Τον Οκτώβρη του 2017, ενόψει του καθοριστικού για την Εθνική Αργεντινής αγώνα με το Περού, στο πλαίσιο των προκριματικών του Μουντιάλ, ένα δημοσίευμα εφημερίδας της Λίμα προκάλεσε σάλο στη Λατινική Αμερική, ξυπνώντας φαντάσματα του παρελθόντος. «Κλέφτες» ανέφερε στο πρωτοσέλιδό της η «Todosport», καταγγέλλοντας ότι ο αγώνας του «Μπομπονέρα» ήταν στημένος, προκειμένου η παρέα του Λίονελ Μέσι να διαφύγει της πολύ δύσκολης θέσης και να πάρει το εισιτήριο για το Παγκόσμιο Κύπελλο.
Το σενάριο βασίστηκε στο ταξίδι του προέδρου της FIFA Τζιάνι Ινφαντίνο στο Μπουένος Άιρες και αντανακλούσε (αποκλειστικά) στη διαιτησία του ματς, καθώς το Περού είχε τεράστιο βαθμολογικό κίνητρο. Εν τέλει (το σενάριο), αποδείχτηκε σαθρό, καθώς ο αγώνας έληξε 0-0 και η Αργεντινή χρειάστηκε τη νίκη της τελευταίας αγωνιστικής στο Εκουαδόρ για να πάρει την πρόκριση, ενώ το Περού (που έμεινε στο 1-1 με την Κολομβία εντός) θα παίξει μπαράζ.
Η καταγγελία μπορεί να αποδείχτηκε αβάσιμη, χτύπησε όμως μια ευαίσθητη χορδή στην ποδοσφαιρική κοινή γνώμη των δύο χωρών. Αυτό που συνδέει τις εθνικές ομάδες τους συνιστά τη μεγαλύτερη κηλίδα στην ιστορία των Παγκοσμίων Κυπέλλων. Η μέρα που η αξιοπιστία της FIFA και του ίδιου του θεσμού δέχτηκαν ένα ισχυρότατο πλήγμα.
Είναι το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1978 και η οικοδέσποινα Αργεντινή αντιμετωπίζει το Περού, στο παιχνίδι που κρίνεται το ένα από τα δύο εισιτήρια για τον τελικό της διοργάνωσης. Το σύστημα διεξαγωγής ήταν τελείως διαφορετικό, με τη συμμετοχή 16 ομάδων.
Ο δύο πρώτοι των τεσσάρων ομίλων περνούσαν στην επόμενη φάση και σχημάτιζαν δύο νέους ομίλους των τεσσάρων ομάδων. Οι δύο πρώτοι των γκρουπ της β’ φάσης θα έπαιζαν αυτόματα στον τελικό και οι δεύτεροι στο μικρό τελικό. Στον όμιλο με την Αργεντινή και το Περού ήταν επίσης οι Βραζιλία και Πολωνία.
Η Αργεντινή είχε προκριθεί ως δεύτερη από τον όμιλο της, χάνοντας με 1-0 από την Ιταλία στο τελευταίο ματς (στα άλλα δύο νίκησε με 2-1 Γαλλία και Ουγγαρία). Ομοίως και η Βραζιλία, που έφερε ισοπαλίες με Σουηδία (με σκανδαλώδη τρόπο), Ισπανία και νίκησε την Αυστρία, από την οποία έχασε όμως σε ισοβαθμία την πρώτη θέση.
Το Περού ήταν η έκπληξη της διοργάνωσης, παίρνοντας την πρόκριση ως πρώτο με τέρματα 7-2. Νίκησε το Ιράν και την ισχυρή Σκωτία ενώ έφερε 0-0 με την Ολλανδία (η οποία ηττήθηκε από τη Σκωτία, αλλά προκρίθηκε ως δεύτερη). Πρώτη από τον όμιλό της προκρίθηκε και η Πολωνία, αφήνοντας δεύτερη τη Δυτική Γερμανία.
Στη β’ φάση η Βραζιλία νίκησε με 3-0 το Περού και η Αργεντινή με 2-0 την Πολωνία. Ακολούθησε η λευκή ισοπαλία στο ντέρμπι Αργεντινής – Βραζιλίας και ενόψει της τρίτης και καθοριστικής αγωνιστικής, οι διοργανωτές προγραμμάτισαν να αρχίσει πιο αργά το παιχνίδι της γηπεδούχου κόντρα στο Περού από το Βραζιλία – Πολωνία. Το παράδοξο είναι ότι στον άλλο όμιλο τα ματς της τελευταίας αγωνιστικής διεξήχθησαν την ίδια ώρα!
Η Βραζιλία επιβλήθηκε με 3-1 της Πολωνίας και η «αλμπισελέστε» ήξερε ότι χρειαζόταν νίκη με τέσσερα γκολ διαφορά για να προκριθεί, αντί της Σελεσάο, στον τελικό. Το Περού προφανώς ήταν αδιάφορο, έχοντας ηττηθεί και στο δεύτερο παιχνίδι του, με 1-0 από την Πολωνία.
Όπως και να ‘χει, η αποστολή της ομάδας του Σέζαρ Λουίς Μενότι δεν έμοιαζε καθόλου εύκολη, δεδομένου ότι το Περού είχε δεχτεί όλα κι όλα 6 γκολ στα 5 προηγούμενα παιχνίδια του στη διοργάνωση.
Ήταν 21 Ιουνίου του ’78 και στο Στάδιο «Γιγάντε ντε Αρογίτο» του Ροσάριο η αίσθηση αυτή θα γινόταν πολύ πιο ισχυρή, όταν στο πρώτο 20λεπτο του αγώνα οι φιλοξενούμενοι σημάδεψαν δύο φορές τα δοκάρια του Ουμπάλντο Φιγιόλ.
Από εκεί και πέρα όμως ξεκίνησε αυτό που χαρακτηρίστηκε ως… παρωδία. Στο 21ο λεπτό ο Μάριο Κέμπες άνοιξε το σκορ και έως το 72’ η Αργεντινή έβαλε άλλα πέντε γκολ, με τους Περουβιανούς να φαίνεται ότι στην καλύτερη περίπτωση μαρκάρουν με τα μάτια και στη… χειρότερη να δίνουν μόνοι τους την μπάλα στους αντιπάλους (περίπτωση του 6ου γκολ).
Σε 49 αγωνιστικά λεπτά το Περού έφαγε όσα γκολ είχε δεχτεί στα προηγούμενα 470 της διοργάνωσης (!) και η Βραζιλία αποκλείστηκε από τον τελικό, χωρίς να έχει γνωρίσει ήττα.
Εν τέλει η παρέα του Ζίκο θα έμενε η μοναδική αήττητη ομάδα εκείνου του Μουντιάλ, αφού παρά το εντονότατο αίσθημα αδικίας, επικράτησε με 2-1 της Ιταλίας στο μικρό τελικό.
Ως γνωστόν η Αργεντινή κατέκτησε στην παράταση το τρόπαιο, νικώντας με 3-1 στην παράταση την Ολλανδία. Ο δικτάτορας Χόρχε Ραφαέλ Βιδέλα είχε πετύχει το σκοπό του. Είχε χρησιμοποιήσει ως εργαλείο προπαγάνδας το Μουντιάλ για να εξωρραΐσει την εικόνα της Αργεντινής στην παγκόσμια κοινή γνώμη. Φυσικά και για να προσφέρει «άρτο και θεάματα» σε έναν λαό που είχε υποφέρει ήδη επί μία διετία από τη στυγνή διακυβέρνηση του.
Η δική του χούντα έχει μείνει στην ιστορία ως μία από τις πιο αιματηρές, μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το καθεστώς Βιδέλα θεωρείται ότι δολοφόνησε περισσότερους από 30.000 ανθρώπους την πενταετία 1976-1981 και βασάνισε άλλους περίπου 100.000. Πόσο εύκολο ήταν να του… ξεφύγει ένα Παγκόσμιο Κύπελλο, που διεξαγόταν στη χώρα του;
Οι περισσότεροι συνέδεσαν άμεσα τα… στραβά μάτια του Περού με το γεγονός ότι ο… περιβόητος έκτοτε γκολκίπερ της ομάδας Ραμόν Κιρόγα είχε γεννηθεί στην Αργεντινή. Αλλά αυτό από μόνο του δεν θα αρκούσε βέβαια για να αιτιολογήσει το συνολικό ναυάγιο της περουβιάνικης άμυνας.
Η επικρατούσα θεωρία πια είναι ότι το 6-0 ήταν προϊόν μυστικής συμφωνίας μεταξύ του Βιδέλα και του τότε δικτάτορα του Περού, Φρανσίσκο Μπερμούδες.
Σύμφωνα με δημοσίευμα του Independent το 1995, λίγο καιρό μετά τον αγώνα κυκλοφόρησε η φήμη ότι για αντάλλαγμα είχαν αποσταλεί στο Περού από το στρατιωτικό καθεστώς του Βιδέλα 35.000 τόνοι σιτηρά και πιθανόν δωρεάν όπλα!
Το 2012, ο 80χρονος τότε πρώην γερουσιαστής του Περού, Τζενάρο Λεντέσμα, ήταν πιο αποκαλυπτικός. Κατήγγειλε τότε ότι στο πλαίσιο της επιχείρησης «Κόνδορας», το Περού δέχτηκε να «δώσει» τον αγώνα και ως αντάλλαγμα ο Βιδέλα θα φυλάκιζε 13 αντιφρονούντες πολιτικούς, που βρίσκονταν εκείνη την περίοδο στην Αργεντινή.
Η επιχείρηση «Κόνδορας» ήταν το κοινό σχέδιο των δικτατορικών καθεστώτων της Αργεντινής, Βραζιλίας, Βολιβίας, Παραγουάης, Ουρουγουάης, Χιλής και Περού να απαλλαγούν από αριστερούς αντιφρονούντες.
«Ο Βιδέλα είχε ανάγκη να κατακτήσει το Παγκόσμιο Κύπελλο η χώρα του για να καθαρίσει την άσχημη εικόνα που είχε η Αργεντινή σε όλο τον κόσμο. Οπότε δέχτηκε να συλλάβει και να βασανίσει αυτούς τους άνδρες, μόνο στην περίπτωση που το Περού επέτρεπε στην εθνική ομάδα της χώρας του να θριαμβεύσει», κατέθεσε ο Λεντέσμα σε δικαστήριο του Μπουένος Άιρες και στον δικαστή Νομπέρτο Ογιαρμπίντε, ο οποίος είχε εκδώσει τότε ένταλμα σύλληψης εναντίον του Φρανσίσκο Μερμούδες.
Για το αν το ματς ήταν στημένο ή όχι, φαίνεται ότι δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία οι δηλώσεις που έκανε χρόνια αργότερα ο Αργεντίνος επιθετικός Λεοπόλντο Λούκε, που σε εκείνο το παιχνίδι είχε πετύχει δύο γκολ. «Απ’ όσα ξέρω πια, δεν μπορώ να πω ότι είμαι περήφανος για εκείνη τη νίκη. Απλά τότε δεν είχα καταλάβει. Οι περισσότεροι από εμάς δεν είχαν καταλάβει. Εμείς απλά παίζαμε ποδόσφαιρο…».
Και ο μετέπειτα μέσος της Τότεναμ, Ρικάρντο Βίλα, που στο Μουντιάλ του ’78 είχε δύο συμμετοχές ως αλλαγή, ήταν λιτός, αλλά απολύτως ενδεικτικός: «Δεν υπάρχει καμια αμφιβολία ότι χρησιμοποιηθήκαμε για πολιτικούς σκοπούς…».
Δεν ήταν ούτε η πρώτη, ούτε η τελευταία φορά βέβαια που το ποδόσφαιρο θα εξελισσόταν σε δεκανίκι απολυταρχικών καθεστώτων. Προϊόντος του χρόνου αποδείχτηκε τέτοια η δύναμή του που ήταν γραφτό να μάθει ο κόσμος και τη στρεβλή, «σκοτεινή» πλευρά του…