Η πιο δύσκολη θέση για να «κοροϊδέψεις» στο ποδόσφαιρο είναι ο τερματοφύλακας.
Ένας αμυντικός μπορεί να διώχνει απλώς την μπάλα.
Ένας μέσος μπορεί να αρκείται σε ασφαλείς κινήσεις, μαρκάροντας και παίζοντας μονάχα παράλληλα.
Ένας επιθετικός μπορεί να φανεί τυχερός και με κάποιες φάσεις που θα του κάτσουν, να σκοράρει.
Όλοι τελοσπάντων έχουν μια πιθανότητα να ξεγελάσουν (έστω και για μικρό χρονικό διάστημα) εκτός από τους γκολκίπερ.
Γιατί κάτω από τα δοκάρια κάνει «κρα» ο μυρωδιάς. Φαίνεται αμέσως αν κάποιος είναι μανταλοχέρης. «Φωνάζει» ο τροχονόμος.
Ή μήπως όχι;
Ίσως και όχι αν σκεφτείς ότι υπήρξαν περιπτώσεις τερματοφυλάκων που μας έπιασαν όλους κότσους.
Που όχι μόνο στάθηκαν χωρίς ιδιαίτερα προσόντα, αλλά έκαναν και αξιοσημείωτη καριέρα. Που μας έκαναν να αναρωτιόμαστε πώς στην ευχή τους εμπιστεύτηκαν ομάδες -και μάλιστα μεγάλες.
Όπως, για παράδειγμα, οι εξής:
Βίκτορ Βαλντές
Η μεγαλύτερη απάτη όλων των εποχών. Ο ορισμός της κωλοφαρδίας και της εύνοιας των συγκυριών. Μέτριος και ανεπανάληπτος γκαφατζής, δεν επρόκειτο ποτέ να φορέσει τη φανέλα της Μπαρτσελόνα αν δεν ήταν Καταλανός. Και όχι μόνο τη φόρεσε, αλλά ως μέλος μιας ασύλληπτης υπερομάδας που σάρωσε τα πάντα, μοστραρίστηκε κι αυτός ως κορυφαίος τερματοφύλακας. Η ποδοσφαιρική εφαρμογή του «μαζί με τον βασιλικό ποτίζεται κι η γλάστρα» έκατσε συνολικά 530 (!) φορές κάτω από τα δοκάρια των «μπλαουγκράνα».
Μια απόδειξη του πόσο άδικο μπορεί να γίνει ενίοτε το ποδόσφαιρο. Έχοντας προσφέρει στιγμές αυθόρμητου γέλιου, ήταν πάντα συμμέτοχος στις ελάχιστες αποτυχίες της Μπαρτσελόνα επί της εποχής του. Και το παραμύθι ότι ήταν δήθεν top γκολκίπερ τελείωσε μόλις έφυγε από τους Καταλανούς: Αποτυγχάνοντας οικτρά σε Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, Σταντάρ Λιέγης και Μίντλεσμπρο, πριν κάνει τη χάρη στον εαυτό του να αποσυρθεί.
Ντέιβιντ Σίμαν
Καταρχάς μιλάμε για τερματοφύλακα με κοτσίδα. Και τερματοφύλακας με κοτσίδα (πάντα για κάποιον ανεξήγητο λόγο) μοιάζει σαν πιο βαρύς. Σαν πιο δυσκίνητος. Ίσως επειδή ταυτίστηκε ως στιλ με τον Άγγλο. Χωρίς κάποια ικανότητα που να ξεφεύγει από τον μέσο όρο, χωρίς ένα προσόν που όταν τον κατηγορούσε κάποιος μπροστά σου να μπορούσες να απαντήσεις «ναι ρε φίλε, αλλά ο Σίμαν έχει αυτό», κατάφερε παρόλα αυτά να κάνει μεγάλη καριέρα. Να ταυτιστεί με την Άρσεναλ και να γίνει βασικότατος στην εθνική.
Το πώς το κατάφερε παραμένει ακόμα σκάνδαλο για όσους δεν είναι συγγενείς του (α’ βαθμού) και θέλουν να τον υπερασπιστούν. Μιλάμε για τερματοφύλακα που δεν έχει κάνει απλώς γκάφες. Έχει καταφέρει να κάνει την ίδια γκάφα, τη μεγαλύτερη ντροπή για έναν γκολκίπερ (να φάει γκολ από του διαόλου τη μάνα) σε ΔΥΟ τεράστια παιχνίδια: Πρώτα λοιπόν κόστισε το Κύπελλο Κυπελλούχων στην Άρσεναλ το 1995 (με τη φοβερή λόμπα του Ναΐμ στο τελευταίο λεπτό της παράτασης) και έπειτα κόστισε και τον αποκλεισμό της Αγγλίας από τη Βραζιλία στο Μουντιάλ του 2002 με το αξέχαστο «κρέμασμα» του Ροναλντίνιο.
Ντέιβιντ Τζέιμς
Μεγάλος διασκεδαστής. Αν και φαινομενικά διέθετε όλα τα προσόντα για έναν σπουδαίο τερματοφύλακα, κάτω από τη στολή και τα γάντια κρυβόταν ένας σπουδαίος ηθοποιός: Που κατάφερε να υποδυθεί τον βασικό «άσο» της Λίβερπουλ και της εθνικής Αγγλίας. Εμπνέοντας ανασφάλεια ακόμα και σε βραδιά όπου έπιανε τα άπιαστα και ικανός για γκέλα ανά πάσα στιγμή του αγώνα, ταυτίστηκε με πολλές από τις (πάμπολλες) αποτυχίες της Λίβερπουλ τη δεκαετία του ’90.
Παρόλο, δε, που συχνότατα έγινε ανέκδοτο από τον αδυσώπητο αγγλικό Τύπο, κατάφερε να πείσει κι άλλες ομάδες ότι είναι η καλύτερη επιλογή για την εστία τους: Αφού πέρασε λοιπόν από Γουέστ Χαμ, Μάντσεστερ Σίτι, Πόρτσμουθ, Μπρίστολ Σίτι και Μπόρνμουθ και κατέληξε σε Ισλανδία και Ινδία, παρέμεινε στην τελευταία για να δουλέψει ως προπονητής. Το πρόβλημα για τον ίδιο είναι ότι αποδείχθηκε ακόμα χειρότερος σύζυγος απ’ ό,τι τερματοφύλακας κι ενδιάμεσα αναγκάστηκε να ξεπουλήσει την περιουσία του για να πληρώσει τη διατροφή της πρώην συζύγου.
Πέπε Ρέινα
Φοβερός τύπος. Εκπληκτικός χαρακτήρας. Οι συμπαίκτες του πάντα μιλούσαν με τα καλύτερα λόγια και στην εθνική Ισπανίας (παρόλο που δεν έπαιζε ποτέ βασικός) ήταν από τις αγαπημένες φυσιογνωμίες των αποδυτηρίων. Η φάση όμως θυμίζει τον κλασικό διάλογο γονιού με καθηγητή όπου τον ρωτάει «είναι καλός στα μαθήματά του» και ακούει την απάντηση «ε, είναι καλό παιδί». Μπορεί λοιπόν για αρραβωνιαστικός ή για να τον προξενέψεις στην αδερφή σου να ήταν ό,τι πρέπει, αλλά για τερματοφύλακας που θα σου κάνει τη διαφορά δεν ήταν.
Θα πει κάποιος «μα είναι βασικός στη Νάπολι και φέτος πάει για πρωτάθλημα». Και θα του… απαντούσαν αν τον άκουγαν κάποιοι φίλοι της Λίβερπουλ «πλάκα μας κάνεις, ρε μεγάλε»; Διότι στη δική τους ομάδα (όπου έπαιξε εννιά χρόνια) όχι μόνο δεν πανηγύρισε πρωτάθλημα, αλλά διέπραξε κάποιες γκέλες που έγραψαν ιστορία. Σαν κι αυτές που συνέχισε (σε μικρότερο βαθμό ειν’ η αλήθεια) στην Ιταλία, ενισχύοντας το ερώτημα «πώς στο διάολο ένας τόσο μέτριος γκολκίπερ έχει φορέσει τις φανέλες Μπαρτσελόνα, Λίβερπουλ, Νάπολι και Μπάγερν».
Φαμπιάν Μπαρτέζ
Είχε προσόντα. Μπορεί να μη γέμιζε ιδιαίτερα το μάτι, αλλά διέθετε καλά αντανακλαστικά. Το πρόβλημα ωστόσο με τον Μπαρτέζ δεν ήταν τόσο η έλλειψη ταλέντου. Όσο η (αυτο)πεποίθηση ότι το ταλέντο του ότι ήταν πολύ μεγαλύτερο απ’ όσο στην πραγματικότητα. Υπερεκτιμώντας πολλές φορές τις δυνατότητές του, υπέπιπτε ενίοτε σε απρόσμενες γκέλες. Μπορούσε το ένα λεπτό να κάνει μεγάλη απόκρουση και το επόμενο να κάνει ευτυχισμένο τον αντίπαλο επιθετικό με κάποιο απρόσμενο δώρο.
Και πέρα απ’ αυτά, είχε ένα επίσης μεγάλο ελάττωμα για τερματοφύλακα: Του άρεσε η λεζάντα! Δεν ήταν λοιπόν μονάχα ότι έκανε τις επεμβάσεις του να φαίνονται εντυπωσιακότερες, αλλά και ότι κρατούσε συχνά την μπάλα στα πόδια του παραπάνω απ’ όσο έπρεπε. Με αποτέλεσμα γκάφες σαν τις απίστευτες που εξαργύρωσε κάποτε ο Τιερί Ανρί και δεν θα μπορούσες να πιστέψεις (αν δεν το ήξερες) ότι τις έκανε τερματοφύλακας οποίος έχει κατακτήσει πρωταθλήματα, Champions League, Μουντιάλ και Euro.