Είναι γενικώς δύσκολο να είσαι ΑΕΚτσής. Θέλει ψυχικές αντοχές και αδιανόητο κουράγιο για να μην την ψωνίσεις.
Όχι επειδή η ομάδα σου πανηγυρίζει πιο σπάνια σε σχέση με τις άλλες μεγάλες ομάδες. Ούτε επειδή έχει ζήσει τον εφιάλτη του υποβιβασμού.
Και φυσικά ούτε επειδή μετράει λιγότερα πρωταθλήματα. Εξάλλου η πλειοψηφία των ΑΕΚτσήδων δεν διάλεξε αυτή την ομάδα για τους τίτλους.
Εκείνο που πραγματικά απειλεί την ψυχική σου υγεία και διαλύει το νευρικό σου σύστημα είναι οι αυτοκαταστροφικές τάσεις αυτού του συλλόγου.
Η ποικιλία τρόπων που διαθέτει για να «αυτοκτονεί» (αγωνιστικά και εξωαγωνιστικά).
Η πάντα αυξημένη πιθανότητα εκεί που τα πράγματα πηγαίνουν καλά να γίνουν από το πουθενά… πουτάνα!
Αν και καθόλου λοιπόν δεν υστερεί η ποδοσφαιρική ομάδα σε δυνατότητα να σε στείλει στον ψυχίατρο (όπως ομολογεί και το γνωστό σύνθημα των οπαδών της), αυτή που πραγματικά μπορεί να σου φορέσει το άσπρο πουκαμισάκι που κουμπώνει από πίσω είναι η μπασκετική.
Θυμάμαι κάποτε τον πατέρα μου να παρακολουθεί παιχνίδι της ΑΕΚ στο μπάσκετ στην τηλεόραση.
Εποχές «Γεώργιος Μόσχος», τεράστιες μορφές όπως οι Γκέκος, Κουντουράκης, Ποδαράς, Αριδάς κλπ. Δεν θυμάμαι αν το ματς ήταν ελληνικό ή Ευρώπης -παίζει να ήταν για το αξέχαστο Κύπελλο Κόρατς.
Ενώ χάνει λοιπόν με έναν πόντο κι έχει την τελευταία επίθεση, στο τελευταίο δευτερόλεπτο βγάζει παίκτη αμαρκάριστο κάτω από το καλάθι. Ίσως να ήταν ο Βασίλης Λανές, αλλά δεν παίρνω κι όρκο.
Σηκώνεται ο παλίκαρος, αφήνει την μπάλα στο ταμπλό κι εκεί που περιμένουν όλοι να πανηγυρίσουν τη μεγάλη νίκη… στεφάνι και έξω!
Κατεβάζει ομίχλη ο πατέρας, βγάζει καπνούς από τα νεύρα και τραβώντας (ξυπόλητος) κλωτσίδι στο τραπέζι του σαλονιού, σπάει το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού!
Θυμάμαι λοιπόν να αναρωτιέμαι τότε σαν παιδί: «Ντάξει, χάσαμε, αλλά πώς κάνει έτσι, τρελός είναι»;
Ε, βλέποντας την ΑΕΚ να χάνει την Τρίτη το ματς της χρονιάς στην Ευρώπη επειδή στην τελευταία επίθεση για τη νίκη έγινε… άκυρο πήδημα, ένα πράγμα μου ήρθε στο μυαλό:
Ευτυχώς που δεν είχα τραπεζάκι μπροστά μου!
Πραγματικά είναι σαν κάποιου τύπου δοκιμασία από τον Θεό να παρακολουθείς τη σύγχρονη εκδοχή της μπασκετικής ΑΕΚ. Σαν καψόνι από κομπλεξικό επιλοχία.
Σαν κάποιος να σκηνοθετεί επίτηδες κάποια από τα παιχνίδια της για να σε οδηγεί σε παράνοια σαν του (επίσης ΑΕΚτσή) Λάμπρου Κωνσταντάρα…
Εκεί που λες, λοιπόν, «δόξα τω Θεώ» που βρέθηκε ένας άνθρωπος να βάλει τα ωραία του λεφτάκια για να ξαναγίνει ισχυρή η ομάδα (χωρίς σχεδόν ανταπόδοση), αρχίζεις τα «βοήθα, Παναγιά» με αυτά που βλέπεις ενίοτε στο γήπεδο.
Από ‘κει που λες «μπράβο, ρε Μάκη, που το παλεύεις», σκέφτεσαι μήπως έχουν δίκιο όσοι φωνάζουν χιουμοριστικά (;) «Μάκη, στα τρώνε».
Από εκεί που βλέπεις μια σοβαρή προσπάθεια να βρεθεί ένας προπονητής που θα βασιστεί πάνω του το πλάνο της αντεπίθεσης (είτε με Ζντοβτς, είτε με Μανωλόπουλο), καταλήγεις να μονολογείς συλλαβιστά -και βραχνά:
Ο-ΧΙ ΑΛ-ΛΟ ΣΑ-ΚΟ-ΤΑ!
Κι ενώ οι ξένοι πηγαινοέρχονται με μεγαλύτερη συχνότητα από μπαλάκι του τένις σε Grand Slam, παιχνίδια χάνονται με κάθε πιθανό και απίθανο τρόπο:
Με ανατροπή-χωρίς ανατροπή, με υπερπροσπάθεια-με κατεβασμένα τα χέρια, με διαφορά 10 πόντων στην τέταρτη περίοδο-με διαφορά που παίζεται στον πόντο.
Γενικώς θα γίνει ό,τι χρειαστεί για να ψάχνεις στη λήξη έναν τοίχο να κουτουλήσεις το κεφάλι σου:
Από βήματα και πατήματα των γραμμών, μέχρι άκυρα πηδήματα (καλή ώρα, ή μάλλον κακή ώρα) και γκολ-φάουλ σε τρίποντα!
Όπως πάντα συμβαίνει όμως στην ΑΕΚ, υπάρχει και η άλλη πλευρά. Μπορεί να σε πικραίνει ή να σε εκνευρίζει, αλλά πάντα σου δίνει έναν ακόμα λόγο να την καψουρευτείς.
Με τον ίδιο τρόπο λοιπόν που οι λίγοι μπασκετικοί «πιστοί» της έχουν πάντα θέση στο παγωμένο ΟΑΚΑ, όλοι οι «πιστοί» της θα βρουν μια θέση σε κάποιο σινεμά.
Για να θυμηθούν μέσω του «1968» τι ιστορία έχει γράψει η ομάδα τους. Τι πρεσβεύει και έξω απ’ τα γήπεδα. Και πόση υπομονή αξίζει ακόμα να κάνουν για να την (ξανα)δουν «βασίλισσα»…