Αν το αφεντικό παρκάρει τις μετοχές του, γιατί ο παίκτης να μην παρκάρει τη διάθεσή του για μπάλα;

Και τι είναι ο Γιόχανσον ή ο Σιλά; Exchange student που ήρθε εδώ να σπουδάσει, για να κάτσει να διαβάσει για το Γουέμπλεϊ ή τον Βαζέχα;

Ένας επαγγελματίας που νιώθει αβέβαιος για το μέλλον του είναι λογικό να μην σκίζεται γι’ αυτό που του προκαλεί αβεβαιότητα. Εσείς, στη δική σας δουλειά, πώς νιώθετε όταν το αφεντικό είναι άφαντο και το μαγαζί σας χρωστάει λεφτά. Την ίδια ώρα που -επειδή έχει καταντήσει όπως έχει καταντήσει- δεν υπάρχει ούτε για δείγμα ενδιαφερόμενος να πατήσει το πόδι του μέσα, μήπως και γίνει λίγος τζίρος και ξελασπώσετε…

Πρέπει να προσπαθήσεις να προσεγγίσεις την κατάσταση στον Παναθηναϊκό με απλούς, καθημερινούς όρους, δίχως τις παραμορφώσεις που δημιουργεί το συναίσθημα, για να καταλάβεις τι γίνεται. Και μετά να μοιράσεις ευθύνες. Αυτό που συμβαίνει στο σύλλογο -δυστυχώς- δεν είναι πρωτόγνωρο. Για δεύτερη φορά στη σύγχρονη ιστορία του, ο βασικός μέτοχος και χρηματοδότης του αποφασίζει ότι δεν επιθυμεί να έχει την παραμικρή εμπλοκή με την ομάδα. Συμπεριφέρεται, δηλαδή, σαν κάποιους που απλά παρκάρουν ένα αυτοκίνητο στο δρόμο και το παρατούν εκεί. Το γεγονός πως μέσα υπάρχουν ακόμη «επιβάτες» δεν αλλάζει τη στάση τους. Και το αμάξι μένει εκεί, μαζεύει κλήσεις και τελικά έρχεται να το μαζέψει γερανός. Πώς είναι δυνατόν να μην αντιδράσουν όσοι είναι ακόμα μέσα; Μια βόλτα είπαν να κάνουν κι αυτοί όταν έβαζαν τις υπογραφές τους, όχι ταξίδι με το τρενάκι του τρόμου…

«Δεν νιώθουν τι είναι Παναθηναϊκός»

Ο κάθε παίκτης από αυτούς που αποκτήθηκαν το καλοκαίρι δεν συμφώνησε να παίξει σε αυτόν τον Παναθηναϊκό. Ο Χίλιεμαρκ, ο Τσάβες, ο Ινσούα (τυχαία τα ονόματα) -και ξέρω ‘γω ποιος άλλος- έκαναν μια επιλογή καριέρας στη βάση των δεδομένων που τους εμφανίστηκαν. Μια ομάδα με φιλοδοξίες πρωταθλητισμού (κι ας μην ήταν το πρώτο φαβορί για τον τίτλο), με καλές πιθανότητες να παίξει φθινόπωρο-χειμώνα Ευρώπη και -κυρίως- με συνεπή και σταθερή διοίκηση. Ειδικά το τελευταίο φέρνει και οικονομική ασφάλεια, με το χρήμα να είναι πάντα ο νούμερο 1 παράγοντας που ηρεμεί τους δυσαρεστημένους επαγγελματίες. Και μετά, ερχόμαστε εμείς και αφού αποδεχτούμε ότι τελικά τίποτα από τα παραπάνω δεν υπάρχει στο σύλλογο, συμπληρώνουμε «ναι αλλά κι αυτοί δεν νιώθουν ρε φίλε». Εννοώντας πως συμπεριφέρονται και παίζουν σαν να μην καταλαβαίνουν το βάρος της φανέλας και της ιστορίας της ομάδας.

Σε αυτό ο κόσμος έχει δίκιο. Φυσικά και δεν το νιώθουν! Πώς θα μπορούσαν να το νιώσουν; Από την τεράστια κληρονομιά και το ένδοξο παρελθόν του συλλόγου. Και τι είναι ο Γιόχανσον ή ο Σιλά; Exchange student που ήρθε εδώ να σπουδάσει, για να κάτσει να διαβάσει για το Γουέμπλεϊ ή τον Βαζέχα; Όχι, βέβαια. Ο παίκτης που παίζει μπάλα αντιλαμβάνεται το σήμερα και μάλιστα ως εργασιακό χώρο. Από την καθημερινότητα νιώθει το κύρος. Από το αν μπαίνουν οι δόσεις του συμβολαίου του. Από το αν είναι οκ οι πληρωμές και οι παροχές του. Από την ποιότητα του προπονητικού κέντρου. Από το γήπεδο, τις εγκαταστάσεις, τα αποδυτήρια. Από την αντιμετώπιση διαιτητών και αντιπάλων. Από τις νίκες και τις επιτυχίες. Αυτά κάνουν έναν παίκτη να «νιώθει» πού παίζει μπάλα. Κι επομένως, δεν θα έπρεπε να προκαλεί καμία εντύπωση η εικόνα κάποιων ποδοσφαιριστών. Μεταφέρουν στο γήπεδο ακριβώς το ίδιο που βγάζει η ομάδα προς αυτούς. Παραίτηση. Κούραση. Γκρίνια, Ανασφάλεια.

Μην σε μπερδεύουν τα μηδενικά

Όταν οι αμοιβές των ποδοσφαιριστών φτάνουν σε εκατοντάδες χιλιάδες ή και σε εκατομμύρια ευρώ, η δυσμενής κριτική είναι εύκολη. Είναι λογικό να θολώνει το μυαλό του απλού κόσμου και να λέει πως «κωλόπαιδα παίρνουν ένα κάρο λεφτά και δεν παίζουν μπάλα» ή «σιγά τα προβλήματα που έχουν οι αλήτες που κλωτσάνε ένα κομμάτι πετσί». Δες το αλλιώς. Σκέψου πως είσαι μια μικρογραφία αυτού του τύπου που ζει κυνηγώντας μια μπάλα. Και βλέπεις το γραφείο που εργάζεσαι να μετατρέπεται σε μαγαζάκι του τρόμου. Τη μία μέρα σας παίρνουν την καφετιέρα, την άλλη το φωτοτυπικό και την παράλλη σκάει κλητήρας και μαζεύει τις πολυθρόνες. Στο μεταξύ σου χρωστάνε 5-6 μηνιάτικα και την βγάζεις στα έναντι και στα «κάνε υπομονή». Κοιτάς γύρω σου και βλέπεις συναδέλφους σου να χάνουν τη δουλειά τους.

Άλλους να απολύονται επειδή δεν δέχτηκαν να υπογράψουν νέα ατομική σύμβαση κι άλλους να παραιτούνται επειδή δεν την παλεύουν. Να παραιτούνται επειδή δεν την παλεύουν… Και τι είναι ο ποδοσφαιριστής για να μην έχει το ίδιο δικαίωμα που έχεις εσύ κι εγώ; Που γκρινιάζουμε για τους εργοδότες μας. Που ξέρουμε πως έχουν λεφτά, αλλά μας χρωστάνε 5 μισθούς. Που κάποτε το μαγαζί ήταν στην πένα και τώρα πέφτουνε οι σοβάδες. Διάολε, δεν ήταν αυτό που ονειρευόμασταν. Αλλά, φίλε μου, μάντεψε! Στον Παναθηναϊκό ισχύει το ίδιο. Απλά σε άλλη κλίμακα, διαφορετική από τα 600 ή 800 ευρώ, αλλά ικανή να δημιουργήσει το ίδιο κλίμα, την ίδια παραίτηση, την ίδια αντίδραση, τις ίδιες προεκτάσεις.

Σιγά μην κλάψω, αλλά…

Προφανώς και δεν θα κάτσω να σκάσω για την προσφυγή του Κουτρουμπή, του οποίου του πρότειναν να πάρει τα δεδουλευμένα και να πάει στο καλό κι εκείνος ζητάει και τα… ρέστα. Μπορώ να τον κρίνω και να τον κατακρίνω. Να πω πως δεν σεβάστηκε, πως είναι φραγκοφονιάς, πως δεν συμπεριφέρονται έτσι και ό,τι άλλο θέλω. Αν όμως ο Γιώργος ήθελε να σώσει την ψυχή του ίσως γινόταν μοναχός ή νοσοκόμος. Κι αν ήθελε να παίζει μπαλίτσα στη λίγκα τη δική μας, θα γινόταν χαμηλόμισθος υπάλληλος. Η τύχη κι η ζωή τα ‘φερε έτσι που δεν απέφυγε το υπαλληλίκι, αλλά τουλάχιστον πληρώνεται πολύ καλά για τις υπηρεσίες που παρέχει. Κι αν το αφεντικό του, δηλαδή ο πρόεδρος, ο μεγαλομέτοχος, ο ισχυρός άνδρας (ή όποια άλλη σαχλαμάρα εφευρίσκουμε για να πούμε απλά το «κουμάντο») αποφασίσει να παρκάρει τις μετοχές και τις ευθύνες του, το ίδιο δικαίωμα έχει κι εκείνος ως υπάλληλος.