μαύρη Γκίνες ο Σκοτ) να συζητήσουν.
Ένας… ωραίος τρελός
Ο Σκοτ είχε τη φήμη του… παλαβού. Επειδή το ύψος του δεν τον βοηθούσε, ήταν η μαχητικότητα, η ευκινησία και κυρίως το πάθος τα συστατικά που τον έκαναν αυτό που έγινε. Μπορούσε να βουτήξει οπουδήποτε προκειμένου να μην δεχθεί γκολ. Κι όταν λέμε οπουδήποτε, το εννοούμε. Ο θρύλος λέει πως πριν από παιχνίδι εθνικών ομάδων οι δυο τους συναντήθηκαν τυχαία στην Bold Street. Ο Ντιν έκανε μια κίνηση σαν να πιάνει κεφαλιά και να στέλνει την μπάλα προς το μέρος του Σκοτ. Κι αυτός ο τρελός βούτηξε στη μέση του δρόμου για να αποκρούσει τη… φανταστική προσπάθεια του φορ της Έβερτον! Κάποιοι έβαλαν ακόμη περισσότερη σάλτσα στην ιστορία, προσθέτοντας ότι πέρασε μέσα από μια τζαμαρία ενός καταστήματος, αλλά έτσι είναι οι θρύλοι όταν μεταφέρονται από στόμα σε στόμα.
Αγγίζουν ή και ξεπερνούν την υπερβολή για να πλησιάσουν το μέγεθος ανθρώπων όπως ο Ελάισα Σκοτ. Ανθρώπων που αντιπροσωπεύουν μια μακρινή και από πολλούς ξεχασμένη εποχή, στην οποία όμως το ποδόσφαιρο οφείλει σε μεγάλο βαθμό τη λαϊκότητα που το έχει μετατρέψει στη βιομηχανία ονείρων και χρήματος που είναι σήμερα. Μπορεί εκείνοι οι ήρωες να μην κέρδισαν ποτέ τα τωρινά μυθικά συμβόλαια, αλλά ο δικός τους μύθος θα ζει για πάντα.