Είναι (ποδοσφαιρικό) είδος προς εξαφάνιση.
Όλο και περισσότεροι όσο περνάνε τα χρόνια τον θεωρούν ρόλο ξεπερασμένο.
Ρε δεν πα’ να λένε…
Όσο κι αν προσπαθούν ν’ αλλάξουν την ταυτότητα του αθλήματος και να το… εκμοντερνίσουν, οι πραγματικοί μερακλήδες της μπάλας θα λατρεύονται πάντα.
Και τα «μηχανάκια» δεν πρόκειται να πάρουν ποτέ τη θέση των λατρεμένων «δεκαριών» στις καρδιές των φιλάθλων.
Μαζί λοιπόν με το καλό ποδοσφαιρικό θέαμα, από την Ελλάδα μας έχουν λείψει τα τελευταία χρόνια και οι αρτίστες με τον ιερό αριθμό στην πλάτη.
Δεν συζητάμε για Ριβάλντο, Μπορέλι, Τσιάρτα και Έκι Γκονζάλες. Ούτε καν για Ζέτερμπεργκ, Σανμαρτεάν, Σεντένο και Σικαμπάλα.
Ακόμα και χαμηλότερης αξίας επιτελικοί μέσοι (με την παλιομοδίτικη έννοια του όρου) σπανίζουν πλέον στη χώρα μας.
Και μας κάνουν να αναπολούμε (όχι μόνο όλους τους προαναφερθέντες αλλά και) κάποια αυθεντικά δεκάρια που πέρασαν πιο πρόσφατα χρονικά από τα μέρη μας.
Όπως οι εξής:
Αριέλ Ιμπαγάσα
Δεν περιμέναμε να έρθει στην Ελλάδα για να διαπιστώσουμε πόσο μεγάλος παίκτης είναι. Όταν έφτασε το 2010 για τον Ολυμπιακό ήταν ήδη φίρμα: Με δυο θητείες ως «μαέστρος» της φοβερής (τότε) Μαγιόρκα, μεταγραφή στην Ατλέτικο (όπου επίσης ήταν εξαιρετικός) και σημαντική παρουσία στη Βιγιαρεάλ. Ε, όταν είσαι τόσο μπαρουτοκαπνισμένος στην Primera Division, ακόμα και στα 34 μπορείς να κάνεις πλάκα στη Σούπερ Λίγκα. Και αυτό ακριβώς έκανε ο «Κάνιο»…
Μπορεί να μη σκόραρε συχνά (ίσως το μόνο ψεγάδι που θα μπορούσε κανείς να του βρει), αλλά ήταν ο ονειρεμένος συμπαίκτης του επιθετικού. Απίστευτα εγκεφαλικός και άριστος στο κάθετο παιχνίδι, μοίρασε συνολικά 32 ασίστ στη διάρκεια της «ερυθρόλευκης» θητεία του. Και πέρα από σύνθημα στα χείλη των οπαδών του Ολυμπιακού, έγινε και πρωταθλητής, προσθέτοντας τέσσερις κούπες (και δυο Κύπελλα) στο Copa Del Rey που είχε σηκώσει με τη Μαγιόρκα.
Πάμπλο Ντε Μπλάσις
Τον έβλεπες έτσι κοντοπίθαρο και δεν σου γέμιζε το μάτι. Έλεγες «σιγά το πόκεμον». Πού να ‘ξερες (ή μάλλον που να ξέραμε) το 2012, όταν τον ανακάλυψε ο Αστέρας Τρίπολης στην Αργεντινή, τι φλέβα χρυσού χτύπησε. Γρήγορος, διεισδυτικός και καλός ντριμπλέρ, μπορούσε πανεύκολα να παίξει και στα άκρα. Η κοψιά του όμως και η ποδοσφαιρική του διορατικότητα ήταν (και παραμένουν) χαρακτηριστικά γνήσιου λατινοαμερικάνικου δεκαριού.
Εξάλλου, δεν υπάρχει προσόν μεσοεπιθετικού που να μην το εξασκεί καλά. Πασάρει, σουτάρει, δημιουργεί, σκοράρει… Ακόμα και με το κεφάλι, έχει εντυπωσιακά μεγάλο αριθμό γκολ για τα 166 εκατοστά του. Δεν ήταν περίεργο λοιπόν που τον χαρήκαμε μόλις δυο χρόνια (κατά τη διάρκεια των οποίων μέτρησε 20 γκολ και 17 ασίστ σε 90 παιχνίδια). Ούτε που η Μάιντς γοητεύτηκε τόσο πολύ απ’ τα παιχνίδια με τον Αστέρα στο Europa League, ώστε να τον κάνει δικό της.
Μπίμπρας Νάτχο
Αυτή είναι μια περίπτωση διαφορετική από τις άλλες. Εδώ οι προσδοκίες δεν δικαιώθηκαν. Οι (γνωστές και αποδεδειγμένες) ικανότητές του δεν υπήρξαν καθοριστικές. Ε και; Επειδή δεν έπιασε στον ΠΑΟΚ, πάει να πει ότι ο Ισραηλινός μπαλαδόρος δεν ήταν -πριν και μετά το πέρασμά του από τη χώρα μας- ένας ποιοτικότατος παίκτης; Ή ότι δεν υπήρξε ένα από τα λίγα «παλιομοδίτικα» δεκάρια που έπαιξαν τα τελευταία χρόνια στη Σούπερ Λίγκα;
Σύμφωνοι, εδώ είδαμε λίγα από τα εξαιρετικά στοιχεία που τον έκαναν όνομα στη Ρούμπιν Καζάν. Πήραμε μια μικρή μόνο γεύση του ταλέντου του. Προλάβαμε όμως να επιβεβαιώσουμε τα χαϊδέματά του στην μπάλα. Το ντελικάτο του στιλ. Την ικανότητα στο διάβασμα του παιχνιδιού: Όλα αυτά που έδειξε μετά τη μεταγραφή στην (πανάκριβη) ΤΣΣΚΑ Μόσχας και είχαν ως αποτέλεσμα 28 γκολ και 23 ασίστ (σε 132 ματς) συν μια κατάκτηση του πρωταθλήματος.
Τσόρι Ντομίνγκες
Ανάγκη από τίτλους δεν είχε. Δόξα τω Θεώ (έστω κι αν δεν είχε σε όλα ενεργή συμμετοχή) και πρωταθλήματα είχε πανηγυρίσει και Κύπελλο UEFA είχε στο βιογραφικό του (ως μέλος της Ζενίτ) και στην Primera Division είχε παίξει… Αυτό που έψαχνε ο Αλεχάντρο Ντομίνγκες όταν έφτασε το 2013 για τον Ολυμπιακό ήταν μια ομάδα στην οποία θα αποδείκνυε ότι μπορεί να γίνει σημείο αναφοράς. Και τα κατάφερε!
Άψογος χειριστής της μπάλας, ικανότατος πασέρ και με πόδια που «ζωγράφιζαν» εκτός περιοχής, ο Τσόρι πετύχαινε έναν σπάνιο συνδυασμό: Του στιλ της ποδοσφαιρικής «αλητείας» που διαθέτει κάθε αργεντίνικο δεκάρι με τον άψογο χαρακτήρα εντός κι εκτός γηπέδου. Γιατί όσο τον αποθέωσε για τα τέσσερα πρωταθλήματα, το ένα Κύπελλο ή γκολάρες σαν αυτή του τελικού με την Ξάνθη, ο κόσμος του Ολυμπιακού (και όχι μόνο) τον εκτίμησε για το πάθος και τη διάθεση να προσφέρει ανά πάσα στιγμή -έστω και ως αλλαγή στα τελευταία λεπτά.