Χέλμουτ Ντουκαντάμ: Το απόλυτο ψέμα στην ιστορία του ποδοσφαίρου

Ο ήρωας που απέκρουσε 4 πέναλτι σε τελικό Κυπέλλου Πρωταθλητριών αλλά μετά ο δικτάτορας του έσπασε τα χέρια...

Στις 7 Μαΐου 1986, μπροστά σε 70.000 θεατές, η Μπαρτσελόνα πικραίνει -ίσως όπως ποτέ ξανά στο παρελθόν- τους οπαδούς της. Πέφτοντας θύμα της μεγαλύτερης έκπληξης στην ιστορία του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, χάνει στα πέναλτι, παρά το γεγονός ότι το ματς φιλοξενείται επί ισπανικού εδάφους. Και αντιμετωπίζει μια ομάδα που την γνωρίζουν ελάχιστοι. Στο «Ραμόν Σάντσες Πιθχουάν», μετά από 120 λεπτά αγώνα και τη διαδικασία των πέναλτι, οι Καταλανοί φεύγουν με σκυμμένα κεφάλια. Την ίδια ώρα οι παίκτες της Στεάουα πανηγυρίζουν δικαιολογημένα, έχοντας περικυκλώσει ένα ανθρώπινο… βουνό. Είναι ο 27χρονος τερματοφύλακας Χέλμουτ Ντουκαντάμ, ο οποίος από εκείνη τη μέρα αποκτά τον χαρακτηρισμό «ο ήρωας της Σεβίλλης». Έχοντας αποκρούσει 4 πέναλτι, μπαίνει στο βιβλίο Γκίνες, όμως ο θρύλος του θα γιγαντωθεί όταν θα εξαφανιστεί από το ποδοσφαιρικό στερέωμα τόσο ξαφνικά και αναπάντεχα όσο είχε… μπουκάρει σε αυτόν.

Σύμφωνα με τον αστικό μύθο, η οικογένεια του δικτάτορα της Ρουμανίας, Τσαουσέσκου, δεν άντεξε στην ιδέα πως κάποιος επισκίαζε τη δημοφιλία της και αποφάσισε να τον εξοντώσει

Πώς φτάσαμε εκεί

Το 1992 στο Γουέμπλεϊ ένα τρομερό φάουλ του Ρόναλντ Κούμαν τινάζει τα δίχτυα του Παλιούκα. Αυτό είναι το ξόρκι που διαλύει την κατάρα που εμπόδιζε την Μπαρτσελόνα να κατακτήσει την κορυφή της Ευρώπης και να μετατραπεί σε συγκρίσιμο μέγεθος με τη Ρεάλ Μαδρίτης. Τη μισητή αντίπαλο που έτριβε τα Κύπελλα Πρωταθλητριών στα μούτρα των Καταλανών για χρόνια. Οι Καταλανοί πίσω στο 1961 είχαν την ευκαιρία να γίνουν η πρώτη ομάδα που θα σταματούσε τους σερί θριάμβους της «βασίλισσας». Έπεσαν πάνω στην Μπενφίκα του Εουσέμπιο χάνοντας στον τελικό κι έκαναν υπομονή 25 ολόκληρα χρόνια μέχρι να ξαναφτάσουν σε σημείο να διεκδικήσουν την κορυφαία διασυλλογική διοργάνωση.

Αυτή τη φορά δεν γινόταν να μην τα καταφέρουν! Ο τελικός θα γινόταν στη γειτονική Ανδαλουσία και η άσημη Στεάουα, με άγνωστους στο ευρύ κοινό ποδοσφαιριστές, έμοιαζε σαν την ιδανική καλεσμένη. Στο πάρτι, όπως το φαντάζονταν οι «μπλαουγκράνα», της στέψης τους, οι Ρουμάνοι θα περιοριζόταν σε ρόλο κομπάρσου. Φαντάζεστε, λοιπόν, τι ακολούθησε μετά το σφύριγμα της λήξης. Σε ένα από τα χειρότερα -ποιοτικά- ματς που έκριναν τίτλο, απρόσμενος ήρωας αποδείχτηκε ένας τύπος που έκανε το αδιανόητο. Ο Ντουκαντάμ κατέβασε ρολά. Έμεινε ανίκητος ακόμη και από τα 11 μέτρα. Και η ομάδα που βρισκόταν υπό τον έλεγχο του ρουμάνικου στρατού στέφθηκε πρωταθλήτρια Ευρώπης, βυθίζοντας στη θλίψη την Καταλονία.

Οι μύθοι που αποδείχτηκαν παραμύθια

Κάποια άλλη εποχή ο Ντουκαντάμ πριν βγει το καλοκαίρι θα είχε υπογράψει σε κλαμπ της Αγγλίας, της Ισπανίας ή της Ιταλίας. Θα έβγαζε του κόσμου τα λεφτά και πιθανότατα θα προσάρμοζε το στυλ του στο δυτικό life style. Βέβαια, μιλάμε για το 1986. Τότε δεν… έπαιζαν τέτοια σενάρια στην Ανατολική Ευρώπη. Το κράτος είχε τον απόλυτο έλεγχο της ροής αγαθών αλλά και ανθρώπων. Οι κάτοικοι, ανάμεσα στα υπόλοιπα, δεν διέθεταν καν διαβατήρια για να βγουν από τη χώρα. Ενώ ακόμη και οι αποστολές αθλητικών ομάδων ταξίδευαν συνοδεία στρατιωτικών. Μέχρι και η πληροφόρηση ήταν ελεγχόμενη και δινόταν με το σταγονόμετρο.

Χωρίς ίντερνετ, δίχως δορυφορικά κανάλια ή έστω πλουραλισμό στα ΜΜΕ, ήταν πρακτικά αδύνατο να μάθεις τα πραγματικά γεγονότα. Ή, έστω, να διασταυρώσεις μια πληροφορία. Όπως, για παράδειγμα, αυτές που βγήκαν στην επιφάνεια για την τύχη του Ντουκαντάμ μετά το θρίαμβο της Σεβίλλης. «Ο Νίκου Τσαουσέσκου του έσπασε τα χέρια», έλεγε ο ένας. «Είχε ένα ατύχημα με αλυσοπρίονο κι έχασε τα δάχτυλά του», υποστήριζε ο άλλος. «Τον πυροβόλησαν επειδή έγινε ήρωας», άκουγες από κάποιον τρίτο. Και όλα αυτά μεταφέρονταν από στόμα σε στόμα ή από αφιέρωμα σε αφιέρωμα. Με τον μύθο να γνωρίζει παραλλαγές ανάλογα με το πού το διάβαζες, αλλά πάντα να σκεπάζει την αλήθεια.

Από πρώτο χέρι

Το 1992 βρέθηκα στη Ρουμανία. Έκατσα καιρό και γνώρισα τους κατοίκους της. Είχαν περάσει έξι χρόνια από την κατάκτηση του Πρωταθλητριών και δύο από την πτώση του Νικολάε Τσαουσέσκου και του καθεστώτος του. Παρά τον αέρα ελευθερίας και τις αλλαγές που αχνοφαίνονταν, οι περισσότεροι ζούσαν ακόμη με τη βεβαιότητα πως ο γιος του δικτάτορα είχε καταστρέψει την καριέρα του τερματοφύλακα της Στεάουα. Ήταν τέτοιο το μίσος και η απέχθεια που πίστευαν πως όλα όσα έλεγαν οι γιατροί ή ακόμη και ο ίδιος ο γκολκίπερ, ήταν προπαγάνδα και τίποτα άλλο. «Ήμασταν η χώρα του Τσαουσέσκου και γίναμε η χώρα του Ντουκαντάμ. Αυτό δεν μπορούσε να το ανεχθεί ο κυβερνήτης μας», έλεγαν. Με αυτόν τον τρόπο συντηρούσαν το ιστορικό αφήγημα που είχε φωλιάσει στο μυαλό τους.

Ακόμη κι όταν αποκαλύφθηκε πλήρως η αλήθεια, πολλοί προτίμησαν την εκδοχή του αστικού μύθου. Είχε στοιχεία τραγωδίας. Ήταν ιντριγκαδόρικη και απολύτως ταιριαστή με την ιδέα του υπόλοιπου κόσμου για τους ηγέτες των κομμουνιστικών κρατών της Ανατολικής Ευρώπης. Άλλωστε, ο Νίκου Τσαουσέσκου, ήταν ο άνθρωπος που είχε κακοποιήσει το άλλο μεγάλο αστέρι του ρουμανικού αθλητισμού. Την θρυλική γυμνάστρια Νάντια Κομανέτσι, που έφτασε στο σημείο να καταπιεί χλωρίνη και το είχε σκάσει περπατώντας από τη χώρα. Τι να εμπόδιζε ένα τέτοιο «τέρας» από το να σπάσει από ζήλεια και κακία τα δάχτυλα του Ντουκαντάμ;

Ξετυλίγοντας την αλήθεια

Από όλα τα σενάρια που «δικαιολογούσαν» την εξαφάνιση του τερματοφύλακα της Στεάουα, αναμφίβολα εκείνο με την Mercedes τα ξεπερνούσε όλα. Σύμφωνα με αυτό, ο τότε πρόεδρος της Ρεάλ Μαδρίτης Ραμόν Μεντόσα, του το χάρισε ως ένδειξη ευγνωμοσύνης επειδή στέρησε από την Μπαρτσελόνα τον τίτλο. Άλλοι το προχωρούσαν ακόμη περισσότερο, λέγοντας ότι ήταν… προκαταβολή για τη μεταγραφή του, που θα γινόταν με τις ευλογίες του Κομμουνιστικού Κόμματος, το οποίο (όπως στην περίπτωση της Σοβιετικής Ένωσης με τον Μπλαχίν) θα δεχόταν μια εξαίρεση στην αυστηρή απαγόρευση μετακινήσεων. Ο Νίκου Τσαουσέσκου, λοιπόν, ζήλεψε το αμάξι και ζήτησε να το πάρει. Ο Ντουκαντάμ αρνήθηκε και η συνέπεια ήταν να του σπάσουν τα χέρια. Όταν επανήλθε, δεν μπόρεσε ποτέ να παίξει ξανά σε υψηλό επίπεδο…

Αν και το αφήγημα ή οι παραλλαγές του δεν αμφισβητήθηκαν για χρόνια, η αποδόμησή του μοιάζει παιχνιδάκι σήμερα. Ολόκληρος γιος δικτάτορα και δεν μπορούσε να έχει τη δική του Mercedes; Τι διάολο; Εδώ η μητέρα του η Έλενα είχε συλλογή από 1.000 πανάκριβα ζευγάρια παπούτσια (λιγότερα πάντως από τη σύζυγο του χουντικού Μάρκος στις Φιλιππίνες) και η οικογενειακή περιουσία υπολογιζόταν σε 1.000.000.000 δολάρια. Σε μια Mercedes θα κολλούσε;

Μόλις 60 μέρες μετά τον τελικό της Σεβίλλης, τον Ιούλιο του 86’, ο Χέλμουτ παραπονιέται για μούδιασμα στα δάχτυλά του. Η έναρξη προετοιμασίας της πρωταθλήτριας Ευρώπης πλησιάζει, αλλά οι φίλοι του Ντουκαντάμ δεν δείχνουν να ανησυχούν. Τον πειράζουν λέγοντας του ότι κάποιο λάθος θα έκανε με την πετονιά την προηγούμενη μέρα στο ψάρεμα. Μακάρι να είχαν δίκιο.

Το γεγονός

Ο γιατρός στη γενέτειρά του, όπου κάνει διακοπές, αντιλαμβάνεται πως κάτι δεν πάει καλά. Τον στέλνει στο νοσοκομείο της Αραντ, εκεί που η διάγνωση είναι ξεκάθαρη. «Θρόμβωση της δεξιάς μασχαλιαίας αρτηρίας, με αυξημένη πιθανότητα ανευρύσματος». Όχι μόνο η καριέρα του Ντουκαντάμ, αλλά και η ζωή του η ίδια βρίσκονται σε κίνδυνο. Αντίθετα από το λαϊκό αφήγημα, το καθεστώς κάνει τα αδύνατα δυνατά για να τον σώσει.

Στις 18:20, ώρες μόνο μετά από εκείνο το πρωινό μούδιασμα, ο 28χρονος γκολκίπερ μεταφέρεται με αεροπλάνο που σηκώθηκε ειδικά γι’ αυτόν και φτάνει στο Βουκουρέστι. Αν και παραθερίζει, ο κορυφαίος καρδιολόγος της χώρας και συνταγματάρχης του ρουμανικού στρατού, Βασίλε Κούντεα κινητοποιεί τον κρατικό μηχανισμό. Ακόμη κι έτσι οι πιθανότητες δεν είναι υπέρ του. Όλοι θεωρούν τον ακρωτηριασμό ως την καλύτερη δυνατή λύση. Πάντα, όμως, υπάρχει και ο κίνδυνος να μην ξυπνήσει ζωντανός από το χειρουργικό κρεβάτι. Μετά από 4 ώρες και 40 λεπτά η λεπτή επέμβαση ολοκληρώνεται με επιτυχία.

Ο Ντουκαντάμ είναι ζωντανός. Έχει και τα δύο χέρια στη θέση τους. Αλλά δεν θα είναι ποτέ ούτε ο ίδιος τερματοφύλακας (έπαιξε σε χαμηλότερες κατηγορίες) ούτε ο ίδιος άνθρωπος. Για τα επόμενα τρία χρόνια μένει εκτός ποδοσφαίρου και αυτή η απουσία του πυροδοτεί τις φήμες με τις οποίες μεγάλωσαν ολόκληρες γενιές. «Ήμουν τόσο αγαπητός στον κόσμο που δεν μπορούσε να πιστέψει πως απλά αρρώστησα. Έτσι κι αλλιώς ο Νίκου Τσαουσέσκου είχε πολύ κακή φήμη. Στα τόσα που είχε κάνει στη ζωή του, δεν θα άλλαζε πολλά άλλο ένα αδίκημα. Τους είπα τι μου είχε συμβεί, αλλά δεν με πίστεψε κανείς. Ούτε τώρα με πιστεύουν…», είπε σε συνέντευξή του το 1999. Και είχε δίκιο. Κανείς δεν θέλει να του χαλάσει οτιδήποτε μια ωραία ιστορία. Ούτε καν η ίδια η αλήθεια.