Έχει μείνει στις συνειδήσεις πολλών φίλαθλων γενεών ως ο ορισμός του «παγκίτη» στον ελληνικό ομαδικό αθλητισμό. Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως ο «γιος» της υπομονής, αφού επί μία ολόκληρη επταετία είχε το ρόλο του απόλυτου κομπάρσου στον μεγάλο Άρη των Γκάλη, Γιαννάκη, προορισμένος να ζει στη σκιά τους. Ο Γιάννης Ιωαννίδης χρησιμοποιούσε τις περισσότερες φορές και στα 40 λεπτά τους δύο απόλυτους σταρ και έτσι ο Γιώργος Δοξάκης – περί ου ο λόγος – έβγαζε ολόκληρα πρωταθλήματα με λίγα μόνο λεπτά συμμετοχής.
«Με βοήθησε το περιβάλλον μου να ξεπεράσω το πρόβλημα, αν και μερικές φορές απορώ με τον εαυτό μου από που πήγαζε αυτή η υπομονή. Ίσως είμαι φαινόμενο. Μόνο με τα “αν” είχα λόγω ύπαρξης. Αν κάποιος τραυματιζόταν ή έβγαινε με πέντε φάουλ. Ήμουν υποθετικός παίκτης…», είχε δηλώσει με πάσα αυτογνωσία ο ίδιος, σε συνέντευξη του στο «Τρίποντο», όταν το 1991 μεταγράφηκε (επιτέλους) στον Πανιώνιο.
Ο Γιάννης Ιωαννίδης δεν έπαιζε ποτέ με τρεις γκαρντ, αλλά όπως είπε στην ίδια συνέντευξη ο Δοξάκης, δεν είχε και καμία διάθεση να τον αφήσει να φύγει από την ομάδα.
«Ο Ιωαννίδης δεν μου έδινε μεταγραφή γιατί είχε αυτή τη νοοτροπία: καλύτερα να είχε αυτός 100 παίκτες που δεν τους χρειαζόταν αναγκαία, παρά να τους έδινε σε άλλη ομάδα και κάποια στιγμή να τους έβρισκε μπροστά του. Όταν έμπαινα στα δύο ή τρία λεπτά πριν το τέλος του αγώνα, προσπαθούσα να κρατήσω την ισορροπία της ομάδας και να μη χάσω το κοντρόλ. Ε, αυτό ήξερε να το κάνει και η γιαγιά μου…».
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, ο Δοξάκης, ανακαθόρισε τη διάσταση του 10ου παίκτη από τη χρονιά που ο Γιαννάκης ντύθηκε στα κιτρινόμαυρα (1984) και έπειτα. Την τριετία 1981-84 όμως τα πράγματα ήταν λίγο διαφορετικά. Ο γεννηθείς το 1962 Θεσσαλονικιώτης πλέι-μέικερ έπαιζε σαφώς περισσότερο, ξεκινώντας ενίοτε και στη βασική πεντάδα.
Πολύ λίγοι μάλιστα γνωρίζουν ότι είχε βάλει την υπογραφή του, ερχόμενος απ’ τον πάγκο, στο τρίτο πρωτάθλημα της ιστορίας του συλλόγου και πρώτο του Νίκου Γκάλη στην Ελλάδα (1983).
Ο Άρης προσπαθούσε τότε να ανακτήσει τα ηνία (είχε πάρει το πρωτάθλημα το 1979), βάζοντας τέλος στην τριετή κυριαρχία του Παναθηναϊκού. Το μεγάλο ντέρμπι των δύο ομάδων στο «Αλεξάνδρειο» για την 15η αγωνιστική του πρωταθλήματος ήταν κομβικής βαθμολογικής σημασίας.
Πριν από το τζάμπολ, οι «κίτρινοι» και ο Ολυμπιακός συγκατοικούσαν στην κορυφή με 26 βαθμούς, ενώ οι «πράσινοι» και ο ΠΑΟΚ στη 2η θέση με 25 βαθμούς.
Οι «ερυθρόλευκοι» έχασαν έδαφος στη μάχη του τίτλου χάνοντας από τον Απόλλωνα στην Πάτρα, εν αντιθέσει με τον «Δικέφαλο», που πέρασε απ’ την Κυψέλη, νικώντας τον Πανελλήνιο.
Ο Νίκος Γκάλης δεν βρέθηκε σε καλή βραδιά, μένοντας στους 19 πόντους με άσχημα ποσοστά. Απέναντι στην παρέα των Κόντου, Ανδρίτσου, Κορωναίου, Στεργάκου, Κάππου, Κοκολάκη και Ιωάννου, ο Βασίλης Παραμανίδης ήταν αυτός που ηγήθηκε στην επίθεση, κρατώντας τους γηπεδούχους στο παιχνίδι με 22 πόντους και εξαιρετικά ποσοστά ευστοχίας.
Ο Παναθηναϊκός ωστόσο θα είχε πιθανότατα αποδράσει από το «Αλεξάνδρειο», αν δεν έκανε την εμφάνιση του για τον Άρη ένας απρόσμενος ήρωας.
Ο Γιώργος Δοξάκης με δύο μακρινά σουτ (68-64, 70-68) κράτησε τους «κίτρινους» σε θέση οδηγού, ενώ η ασίστ του στον Παραμανίδη για το 72-70 στα 58’’ αποδείχθηκε καταλυτική. Με το σκορ στο 68-66 ο Γκάλης είχε αποβληθεί με πέντε φάουλ (!), δίνοντας την ευκαιρία στον Κορωναίο να φέρει με βολές το παιχνίδι στα ίσια.
Ο Δοξάκης έγραψε σε εκείνο το ματς 10 πόντους (5/8 διπ.) και αυτή η εμφάνιση εξελίχθηκε σε… παράσταση τίτλου, καθώς ο Άρης πήρε το ματς με 72-70 και στο τέλος της σεζόν τερμάτισε στο +1 από Παναθηναϊκό και ΠΑΟΚ.
Με λίγα λόγια, αν ο ΠΑΟ (ο οποίος είχε νικήσει στο ντέρμπι του α’ γύρου τον ‘Αρη με 94-88) είχε πάρει εκείνο το ματς θα είχε τερματίσει αυτός στο +1. Την επόμενη χρονιά οι δύο ομάδες ισοβάθμησαν στην κορυφή και έδωσαν μπαράζ στην Κέρκυρα, με το «τριφύλλι» να επικρατεί 80-76. Έκτοτε ο Άρης εγκαθίδρυσε την επταετή δυναστεία του, πιο «αθόρυβο» κομμάτι της οποίας υπήρξε ο Γιώργος Δοξάκης.
Ο οποίος πάντως -και μόνο για αυτή τη συνεισφορά του- υπήρξε ιστορικά κάτι περισσότερο για τον Άρη απ’ ότι πιστεύει όλος ο ντουνιάς…