5 «παπατζήδες» προπονητές που κανείς δεν κατάλαβε πώς έκαναν καριέρα

Κάποιοι εξακολουθούν να «αρμέγουν» ανυποψίαστα (;) θύματα, άλλος αναζητά το επόμενο... κορόιδο και κάποιος συμβιβάστηκε με τη μοίρα του

Έβγαλαν και εξακολουθούν να βγάζουν τόσα χρήματα όσα δεν θα δει σε 13 ζωές ο μέσος άνθρωπος. Γιατί; Γιατί μπόρεσαν και μπορούν!

Από προπονητική δεν σκαμπάζουν, αλλά διαπρέπουν στον τομέα της αυτοπροβολής, πείθοντας πρώτα εαυτούς και κατόπιν αλλήλους ότι είναι κάτι πολύ παραπάνω απ’ αυτό που πραγματικά είναι. Αναμφίβολα εξαιρετικό εφόδιο, ίσως το σημαντικότερο, στο… μονοπάτι που ονομάζεται ζωή.

Κι έτσι, αμπελοφιλοσοφώντας, θα περάσουμε στις ιστορίες πέντε τύπων, που παίζοντας το φιλοσοφημένοι και καταρτισμένοι, έκαναν ή εξακολουθούν να κάνουν το κομμάτι τους, σε μια δουλειά στην οποία θα απέδιδαν καλύτερα μάλλον (πραγματικοί)… μαθητευόμενοι μάγοι.

5. Φρανκ Ράικαρντ

Παικταράς από τους λίγους. Μια ομάδα με 10 Ράικαρντ στο γήπεδο θα σάρωνε, αφού άπαντες θα έκοβαν και θα έραβαν. Εκτός κι αν είχε προπονητή τον ίδιο…

Η εμμονή της Μπαρτσελόνα σε Ολλανδούς τεχνικούς ηγέτες (όλως τυχαίως σταμάτησε πάντως στον Ράικαρντ) τον έφερε με κάποιο τρόπο στο «Καμπ Νόου» το καλοκαίρι του 2003. Δεν υπήρξε ενδιάμεσος σταθμός, από την Σπάρτα Ρότερνταμ, η οποία υποβιβάστηκε υπό την ηγεσία του για πρώτη φορά στην ιστορία της (2002), ο Φράνκι άνοιξε τα φτερά του για Βαρκελώνη!

Η μοναδική προηγούμενη δουλειά του ήταν η Εθνική Ολλανδίας, θέση που πήρε αφότου θήτευσε στο πλευρό του Γκους Χίντινκ. Ως γηπεδούχοι το 2000 οι «οράνιε» είχαν αποκλειστικό στόχο την κατάκτηση του Euro. Έσπασαν τα μούτρα τους όμως στα ημιτελικά πάνω στην Ιταλία, μολονότι έπαιξαν από το 34’ με παίκτη παραπάνω.

Σε εκείνο το ματς οι Ολλανδοί σκόραραν στο ένα από τα έξι πέναλτι που εκτέλεσαν, χάνοντας δύο στην κανονική διάρκεια του ματς και άλλα τρία στη «ρώσικη ρουλέτα»!

«Franky my dear Ι don’t give a… goal», του διεμήνυσε εκείνη την ημέρα ο Φραντσέσκο Τόλντο.

Ο Ράικαρντ ήταν προσωπική επιλογή του νεοκλεγέντα προέδρου Τζοάν Λαπόρτα και το μεταγραφικό «δώρο» του σε αυτόν ήταν ο Ροναλντίνιο. Η θητεία του δεν ξεκίνησε καθόλου καλά. Ύστερα από 20 αγωνιστικές το ρεκόρ του ήταν 7-7-6 και πριν από την επίσκεψη στη Σεβίλλη για την 21η του είχε δοθεί από τη διοίκηση τελεσίγραφο: ή νικάς, ή συνεχίζεις να… φουμάρεις άνεργος.

Η Μπάρτσα νίκησε με 1-0 και έκτοτε ακολούθησε ένα «τρελό» σερί (12-2-0) που την έφερε στη δεύτερη θέση, πίσω μόνο από την πρωταθλήτρια Βαλένθια.

Η ιστορία είναι από εκεί και πέρα λίγο, πολύ γνωστή. Η Μπαρτσελόνα πήρε τα δύο επόμενα πρωταθλήματα, καθώς και το δεύτερο Τσάμπιονς Λιγκ της ιστορίας της (2006), εγκαινιάζοντας τη χρυσή εποχή του συλλόγου. Ας όψεται βέβαια ο Χένρικ Λάρσον, που με δύο ασίστ ξελάσπωσε τους «μπλαουγκράνα» στο Παρίσι, απέναντι σε μια Αρσεναλ, που με παίκτη λιγότερο είχε καταφέρει να προηγηθεί και να χάσει δύο κλασικές ευκαιρίες για το 2-0.

Ας όψεται και ο Μάρκους Μερκ, που ποτέ δεν μάθαμε γιατί ακύρωσε το γκολ του Αντρέι Σεβτσένκο στον επαναληπτικό ημιτελικό της Βαρκελώνης (0-0), μετά το 0-1 του Μιλάνου.

Ασφαλώς ο Ράικαρντ πιστώνεται μέρος αυτών των επιτυχιών, αλλά με Ροναλντίνιο, Ετό, Τσάβι, Ντέκο, Ινιέστα και Πουγιόλ, ποιος δεν θα «έβλεπε» κορυφή και σε ευρωπαϊκό επίπεδο;

Με όλους αυτούς πάντως και τον Μέσι στην «εξίσωση», η Μπάρτσα δεν βλεπόταν την επόμενη διετία. Υπό την ανοχή του Ράικαρντ θύμισε κάτι από FC Hollywood, με τις κλίκες (βλέπε «βεντέτα» Ροναλντίνιο – Ετό) να κατατρώνε τα σωθικά της και να καταλήγει τη σεζόν 2007-08 στο -17 από τη Ρεάλ. Τη Ρεάλ του Μπερντ Σούστερ!

Μεταξύ άλλων εκείνη τη σεζόν «έφαγε» τεσσάρα στο «Μπερναμπέου» και άλλα τόσα από τη Χετάφε για το κύπελλο, στο πιο ταπεινωτικό ίσως αποτέλεσμα της ιστορίας της. Στο πρώτο ματς είχε νικήσει με 5-2 (ήταν αυτό που ο Μέσι μιμήθηκε τον Μαραντόνα, ξεκινώντας από το κέντρο), αλλά κατάφερε να αποκλειστεί.

Ο Ράικαρντ έφυγε το καλοκαίρι του 2008 και όλοι ξέρουμε τι έκανε ο Πεπ Γκουαρδιόλα με αυτή την Μπαρτσελόνα (και χωρίς Ροναλντίνιο, Ντέκο). Ένα χρόνο αργότερα ο Φρανκ υπέγραψε διετές συμβόλαιο με τη Γαλατασαράι. Απολύθηκε όμως στους 17 μήνες, έχοντας αποτύχει να βγάλει την ομάδα στο Τσάμπιονς Λιγκ και ξεκινώντας την επόμενη αγωνιστική περίοδο (2010-11) με τέσσερις ήττες στις οχτώ πρώτες αγωνιστικές.

Το καλοκαίρι του 2011 βρήκε καταφύγιο στον εθνικό πάγκο της… Σαουδικής Αραβίας. Μετά την αποτυχία στα προκριματικά του Μουντιάλ του 2014, ήρθε και ο πρόωρος αποκλεισμός στο Golf Cup του 2013. Η ντροπιαστική ήττα με 1-0 από το Κουβέιτ τον Ιανουάριο του ’13 είναι το τελευταίο έως και σήμερα παιχνίδι του Ολλανδού στην προπονητική.

Το Δεκέμβρη του 2016 ανακοίνωσε ότι δεν πρόκειται να επιστρέψει στους πάγκους. Ήταν μάλλον τότε που συμφιλιώθηκε μέσα του με την ιδέα ότι κάτι είχε πάει στραβά εκείνο το βράδυ στο «Σαντσέθ Πιθχουάν» της Σεβίλλης…

4. Κλαούντιο Ρανιέρι

Άκουσον με, πάταξον δε, αγαπητέ αναγνώστη. Κι εγώ τον τιμώ για τη σύλληψη του απόλυτου ποδοσφαιρικού παραμυθιού. Έχει καταχωρηθεί ήδη ως μια θρυλική μορφή εσαεί για ένα σύλλογο, μια ολόκληρη πόλη θα πίνει πάντα νερό στο όνομα του. Μπορεί όμως μία και μόνο σεζόν να «διαγράψει» 30 χρόνια προπονητικής καριέρας;

Σύμφωνοι, το όνομα του έχει γραφτεί με χρυσά γράμματα στην ιστορία του football. Μήπως όμως δεν συμβαίνει το ίδιο και με το όνομα του… Μπόζινταρ Μάλκοβιτς στην ιστορία του basketball;

Ο συμπαθέστατος Κλαούντιο έχει στη μακρά διαδρομή του εργαστεί σε ομάδες και ομαδάρες. Γιουβέντους, Ιντερ, Ρόμα, Τσέλσι, Ατλέτικο Μαδρίτης, Βαλένθια, Φιορεντίνα, Νάπολι. Το μόνο που είχε κατακτήσει έως και τη «φωτοβολίδα» της Λέστερ ήταν δύο Κύπελλα (με Βαλένθια, Φιορεντίνα).

Μόνο σε τρεις από τις 15 ομάδες της ζωής του έχει ποσοστό νικών άνω του 50%. Η μία είναι η Ρόμα. Η δεύτερη η Μονακό, του Ρώσου Κροίσου Ντμίτρι Ριμπολόβλεφ, την οποία ανέλαβε στη Β’ κατηγορία (2012) και το επόμενο καλοκαίρι αναδείχθηκε σε έναν από τους πιο πολυέξοδους συλλόγους στην Ευρώπη, με μεταγραφικές δαπάνες 160 εκατ. ευρώ.

Και η τρίτη η Τσέλσι, της οποίας είχε τα ηνία όταν έκανε το μπάσιμο στο αγγλικό ποδόσφαιρο ο Ρόμαν Αμπράμοβιτς (2003). Πάνω από 50% δεν είχε ούτε καν στη Λέστερ, αφού τη δεύτερη σεζόν το κοντέρ έγραψε 14 ήττες, 6 ισοπαλίες και 5 νίκες! Όταν απολύθηκε, η Λέστερ ήταν στο +1 από τη γραμμή του υποβιβασμού και τότε ξεκίνησε ένα σερί πέντε νικών, για να σωθεί τελικά εύκολα (12η).

Οι κακές γλώσσες (;) στο Νησί διαδίδουν ότι ο υπ’ αριθμόν ένα υπεύθυνος για την επιτυχία της Λέστερ ήταν ο βοηθός του Ρανιέρι, Κρεγκ Σέξπιρ (ο οποίος και ανέλαβε μετά την απόλυση του Ιταλού). Εκτιμούν επίσης ότι για τη… συνουσία των άστρων που προσγείωσε την κούπα στο «King Power», καθοριστικό ρόλο έπαιξε η στρωμένη ομάδα που άφησε πίσω του ο Νάιτζελ Πίρσον (ολοκλήρωσε την προηγούμενη σεζόν με απολογισμό 7-1-1).

Όπως επίσης και ότι από κάποιο σημείο και έπειτα όλος ο μηχανισμός του αγγλικού ποδοσφαίρου δούλεψε ώστε να λάβει σάρκα και οστά η μεγάλη έκπληξη, με τα διαιτητικά λάθη (υπέρ των «αλεπούδων») να διαδέχονται το ένα το άλλο. Επιπλέον, Τσέλσι δεν υπήρχε εκείνη τη σεζόν (10η), ενώ οι δυο του Μάντσεστερ ήταν σε κακά χάλια. Έμεινε μόνο η γνωστή για το… χαρακτήρα της Αρσεναλ να ανταγωνίζεται το «θαύμα».

Δεν χρειάζεται να αναφερθούμε βέβαια καν στο κεφάλαιο Εθνική Ελλάδα. Scusa Claudio, αλλά εκτόπισες στο νήμα τον Φέλιξ Μάγκατ από τη λίστα…

3. Ζεράρ Ουγιέ

«Εάν θέλουν να επιστρέψουν στα 70’s και τα 80’s μπορούν να το κάνουν, αλλά όχι μαζί μου», είπε στην τελευταία συνέντευξη Τύπου ως προπονητής της Λίβερπουλ. Κανείς δεν κατάλαβε τι εννοούσε και αν όντως… έτριξαν με την ατάκα τα κόκαλα του Μπιλ Σάνκλι και του Μπομπ Πέισλι.

Όπως κανείς δεν κατάλαβε ποτέ (πέραν των διοικούντων της Λίβερπουλ) για ποιον λόγο ο Ζεράρ Ουγιέ προπόνησε επί έξι σερί χρόνια την ομάδα που είχαν προπονήσει αυτοί οι δύο. Τι είχε δει ο πιο φημισμένος (αναμφισβήτητα έως τότε) βρετανικός σύλλογος και τον προσέλαβε – σε δυανδρία – ως συνεργάτη του Ρόι Έβανς το 1998;

Ένα πρωτάθλημα, μια 7η θέση και παρ’ ολίγον έναν υποβιβασμό σε μια τριετία με την Παρί Σεν Ζερμέν (1985-88) και την πιο «μαύρη» μέρα του γαλλικού ποδοσφαίρου, με τον αποκλεισμό από το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1994.

Η Γαλλία είχε την πρόκριση στο τσεπάκι, αλλά η εντός έδρας ήττα – «σοκ» από το Ισραήλ έδωσε βαθμολογικό ενδιαφέρον στο τελευταίο ματς του ομίλου, επίσης εντός έδρας, απέναντι στη Βουλγαρία. Ήταν 17 Νοεμβρίου του 1993 όταν με το περίφημο γκολ του ο Εμίλ Κοσταντίνοφ «έγραφε» το 1-2 στο 90’ και άφηνε εκτός Μουντιάλ την παρέα των Καντονά, Ντεσαγί, Μπλαν, Ντεσάμπ, Πετίτ και Παπέν.

Στο Λίβερπουλ Ουγιέ και Έβανς δεν έκαναν χωριό, ο δεύτερος παραιτήθηκε ύστερα από δύο μόλις μήνες και ο Γάλλος έγινε κυρίαρχος του (καταστροφικού) παιχνιδιού, έχοντας παχυλό μεταγραφικό μπάτζετ. Επί των ημερών του οι «Reds» καταξοδεύτηκαν για… παιχταράδες, όπως ο Ελ-Χατζί Ντιούφ, ο Σαλίφ Ντιαό και ο Μπρούνο Σεϊρού, ενώ η τελευταία μεταγραφή του ήταν ο Τζιμπρίλ Σισέ, αντί 16 εκατ. ευρώ.

Στα έξι χρόνια του η Λίβερπουλ είχε ακριβώς 50% ποσοστό νικών στην Πρέμιερ Λιγκ και βγήκε μία φορά 3η, δύο φορές 4η, μία 7η, μία 5η και το 2002 διεκδίκησε το πρωτάθλημα (2η). Λεπτομέρεια; Ο Ουγιέ έλειψε για λόγους υγείας πέντε μήνες (Οκτώβριο – Μάρτιος) εκείνη τη σεζόν, αφήνοντας στο πόδι τη… μύτη του Φιλ Τόμπσον.

Μαζί του η ομάδα του λιμανιού πήρε βέβαια το Κύπελλο UEFA το 2001 (νικώντας με 5-4 στον αξέχαστο τελικό την… Αλαβές), αλλά τη μία από τις δύο χρονιές που μετείχε στο Τσάμπιονς Λιγκ αποκλείστηκε πριν φτάσει στα νοκ-άουτ, σε όμιλο με Βαλένθια Βασιλεία, Σπαρτάκ Μόσχας (την άλλη από την μετέπειτα φιναλίστ Λεβερκούζεν στα προημιτελικά).

Μετά την Αγγλία ο Ουγιέ επαναπατρίστηκε για να αναλάβει τη Λιόν (2005-07). Ηταν η εποχή που ο Ζαν Μισέλ Ολάς έπαιζε τα ρέστα του μεταγραφικά για να δει το καμάρι του στον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ. Ο αποκλεισμός στη φάση των «16» από την άπειρη Ρόμα (που ακολούθως έφαγε 7 γκολ από τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ) του κάθισε βαρύς στο στομάχι και τον Μάη του 2007 ξεφορτώθηκε τον Ουγιέ, ένα χρόνο πριν από τη λήξη του συμβολαίου του.

Το 2010 ο τεχνικός των… επιτυχιών επέστρεψε στο Νησί για να αναλάβει την Αστον Βίλα. Υστερα από 30 αγωνιστικές οι «χωριάτες» ήταν στο +1 από τη ζώνη του υποβιβασμού και οι οπαδοί τους στα… κάγκελα, απαιτώντας, με εκδηλώσεις που έχουν μείνει στην ιστορία, την αποπομπή του Γάλλου.

Τελικά, μια μικροπεριπέτεια υγείας έδωσε τη λύση. Με αδιευκρίνιστη την ημερομηνία επιστροφής του στον πάγκο, ο Ουγιέ εισήχθη στο νοσοκομείο. Ο υπηρεσιακός Γκάρι ΜακΆλιστερ έκανε σερί 2-1-0 στα τρία πρώτα παιχνίδια του και ο 63χρονος τότε μάνατζερ δεν επανήλθε ποτέ στο πόστο του. Για την ιστορία η Βίλα έσωσε εύκολα την κατηγορία, με τον ΜακΆλιστερ να χάνει μόνο ένα από τα οχτώ τελευταία παιχνίδια της σεζόν (μεταξύ άλλων νίκησε Αρσεναλ και Λίβερπουλ).

Το κορυφαίο δείγμα όμως για το τι εστί προπονητής Ζεράρ Ουγιέ είναι η αντίδραση του μετά τον αποκλεισμό της Γαλλίας από το Μουντιάλ του ’94. «Όχι δεν είναι συλλογική η αποτυχία. Εκείνος ήταν ο δολοφόνος των γαλλικών ελπίδων. Έστειλε έναν πύραυλο στην καρδιά του γαλλικού ποδοσφαίρου και διέπραξε ένα έγκλημα κατά της ομάδας», είχε δηλώσει τότε για τον Νταβίντ Ζινολά.

Τι είχε κάνει ο δύσμοιρος και έπρεπε να επωμιστεί το «Maracanazo» των Γάλλων; Αντί να κρατήσει την μπάλα, ξοδεύοντας χρόνο, στο κόρνερ, επέλεξε να σεντράρει και οι Βούλγαροι εκδήλωσαν επίθεση!

Ο Ουγιέ λίγο ήθελε να τον θεωρήσει άξιο για εκτέλεση στην γκιλοτίνα και στο βιβλίο (του) «Secrets de coachs» (Μυστικά των Προπονητών), που δημοσίευσε τον Οκτώβρη του 2011. Ο Ζινολά τον μήνυσε για συκοφαντική δυσφήμιση, αλλά τη δίκη την έχασε.

Πιθανόν λόγω κάποιου δικαστή που ήταν οπαδός της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και είχε βουλγάρικες ρίζες…

2. Γιούργκεν Κλίνσμαν

Μεγάλη καριέρα δεν έχει κάνει, αλλά και αυτή που έχει έως τώρα στο βιογραφικό του τον καθιστά ως έναν τεραστίου μεγέθους overachiever των πάγκων. Το ερώτημα που τον συνοδεύει πλέον είναι αν ήταν καλύτερος στην τέχνη του γκολ ή στην… πλεκτάνη των δημοσίων σχέσεων, αφότου κρέμασε τα παπούτσια του. Και εξηγούμαστε:

Χωρίς να έχει κοουτσάρει ΠΟΤΕ οποιαδήποτε ομάδα πήρε το χρίσμα για να είναι αυτός ο ηγέτης της Εθνικής Γερμανίας στο «δικό» της Παγκόσμιο Κύπελλο το 2006. Μετά το καταστροφικό Euro 2004, εκλεκτός της ομοσπονδίας ήταν ο Ότο Ρεχάγκελ (προτίμησε να μείνει στην Ελλάδα) και υποψήφιοι οι Ότμαρ Χίτσφελντ, Μόρτεν Όλσεν και Γκους Χίντινκ.

Το μόνο που διέθετε ο αγαπητός «Κλίνσι» ήταν η άδεια προπονητικής που είχε βγάλει σε ένα ειδικό τμήμα της γερμανικής ομοσπονδίας για πρώην διεθνείς. Παρά ταύτα τα «κεφάλια» του γερμανικού ποδοσφαίρου θεώρησαν ότι ήταν κατάλληλος για τη δουλειά.

Στο Μουντιάλ του 2006 η Γερμανία κληρώθηκε στον πολύ δύσκολο όμιλο, με Πολωνία, Ισημερινό και Κόστα Ρίκα. Στη φάση των «16» νίκησε τη Σουηδία με 2-0 και στα προημιτελικά την Αργεντινή στα πέναλτι, ελέω Λέμαν. Το τέλος του δρόμου ήταν ο ημιτελικός, με το 0-2 από την Ιταλία στην παράταση (στο μικρό τελικό νίκησε την Πορτογαλία).

Θαμπωμένη η Μπάγερν από αυτές τις επιδόσεις, τον προσέλαβε το καλοκαίρι του 2008 για τη διαδοχή του Ότμαρ Χίτσφελντ. Οπως και στην εθνική Γερμανίας, ο Κλίνσμαν παρουσίασε ένα πλάνο αναδιαμόρφωσης των Ακαδημιών, των υποδομών και της εν γένει λειτουργίας του συλλόγου. Έπιασε και αυτό το «τρικ»!

Μαζί του η Μπάγερν δεν υπήρξε ποτέ διεκδικήτρια του τίτλου (άκουσον, άκουσον), «έφαγε» τέσσερα από την Μπαρτσελόνα στο Τσάμπιονς Λιγκ και οχτώ αγωνιστικές πριν από το τέλος διασύρθηκε με 5-1 στο Βόλφσμπουργκ.

Ο Κλίνσμαν άντεξε άλλες τρεις στον πάγκο και στα τέλη Απριλίου απολύθηκε, προ του κινδύνου απώλειας της εξόδου στο Τσάμπιονς Λιγκ (τελικά οι Βαυαροι τα κατάφεραν, με σερί 4-1-0 υπό τις οδηγίες του Γιουπ Χάινκες). Το ρεκόρ του με κοτζάμ Μπάγερν σε όλες τις διοργανώσεις ήταν 25-9-10.

Τον Αύγουστο του 2011 ο Φίλιπ Λαμ κυκλοφόρησε την αυτοβιογραφία του, στην οποία ανέφερε εμμέσως πλην σαφώς ότι ο Κλίνσμαν δεν είχε ιδέα από τακτική. «Πριν από την έναρξη των αγώνων μαζευόμασταν οι παίκτες για να συζητήσουμε με ποιον τρόπο θα παίξουμε! Μετά από δύο μήνες μαζί του, όλοι ξέραμε ότι η σεζόν θα ήταν αποτυχημένη», έγραψε μεταξύ άλλων ο εμβληματικός αρχηγός.

Η ποδοσφαιρική ομοσπονδία των ΗΠΑ όμως είχε φροντίσει ήδη να «δέσει» με συμβόλαιο το κελεπούρι. Έστω και αν ενδιάμεσα είχε αποτύχει παταγωδώς ως τεχνικός σύμβουλος του Τορόντο.

Ο Κλίνσμαν απολύθηκε κακήν – κακώς το Νοέμβριο του 2016, μετά την εντός έδρας ήττα από το Μεξικό και το διασυρμό (4-0) στην Κόστα Ρίκα για τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Εν τέλει οι ΗΠΑ αποκλείστηκαν στο νήμα από το Μουντιάλ, ύστερα από εφτά διαδοχικές παρουσίες στην τελική φάση.

Ένα χρόνο πριν είχαν καταλάβει τη χειρότερη θέση (4η) των τελευταίων 15 χρόνων στο Gold Cup (πρωτάθλημα Βορειοκεντρικής Αμερικής). Ηττήθηκαν στον ημιτελικό από την Τζαμάικα και στον μικρό τελικό από τον Παναμά!

Τι κάνει τώρα ο Κλίνσμαν είπατε; Πετάει με το αγαπημένο του ελικόπτερο και προφανώς ψάχνει (από ψηλά) το επόμενο κορόιδο…

And the winner is…

1. Ρομπέρτο Μαντσίνι

«Τρία κολλητά πρωταθλήματα με την Ιντερ από το 2006 έως το 2008», θα πει η υπερασπιστική γραμμή. Ο αντίλογος είναι ευκολάκι. Το πρώτο με διαφορά 15 βαθμών από τη Γιουβέντους (εις βάρος του), που υποβιβάστηκε λόγω του Calciopolis. Το δεύτερο και το τρίτο χωρίς την Γιουβέντους και δίχως ουσιαστικά αντίπαλο, καθώς ο Μάσιμο Μοράτι είχε πάρει τα πάνω του με τη Νέμεσις στους ενόχους του σκανδάλου και ήταν ο μόνος που ξόδευε τότε στην Ιταλία.

Την ίδια τριετία, στο Τσάμπιονς Λιγκ, μια τρύπα στο νερό (δεν πέρασε ποτέ τα προημιτελικά, αλλά ο Μουρίνιο το κατέκτησε με την ίδια ομάδα το ’10). Τα ίδια με τη Μάντσεστερ Σίτι. Όταν ο φινετσάτος και ψαρωτικά αγέλαστος Ιταλός πήγε εκεί (2009), οι Άραβες τίναζαν για δεύτερη σερί χρονιά τη μεταγραφική μπάνκα.

Στην πρώτη σεζόν του δεν βγήκε καν στο Τσάμπιονς Λιγκ, παρά τη δαπάνη 150 εκατ. ευρώ. Τη δεύτερη ξόδεψε άλλα 180 εκατ. ευρώ για να τερματίσει τρίτος και την περίοδο 2011-12 πήρε μετά κόπων και βασάνων το πρωτάθλημα, με εκείνο το ασύλληπτο διπλό buzzer beater στα χασομέρια του αγώνα με την ΚΠΡ.

Αν και με 10 παίκτες η φιλοξενούμενη προηγήθηκε με 2-1 (το 1-1 ο Σισέ) και κρατούσε το σκορ έως το 91′. Όταν έμαθε ότι δεν χρειαζόταν ούτε καν τον πόντο για να σώσει την κατηγορία, έκανε τα… στραβά μάτια, δεχόμενη γκολ στο 92′ και στο 95′. O σερ Αλεξ Φέργκιουσον ακόμα στραβοκαταπίνει την τσίχλα του και παίζει darts με τη φώτο του Τζόι Μπάρτον (αυτός που αποβλήθηκε).

Τότε ο Μαντσίνι υπέγραψε νέο πενταετές συμβόλαιο με τη Μάντσεστερ Σίτι, αλλά τη σεζόν δεν την έβγαλε. Και πως να τη βγάλει όταν στον όμιλο του Τσάμπιονς Λιγκ έκανε τρεις βαθμούς σύνολο και βγήκε τελευταίος; Ούτε την προηγούμενη (2010-11) είχε περάσει τον όμιλο. Αποκλείστηκε για δεύτερη σερί φορά στη φάση των «16» του Γιουρόπα Λιγκ (Ντιναμό Κιέβου και Σπόρτινγκ Λισσαβώνας οι «θύτες» διαδοχικά).

Η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι ήταν η ήττα στον τελικό κυπέλλου από τη Γουίγκαν με 1-0! Δύο ημέρες αργότερα ο Μαντσίνι απολύθηκε, με τη Σίτι να τερματίζει στο -11 από τη Γιουνάιτεντ στο πρωτάθλημα.

Να και κάτι που θα του ταίριαζε καλύτερα. Το αντιληφθήκαμε όταν μετείχε στην ιταλική έκδοση του «Dancing with the stars»

Το μάτι της Γαλατασαράι όμως, όπως είπαμε, κόβει και το 2013 ο Ρομπέρτο μετακόμισε στην Πόλη, με τριετές συμβόλαιο. Την ανέλαβε πρωταθλήτρια (με 10 βαθμούς διαφορά) και την παρέδωσε δεύτερη (στο -9) όταν αποχώρησε, στο τέλος της σεζόν.

Το Νοέμβρη του 2014 ο μεγαλύτερος τσαρλατάνος των πάγκων επέστρεψε στην Ιντερ για να τη σώσει τάχα, μετά το καταστροφικό πέρασμα του Βάλτερ Ματσάρι. Το αποτέλεσμα ήταν να τερματίσει η Ιντερ στην εξευτελιστική 8η θέση, μένοντας εκτός Ευρώπης! Σε 27 αγώνες πρωταθλήματος στον πάγκο ο Μαντσίνι είχε 37% ποσοστό νικών (10-9-8), κι όμως έμεινε και για την επόμενη σεζόν.

Υποτίθεται ότι παίζοντας μόνο ένα ματς την εβδομάδα και δαπανώντας σεβαστό ποσό στις μεταγραφές, θα διεκδικούσε έστω την έξοδο στο Τσάμπιονς Λιγκ. Τίποτε τέτοιο δεν συνέβη, η Ιντερ τερμάτισε στο -13 από την τρίτη Ρόμα. Το καλοκαίρι του 2016 αποχώρησε οικειοθελώς γιατί δεν είδε με καλό μάτι την εξαγορά του συλλόγου από τον Κινέζο Ζανγκ Γιντόνγκ!

Ένα χρόνο ξαπόστασε ο… γητευτής των αφεντικών ποδοσφαιρικών συλλόγων και το περασμένο καλοκαίρι επανήλθε δριμύτερος. Χρυσοπληρώθηκε σε euro, πετροδόλαρα, τουρκικές λίρες και ξανά euro, τώρα σκοντάφτει, βρίσκοντας στα πόδια του και ρούβλια.

Από τον Ιούνιο πουλάει παπά στην Αγία Πετρούπολη και «αρμέγει» τη Ζενίτ. Το μπάτζετ του συλλόγου είναι δυσθεώρητο για τις υπόλοιπες ρωσικές ομάδες (με εξαίρεση τη Σπαρτάκ), για την ώρα όμως βρίσκεται στο -6 από τη Λοκομοτίβ, ύστερα από 18 αγωνιστικές. Στις τέσσερις τελευταίες έχει αντιμετωπίσει και τη Λοκομοτίβ και τη Σπαρτάκ, χάνοντας με 3-0 (εντός) και 3-1 (εκτός) αντίστοιχα.

Έχουμε βάσιμες υποψίες ότι ούτε αυτό το συμβόλαιο θα το… τιμήσει μέχρι τέλους. Μικρό το κακό, πιθανόν να μη δίνει πια δεκάρα για την υστεροφημία του. Το 2011 η προσωπική περιουσία του είχε υπολογιστεί στα 21,5 εκατ. ευρώ (προτού δηλαδή προστεθεί η αποζημίωση από τη Μάντσεστερ Σίτι).

Ο Ρομπέρτο Μαντσίνι δεν σκοπεύει να πάρει σύνταξη από αυτή τη δουλειά. Άλλωστε είναι σαφές ότι δεν αγαπάει αυτή τη δουλειά. Αν την αγαπούσε κάτι θα είχε μάθει τόσα χρόνια…