Όταν προκύπτει κάτι καλό από ‘κει που δεν το περιμένεις, το ευχαριστιέσαι περισσότερο.
Όπως και να το κάνουμε, η απόλαυση πολλαπλασιάζεται όταν προέρχεται από κάτι που το είχες ξεγραμμένο.
Είτε αυτό είναι ένα 50ευρω ξεχασμένο στην τσέπη του μπουφάν σου, είτε ένα προφιτερόλ που νόμιζες ότι έχει τελειώσει, αλλά διαπίστωσες ένα γερό τελευταίο κομμάτι στο ψυγείο.
Κάτι αντίστοιχο λοιπόν με το… προφιτερόλ ισχύει και με την μπάλα. Ή μάλλον με την μπάλα στην Ελλάδα
Στο απόλυτο βασίλειο των γρήγορων συμπερασμάτων.
Στη χώρα που ο ήρωας και το «τι τους κάνεις, παιχταρά μου» απέχουν δευτερόλεπτα από τον μούσκαρο και το «πάρε αγόρι μου μια αγκαλιά ξύλα και κάψε το πτώμα σου σε μια γωνία».
Ακόμα και σ’ αυτή τη χώρα λοιπόν βρέθηκαν κάποιοι «καταδικασμένοι» που πήραν το αίμα τους πίσω. Κάποιοι που έμοιαζαν αρχικά με «σαπάκια» και αποδείχθηκαν εντέλει «λαβράκια».
Μεταγραφές που δεν γέμιζαν στην αρχή το μάτι, αλλά έβγαλαν έπειτα μάτια. Και παίκτες που κρίθηκαν βιαστικά ως «παλτά» και όταν ήρθε η ώρα του απολογισμού μας έβγαλαν όλους μαλάκες.
Όπως οι εξής:
-Χουάν Χοσέ Μπορέλι. Το πιο κλασικό παράδειγμα όλων. Ερχόμενος στην Ελλάδα το 1991, χρειάστηκε δυο ολόκληρα χρόνια να «ξεμπουκώσει». Σε αυτό το διάστημα άκουσε διάφορα -με πιο ευγενικό απ’ όλα την απορία αν όντως είναι Αργεντινός. Φαίνεται όμως ότι τα μάζευε. Και τα έτριψε δίκαια στη μούρη των επικριτών του, πρωταγωνιστώντας στην κατάκτηση δυο πρωταθλημάτων, ενός Κυπέλλου και μιας μεγάλης ευρωπαϊκής πορείας. Εξίσου λατρεμένο με τα γκολ του το ξέσπασμα εναντίον της διαιτησίας μετά το ντέρμπι του Παπουτσέλη.
-Μάρκους Μινχ. Ο μύθος λέει πως όταν έφτασε στη χώρα μας οι δημοσιογράφοι πέρασαν τον μάνατζέρ του για τον Γερμανό μπακ και τον Γερμανό μπακ για τον μάνατζέρ του. Τόση ήταν η αθλητικότητά του. Κι όμως. Αυτό το σουλούπι που κατακρίθηκε άγρια τους πρώτους μήνες κατέληξε να οργώνει την αριστερή πλευρά (μετά την πώληση Φύσσα στην Μπενφίκα). Αυτή η αντι-τουριστική φυσιογνωμία παρήγαγε (ειρωνικά θαρρείς) από τις γλυκύτερες σέντρες που έχουν γίνει ποτέ στην Ελλάδα. Και έφυγε τελικά απ’ αυτήν έχοντας πανηγυρίσει ένα πρωτάθλημα κι έχοντας γίνει σύνθημα στα χείλη των οπαδών.
-Τιμούρ Κετσπάγια. Πριν καταφέρει -ως προπονητής- να κάνει μπάχαλο την ΑΕΚ, ο Γεωργιανός είχε καταφέρει -ως παίκτης- ένα μεγάλο ποδοσφαιρικό come back. Έχοντας δείξει λίγα πράγματα στα φιλικά του 1994, στο πρώτο του επίσημο παιχνίδι με τη Ρέιντζερς σπάει το χέρι του. Η αμφιβολία που ούτως ή άλλως υπήρχε για την αξία του φτιάχνει ένα ξινό κοκτέιλ γκρίνιας στην εξέδρα. Τόσο πολύ, ώστε να ψιθυρίζεται ανοιχτά η υποψία μήπως ήταν ο… Μητσικώστας. Όχι… Ήταν ο Τιμούρ Κετσπάγια και αποτέλεσε εκ των βασικών λόγων του διαστημικού ποδοσφαίρου που έπαιζε η ΑΕΚ στα μέσα της δεκαετίας του ’90.
-Ζόραν Σλίσκοβιτς. Μια ακόμα περίπτωση που η εμφάνιση δεν βοήθησε στην… καλλιέργεια πρόσφορου εδάφους για να δείξει την αξία του. Η περίφημη άσπρη τούφα στα μαλλιά και η αναπόφευκτη προσκόλληση του παρατσουκλιού «Παναγιωταρέα» έδωσε λαβή για σχόλια σε φίλους και αντιπάλους. Μέχρι που ο Μαυροβούνιος έκοψε… μαχαίρι τα αστειάκια: Σκοράροντας καθοριστικά γκολ στις κατακτήσεις πρωταθλήματος του ’92 και του ’93 και μπαίνοντας δικαίως στις καρδιές των φίλων της ΑΕΚ.
-Γκουστάβο Μαντούκα. Άλλος ένας μαγνήτης μουρμούρας. Άλλος ένας υποτιμημένος. Με το περίεργο… ξεχαρβαλωμένο στιλ του να μην τον βοηθάει να δείξει την υψηλή τεχνική του, ο Βραζιλιάνος αμφισβητήθηκε (κι εκείνος) ότι είναι Βραζιλιάνος. Μέχρι και ένα ντέρμπι με τον Παναθηναϊκό όπου δεν έκανε κάτι σπουδαίο, αλλά σκόραρε ένα πέναλτι με χαρακτηριστική… μαγκιά απέναντι στον τεράστιο Εμπέντε. Έκτοτε άρχισε να καλύπτει το χαμένο έδαφος. Να γίνεται όλο και πιο πολύτιμος κάθε σεζόν για την ΑΕΚ. Και να δείχνει έπειτα την αξία του στη μεγάλη πορεία του ΑΠΟΕΛ στο Champions League.
-Σίνισα Γκόγκιτς. Ακούγοντας την γκρίνια των φίλων του Ολυμπιακού στο πρώτο διάστημα του ερχομού του, θα πίστευε ότι η γκρίνια συζύγου σε κρεβατομουρμούρα ήταν μια υπέροχη… μουσική. Και τι δεν τους έφταιγε: Ότι ήταν μεγάλος (στα 34). Ότι ερχόταν από κατώτερη ομάδα και πρωτάθλημα (Ανόρθωση της Κύπρου). Μέχρι και για την ομορφιά του (ή τελοσπάντων την έλλειψή της) λοιδορήθηκε. Βέβαια τρία χρόνια αργότερα αυτά δεν τα θυμόταν κανένας. Γιατί ενδιάμεσα -και με απαρχή τα υπέροχα γκολ του στο Champions League- ο «Γκόγκα» είχε λατρευτεί από τους Ολυμπιακούς και είχε αναγνωριστεί από όλους τους υπολοίπους.
-Παρ Ζέτερμπεργκ. Ήρθε το καλοκαίρι του 2000 ως ένας ήδη καταξιωμένος παίκτης. Βέβαια τέτοιες λεπτομέρειες δεν πτοούν την εγχώρια ανάγκη ισοπέδωσης και γρήγορα ο Σουηδός φλέρταρε με την αμφισβήτηση. Με ανάστημα που κυριολεκτικά δεν σου γέμιζε το ματς και χωρίς ιδιαίτερη επαφή με δίχτυα, προκαλούσε βαθυστόχαστα ερωτήματα του τύπου «τι σκατά δεκάρι είναι αυτό που δεν μπορεί να βάζει και γκολ»; Απέδειξε τι… σκατά δεκάρι ήταν με εξαιρετικές εμφανίσεις μετά την πρώτη του σεζόν και όντας ο κινητήριος μοχλός της ομάδας που κατέκτησε τρία πρωταθλήματα επί των ημερών του.
-Νταβίντ Φουστέρ. Τα πρωτοσέλιδα όταν ήρθε δεν του αφιέρωσαν διθυράμβους. Με το βάρος να πέφτει στη μεταγραφή του Ουρτάδο, κάποια δεν πέτυχαν ούτε το όνομά του (αναφέροντάς τον ως Φούστερ). Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, τα μαγικά που… δεν έκανε στα πρώτα του ματς έφεραν γρήγορα την υποψία «παλτού». Σταδιακά όμως ο Ισπανός άρχισε να προσαρμόζεται. Να γίνεται ολοένα και πιο σημαντικός για τον Ολυμπιακό. Να συνδυάζει ήθος με ποδοσφαιρική ποιότητα. Και εντέλει όχι απλώς να αποτινάσσει τη ρετσινιά «μίζα του Βαλβέρδε», αλλά να αποχωρεί ως ένας από τους ξένους που τίμησαν σαν Πειραιώτες την ερυθρόλευκη φανέλα..