Κατά καιρούς έχουμε δει μεγάλους αμυντικούς στα ελληνικά γήπεδα.
Όχι μόνο ξένους, αλλά και δικούς μας.
Εξάλλου, σαν χώρα μπορεί να υστερούμε στην παραγωγή δημιουργικών παικτών και επιθετικών, αλλά στόπερ έχουμε βγάλει (και συνεχίζουμε να βγάζουμε) άφθονα.
Πέρα όμως από διαχρονικές εγχώριες αξίες (όπως οι Μανωλάς, Καραταϊδης, Καλιτζάκης) και μεγάλες μορφές ξένων (όπως οι Μέλμπεργκ, Χένρικσεν, Γκαμάρα) υπήρξε και μια ιδιαίτερη κατηγορία.
Ένα συγκεκριμένο «κλειστό» κλαμπ:
Των στόπερ που σε ένα διάστημα της καριέρας τους έμοιαζαν κατά πολύ ανώτεροι των άλλων χρόνων που αγωνίστηκαν.
Αυτών που ήταν γενικώς δυνατοί, αλλά υπήρχε μια περίοδος στην οποία φαίνονταν πραγματικά ανίκητοι.
Και ήταν τέτοιο το φορμάρισμά τους σε εκείνο το διάστημα που έδειχναν ικανοί κατά τη διάρκειά του να «σβήσουν» κάθε αντίπαλο.
Όπως οι εξής:
Παρασκευάς Άντζας
Και δυναμικός και μπαλαδόρος. Και aggressive και εγκεφαλικός. Μπορεί το μυστήριο για τον τρόπο που έφυγε το 2003 από τον Ολυμπιακό και οι διάφορες φήμες που ακολούθησαν να επισκίασαν τα ποδοσφαιρικά του πεπραγμένα, όμως η αλήθεια είναι πως ο Άντζας υπήρξε από τους ποιοτικότερους στόπερ που έπαιξαν στην Ελλάδα. Και για ένα διάστημα -ακριβώς αυτό πριν την απόφαση να τερματίσει την πρώτη του θητεία στους Πειραιώτες- έδειχνε αδιαπέραστος.
Με άψογη ισορροπία ανάμεσα σε αμυντικά και οργανωτικά καθήκοντα, ικανότητα να παίξει και ως αμυντικό χαφ και δυναμικό χαρακτήρα, για 2-3 χρόνια ξεχείλιζε από αυτοπεποίθηση. Κάτι που τον οδήγησε και σε αρνητικές συμπεριφορές (όπως η περιβόητη στάση με τον Κυριάκο) ωστόσο τον μετέτρεψε σε μια από τις «κολώνες» του Ολυμπιακού. Και πιθανότατα θα τον είχε μετατρέψει και σε πρωταθλητή Ευρώπης με την Εθνική, αν δεν αποχωρούσε την ακριβώς προηγούμενη χρονιά του Euro 2004 για να γυρίσει στη Δράμα.
Λεωνίδας Βόκολος
Δεν ήταν κάποιος τυχαίος όταν πήγε το 1998 στον Παναθηναϊκό. Μετρούσε ήδη μια οκταετία στον Πανιώνιο, με περισσότερες από 200 συμμετοχές και ένα κερδισμένο Κύπελλο απέναντι στη μελλοντική ομάδα του. Παρόλο όμως που ξεκίνησε καλά (σκοράροντας μάλιστα σε ευρωπαϊκό παιχνίδι με τη Λανς) λίγοι περίμεναν τέτοια πρόοδο τα προσεχή χρόνια. Γιατί μέσα στην επόμενη τριετία ο Βόκολος μετατράπηκε από ένας απλά δυνατός αμυντικός σε «βράχο» για τον Παναθηναϊκό.
Έχοντας λοιπόν και ως πλεονέκτημα το ότι αγωνιζόταν στην ίδια άμυνα με τον Ρενέ Χένρικσεν (που έκανε ΟΛΟΥΣ τους παρτενέρ του να μοιάζουν καλύτεροι) είχε μια περίοδο που έμοιαζε να βρίσκεται παντού: Χάρη στις άψογες τοποθετήσεις του, τις δυναμικές του παρεμβάσεις και την τεράστια ικανότητά του στο ψηλό παιχνίδι. Στοιχεία που τον έκαναν ένα από τα σημεία αναφοράς της -περίφημης τότε- άμυνας του Παναθηναϊκού, πάνω στην οποία βασίστηκαν εντυπωσιακά αποτελέσματα στο Champions League.
Μιχάλης Καψής
Το πιο εντυπωσιακό «ξεπέταγμα» από όλους! Πιθανότατα η μεγαλύτερη αποκάλυψη. Έχοντας κολλήσει πολλά ένσημα στην Α’ Εθνική με τον Εθνικό (του οποίου είχε γίνει αρχηγός) έκανε μια αθόρυβη μεταγραφή στην ΑΕΚ το 1998. Ακολούθησε μια εξίσου αθόρυβη παρουσία για σχεδόν τέσσερα χρόνια. Και ξαφνικά τη σεζόν 2002-03 ο… εκνευριστικά ήρεμος Καψής έγινε εκνευριστικά ενοχλητικός για κάθε αντίπαλο επιθετικό. Ακόμα κι αν αυτός ήταν ο Μπατιστούτα ή ο Ραούλ!
Με εντυπωσιακά αποτελεσματικές παρεμβάσεις και αυταπάρνηση που ταίριαζε στον χαμηλών τόνων χαρακτήρα του, υπήρξε εκ των πρωταγωνιστών της αήττητης πορείας της ΑΕΚ στο Champions League. Το εντυπωσιακό, δε, ήταν ότι κατάφερνε να σβήνει τον προσωπικό του αντίπαλο με απόλυτα καθαρό παιχνίδι. Με ελάχιστα φάουλ και σπάνιες κίτρινες κάρτες. Εύλογα η «έκρηξη» στην απόδοσή του τον έκανε βασικό στέλεχος της Εθνικής και φυσικά εκ των πολυτιμότερων στον θρίαμβο της κατάκτησης του Euro 2004.