4 παιχταράδες που έφυγαν από την Ελλάδα και εξαφανίστηκαν

Στην Ελλάδα αξέχαστοι κι αλλού απαρατήρητοι…

Τους υπερεκτιμήσαμε εμείς εδώ; Μπορεί.

Πήγαν σε ένα ανώτερο πρωτάθλημα και αμέσως φάνηκε η διαφορά από το χαβαλετζίδικο το δικό μας; Ενδεχομένως.

Έτυχε (για διάφορους λόγους) η καριέρα τους να πάρει την κάτω βόλτα αμέσως μόλις έφυγαν από τη χώρα μας; Δεν αποκλείεται.

Γενικώς, αν και η Ελλάδα αντιμετωπιζόταν από τους περισσότερους ξένους που θαυμάσαμε εδώ ως σκαλοπάτι για την ποδοσφαιρική τους πορεία, κάποιοι είχαν την ίδια κατάληξη με 65άρη που καπνίζει τέσσερα πακέτα άφιλτρα την ημέρα:

Δεν κατάφεραν ποτέ να ανέβουν άλλο σκαλοπάτι!

Πέρα λοιπόν από τα τεράστια ονόματα που ήρθαν με θόρυβο και αποδείχθηκαν τελικώς «παλτά», υπάρχει και μια ιδιαίτερη κατηγορία:

Των παιχταράδων που έπαιξαν μπαλάρα εδώ, αλλά… μόνο εδώ! Και πού όταν έφυγαν από τη χώρα μας, σχεδόν «εξαφανίστηκαν» ποδοσφαιρικά.

Όπως, για παράδειγμα, οι εξής:

-Χουάν Χοσέ Μπορέλι. Ένας από τους μεγαλύτερους αρτίστες της μπάλας που έπαιξαν σε ελληνικά γήπεδα. Η αργή προσαρμογή του και όσα άκουσε μέχρι να φτάσει τελικά στο σημείο να κάνει όργια με τη φανέλα του Παναθηναϊκού τον έχουν μετατρέψει στο πιο κλασικό παράδειγμα παίκτη που δεν πρέπει να κρίνεται γρήγορα και πρόχειρα. Στην τελευταία ελπίδα, αν θες, του Έλληνα οπαδού ότι κάποιος παιχταράς που αγόρασε η ομάδα του δεν είναι «παλτό».

Παίρνοντας φωτιά μετά τα δυο πρώτα χρόνια -και ειδικά αφότου ανέλαβε την τεχνική ηγεσία ο Χουάν Ραμόν Ρότσα- ο Μπορέλι έγινε ο μαέστρος του «τριφυλλιού».

Κέρδισε μαζί του δυο πρωταθλήματα και ένα Κύπελλο και ήταν καθοριστικός στην πορεία προς τα ημιτελικά του Champions League. Μετά τη μεταγραφή του στην Οβιέδο ωστόσο (κάτι που ο ίδιος έχει χαρακτηρίσει το μεγαλύτερο λάθος της καριέρας του) δεν υπήρξε πουθενά το ίδιο σημαντικός.

Έπειτα από τον υποβιβασμό του ισπανικού συλλόγου την ίδια σεζόν, ακολούθησε ένα σύντομο πέρασμα από τη Ρίβερ και μια τριετία με λίγες συμμετοχές στη Σαν Λορέντζο, ενώ τη σεζόν 2001-2002 επέστρεψε στην Ελλάδα για να φορέσει τη φανέλα του Ακράτητου, που ήταν και η τελευταία της καριέρας του.

-Νέρι Καστίγιο. Μεγάλος μπαλαδόρος. Από τους ποδοσφαιρικούς «αλήτες» που λατρεύεις να έχεις στην ομάδα σου και λατρεύεις να μισείς όταν παίζει στους αντιπάλους. «Αναθρεμμένος» στον Ολυμπιακό από τα 16 του και προστατευόμενος των μεγάλων Λάτιν παικτών που φόρεσαν τα ερυθρόλευκα, ο Καστίγιο κατάφερε να αγαπηθεί εξίσου από τον κόσμο της ομάδας.

Και όχι άδικα, βάσει των φοβερών πραγμάτων που μπορούσε να κάνει στο γήπεδο και του τσαμπουκαλεμένου (ενίοτε και υπέρμετρα) χαρακτήρα του.

Ωριμάζοντας σταδιακά και περιορίζοντας τα εξωγηπεδικά του τερτίπια, όχι μόνο έγινε βασικός στον Ολυμπιακό, αλλά και καταλυτικός σε αρκετές από τις επιτυχίες του. Έτσι, το 2007 (έπειτα από την καλύτερή του σεζόν με 12 γκολ και εξαιρετικές εμφανίσεις στο Champions League) η Σαχτάρ χτυπάει την πόρτα των Πειραιωτών.

Και ο Καστίγιο γίνεται η ακριβότερη πώληση ελληνικής ομάδας εκείνη την εποχή αποχωρώντας (αφού είχε κατακτήσει έξι πρωταθλήματα και δυο Κύπελλα) έναντι 15 εκατ. ευρώ.

Δεν δικαιώθηκαν όμως οι προσδοκίες -ούτε της ομάδας, ούτε οι δικές του. Δεν υπολογίστηκε ποτέ σοβαρά. Και αφού δόθηκε δανεικός σε Μάντσεστερ Σίτι και Ντνιέπρ, πέρασε από το MLS και το Μεξικό και φόρεσε ενδιάμεσα τη φανέλα και του Άρη, κρέμασε τελικά τα παπούτσια του (σε ηλικία 30 χρονών) στη Ράγιο Βαγιεκάνο.

-Φερνάντο Νάβας. Μια κατηγορία μόνος του. Εκτός κι αν γνωρίζεις πολλούς παίκτες που λατρεύτηκαν τόσο πολύ από μια ομάδα και τον κόσμο της παίζοντας μόλις 18 φορές με τη φανέλα της. Ωστόσο το αλανιάρικο ποδοσφαιρικό στιλ του Αργεντινού, το άμεσο δέσιμό του με την ΑΕΚ και φυσικά η ροκ χαίτη τον έκαναν γρήγορα ίνδαλμα.

Από ‘κει που ήρθε λοιπόν ως μια μεταγραφή αμφιβόλου ποιότητας (όπως αποδείχθηκε ο συνοδοιπόρος του από την Μπόκα, Εμανουέλ Ρουίς) γρήγορα έγινε καθοριστικός για την «Ένωση».

Ο Νάβας έκανε δυο εκθαμβωτικές εμφανίσεις απέναντι στη Λεβερκούζεν και υπήρξε από τους βασικούς λόγους του θριάμβου της ΑΕΚ να την αποκλείσει στο Κύπελλο UEFA: Πετυχαίνοντας δυο γκολ στη Γερμανία και ένα ακόμα στη ρεβάνς του «Νίκος Γκούμας».

Όσο για το πρωτάθλημα, μπορεί να μην ήταν το ίδιο αποδοτικός, αλλά έφτανε στους φίλους των «κιτρινόμαυρων» για να τον αγαπήσουν η περίφημη χειρονομία στους οπαδούς του Ολυμπιακού (για την οποία χρησιμοποιήθηκε έπειτα η φοβερή υπερασπιστική γραμμή ότι έδειχνε το σκορ 1-1).

Κάποιες παρατυπίες που διαπιστώθηκαν ωστόσο με το διαβατήριο του (το οποίο αποδείχθηκε έπειτα ότι ήταν πλαστό) είχαν ως αποτέλεσμα να μη μακροημερεύσει στην ΑΕΚ. Μετά από σύντομο δανεισμό στον Άρη, περάσματα από Ουνιόν Σάντα Φε, Τσακαρίτα και Αουρόρα κι αφού ενδιάμεσα πέρασε (χωρίς επιτυχία) από τον Πανιώνιο, κρέμασε τα παπούτσια του. Και εντοπίστηκε να διαθέτει μαγαζί με σουβενίρ στη Μαδρίτη πριν επιστρέψει οριστικά πλέον στην πατρίδα του.

-Εμάνουελ Ολισαντέμπε. Γνωστός και ως «Μανώλης» ή «Πράσινο Μίλι» (για ευνόητους λόγους) αγαπήθηκε όσο λίγοι από τους φίλους του Παναθηναϊκού. Υπήρξε ένας από τους πιο αποτελεσματικούς επιθετικούς που φόρεσαν ποτέ τη φανέλα με το «τριφύλλι», ωστόσο το θέμα δεν ήταν μόνο ότι πετύχαινε γκολ. Ήταν ότι πετύχαινε σημαντικά γκολ, σε κρίσιμα σημεία και επί μεγάλων αντιπάλων.

Σκοράροντας συχνότατα εναντίον του Ολυμπιακού και βρίσκοντας δίχτυα σε μεγάλα ματς στην Ευρώπη (όπως ο νικηφόρος πρώτος προημιτελικός του UEFA με την Πόρτο το 2003) ο Ολισαντέμπε αποδείχθηκε κάτι πολύ παραπάνω από μια πετυχημένη μεταγραφή για τους «πράσινους».

Και περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, το όνομά του συνδέθηκε με το πρωτάθλημα του 2004, όταν σκόραρε στο τέλος τριών από τους τέσσερις τελευταίους αγώνες και έδωσε σχεδόν μόνος την κούπα.

Αντιμετωπίζοντας ωστόσο και χρόνιο πρόβλημα τραυματισμού στο γόνατο, αποχώρησε το 2006. Φόρεσε για λίγο τη φανέλα της Πόρτσμουθ, γύρισε για να παίξει (χωρίς επιτυχία) στην Ξάνθη, έκανε ένα πέρασμα από Κύπρο και Κίνα και εντέλει έκλεισε την καριέρα του στη χώρα μας, παίζοντας σε Βύζαντα Μεγάρων και Βέροια.