5 παιχταράδες που «χάθηκαν» στο peak της καριέρας τους

Τι θα είχε συμβεί, ας πούμε, αν ο Μάρκο Φαν Μπάστεν ήταν καλά κι έπαιρνε μέρος στο Μουντιάλ του '94;

Τα μεγάλα «αν» είναι δομικό στοιχείο του ποδοσφαίρου. Ατέλειωτες συζητήσεις ξεκίνησαν με μια υπόθεση. Με ένα «αν» που υποδηλώνει μια ενδόμυχη ανάγκη εκείνου που του ξεστομίζει. Ή, καλύτερα, όχι απαραίτητα ανάγκη, αλλά σίγουρα επιθυμία. Να μην είχαν συμβεί εκείνα τα γεγονότα που «ανάγκασαν»  τόσους και τόσους παιχταράδες να πουν (τυπικά ή ουσιαστικά) αντίο πολύ πριν τη στιγμή που συνηθίζεται.

Μάρκο Φαν Μπάστεν

Οι πραγματικοί λάτρεις του ποδοσφαίρου ζούσαν με την ελπίδα πως το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1994 θα ήταν η διοργάνωση στην οποία θα έβλεπαν ξανά τον Μάρκο Φαν Μπάστεν στα γήπεδα. Είχε ήδη συμπληρώσει σχεδόν ένα χρόνο απουσίας (με εξαίρεση λίγα ματς στο τέλος της σεζόν 92-93) από τότε που σε κάποιο αδιάφορο ματς κόντρα στην Ανκόνα χτύπησε ξανά στο γόνατο. Αν μπορούσαν, οι περισσότεροι από όσους πρόλαβαν να τον δουν αγωνιζόμενο, ευχαρίστως θα του πρόσφεραν το δικό τους…

Η Μίλαν ξεκαθάρισε πως ο Ολλανδός δεν ήταν έτοιμος να επιστρέψει. Και κάπως έτσι, η τελευταία ενέργεια του «Κύκνου της Ουτρέχτης» ήταν άλλο ένα (από τα πολλά) κυνικό τάκλιν. Με θύτη τον Μπαζίλ Μπολί και θύμα τον μεγαλύτερο επιθετικό στην ιστορία του ποδοσφαίρου, ο οποίος το 1995 σε ηλικία 31 ετών, ανακοίνωσε επίσημα αυτό που γνώριζαν όλοι ήδη από το 1993. Ότι νικήθηκε από τον μόνο αντίπαλο που κατάφερε να τον σταματήσει. Τους τραυματισμούς.

Αντριάνο

Η ιστορία είναι γεμάτη από αυτοκαταστροφικούς αυτοκράτορες. Από ανθρώπους που δεν μπόρεσαν να διαχειριστούν την εξουσία και τη δύναμη που απέκτησαν μέσω κληρονομικής διαδοχής. Στον Αντριάνο το συγκεκριμένο προσωνύμιο (L’Imperatore) δεν χαρίστηκε από κανέναν. Ήταν ένα φυσιολογικό παρατσούκλι για έναν παίκτη που στα 22 του είχε κατακτήσει ήδη τίτλους σε Ιταλία και Βραζιλία, ένα Κόπα Αμέρικα κι ένα Κύπελλο Συνομοσπονδιών.

Το ερώτημα στο μυαλό όλων ήταν αν είναι δυνατό οι «καριόκας» να είχαν βρει ένα νέο φαινόμενο, τόσο σύντομα μετά τον Ρονάλντο. Έναν ασταμάτητο, ανίκητο και δεινό επιθετικό. Έναν οδοστρωτήρα που δεν καταλάβαινε από άμυνες κι αντιπάλους. Απαντήθηκε τη μέρα που ο πατέρας του Αντριάνο υπέστη καρδιακή προσβολή. Ο Βραζιλιάνος δεν κατόρθωσε να περάσει όλα τα στάδια του πένθους και να βγει αλώβητος από αυτή την τραγωδία.

Η μελαγχολία έγινε κατάθλιψη και σε συνδυασμό με το αλκοόλ τον έφτασε στις εσχατιές της ανθρώπινης κατάντιας. Ποιος θα το έλεγε πως το παιδί που έκανε τόσο δρόμο για να ξεφύγει από τις φαβέλες, θα επέστρεφε εκεί; Νονός, προαγωγός, μέθυσος, ντραγκ ντίλερ, έμπορος όπλων… Ο κάποτε «Αυτοκράτορας»…

Τζορτζ Μπεστ

Το βιογραφικό του Τζορτζ Μπεστ αναφέρει ότι σταμάτησε την καριέρα του το 1984. Στην πραγματικότητα αυτό είχε ήδη συμβεί πριν καν φύγει από την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ μία δεκαετία νωρίτερα. Όταν ήταν μόλις 28 ετών. Έτσι κι αλλιώς είχε ανακοινώσει πως εγκαταλείπει το σπορ άλλες δύο φορές νωρίτερα. Το 1972 κι ένα χρόνο αργότερα. Αποδείχθηκε πως δεν το εννοούσε πραγματικά. Ίσως ήταν άλλη μία δικαιολογία για να λείψει από τις αφόρητα βαρετές και αχρείαστες γι’ αυτόν προπονήσεις. Ο Μπεστ ήθελε απλά να παίζει. Και όχι αποκλειστικά μπάλα.

Υπήρξε ο πρώτος απόλυτος «ροκ σταρ» του ποδοσφαίρου, βάζοντας στην καθημερινότητά του τα… κακά στοιχεία της αστερόσκονης που περιέβαλε τους μουσικούς της δεκαετίας του ’60. Σεξ, καταχρήσεις, αλκοόλ, ξενύχτια. Σε δύο φράσεις του μπορεί να συνοψιστεί ολόκληρη η καριέρα του «5ου Beatle», όπως χαρακτηρίστηκε. «Αν δεν ήμουν γοητευτικός, κανείς δεν θα ήξερε ποιος είναι ο Πελέ», είχε πει, για να συμπληρώσει μερικά χρόνια αργότερα: «Χάλασα πολλά λεφτά σε ποτά, γυναίκες και γρήγορα αυτοκίνητα. Τα υπόλοιπα απλά τα ξόδεψα».

Όπως έκανε με την καριέρα του, δίνοντας την ευκαιρία σε ομάδες όπως οι Τζούις Γκιλντ, Χονγκ Κονγκ Ρέιντζερς,  Σι Μπι, Όσμπορν Παρκ, Τόμπερμορ Γιουνάιτεντ, να μπορούν να πουν πως φόρεσε τη φανέλα τους κάποιος που κάποτε ήταν ο καλύτερος παίκτης του κόσμου. Όπως έκανε και με τη ζωή του, της οποίας το νήμα κόπηκε τον Νοέμβρη του 2005, από επιπλοκές της υγείας του σχετιζόμενες με τον πιο αγαπημένο συμπαίκτη του. Το αλκοόλ.

Γκαρίντσα

Όταν ο Γκαρίντσα υπέγραφε το πρώτο επαγγελματικό συμβόλαιό του κανείς δεν πίστευε πως είχε κλείσει τα 18. Τόσο μικροκαμωμένος ήταν. Ένα πιστοποιητικό γάμου και μια ληξιαρχική πράξη γέννησης του παιδιού του έπεισαν τους ανθρώπους της Μποταφόγκο πως ήταν ενήλικος. Στα 40 του είχε γίνει ήδη παππούς. Όλα κύλησαν γρήγορα στη ζωή του και –επόμενα- και το τέλος ήρθε σύντομα. Στα 49 χρόνια του από κίρρωση του ήπατος.

Η αγάπη του για την κασάσα ήταν και το μόνο πράγμα που κληρονόμησε από τον αλκοολικό πατέρα του. Τίποτα άλλο. Ούτε καν το όνομά του. Έγινε γνωστός με το Γκαρίντσα, το «μικρό πουλί» στα πορτογαλικά. Σε όλη τη διάρκεια της ζωής του το οινόπνευμα ήταν το «καύσιμό» του. Είχε έναν κανονικό γάμο, έναν ανεπίσημο και απροσδιόριστο αριθμό συντρόφων και παιδιών. Θεωρείται –κατά προσέγγιση- ότι είχε 14 παιδιά.

Το μόνο σίγουρο είναι πως η επιρροή του στο σπορ και η τεχνική του βρισκόταν σε τέτοια επίπεδα που ανάγκασαν τα «όλε» να περάσουν από τις ταυρομαχίες στο ποδόσφαιρο. Εκείνο το μικρό πουλί στεκόταν απέναντι σε θηριώδεις αμυντικούς και τους ξεφτίλιζε με τον ίδιο τρόπο που συναντούσε κανείς μόνο σε αρένες. Το πρώτο θύμα δεν ήταν όποιος κι όποιος, αλλά ο μυθικός μπακ της Ρίβερ Πλέιτ, Βαϊρο, που μετατράπηκε σε ατραξιόν και αντικείμενο χλεύης από τους θεατές. Όπως είχε γράψει κάποτε κι ένας Ουρουγουανός συγγραφέας, στην ιστορία του ποδοσφαίρου δεν υπήρξε ποτέ άλλος παίκτης που να έκανε περισσότερο ευτυχισμένο τον κόσμο. Ίσως να μην υπήρξε και κανένας άλλος που να ξόδεψε τόσο άδικα τόσο ταλέντο. Απλά είχε τόσο πολύ που του επέτρεπε να «κοροϊδεύει» τον κόσμο -ακόμη και τον εαυτό του- παίζοντας με «σβηστές» μηχανές, σχεδόν από 25 ετών.

Μάριο ντε Κάστρο

Σε αντίθεση με τους παραπάνω, το όνομα του Μάριο ντε Κάστρο πιθανότατα δεν σας λέει τίποτα. Κι όμως εκείνος ο τύπος σημείωσε 195 γκολ σε 100 συμμετοχές. Δεν υπάρχει κάποιο λάθος στα νούμερα. Μαζί με τους Ζάιρο και Σαΐντ συνέθεσε την «Ανίερη Τριάδα» της Ατλέτικο Μινέιρο, που για μια πενταετία μάγεψε στο βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο.

Για να πάρουμε μια ιδέα του τι μυαλά κουβαλούσε ο Μάριο ντε Κάστρο αρκεί να αναφέρουμε πως το 1929 και ενόψει του Παγκοσμίου Κυπέλλου (του πρώτου της ιστορίας το 1930) ήταν ο πρώτος Βραζιλιάνος ποδοσφαιριστής που κλήθηκε στην εθνική Βραζιλίας χωρίς να προέρχεται από σύλλογο του Ρίο ή του Σάο Πάουλο. Το γεγονός όμως ότι μυρίστηκε πως δεν θα έπαιζε βασικός τον οδήγησε στην απόφαση να αρνηθεί την πρόσκληση. Τέτοιος άνθρωπος ήταν…

Και όταν η ομάδα του βρέθηκε το 1931 να διεκδικεί τον τρίτο τίτλο της σε μια πενταετία, αλλά έχανε 0-3 στο ημίχρονο, είχε το σθένος να την οδηγήσει σε μια επική ανατροπή. Με ισάριθμα δικά του γκολ διαμόρφωσε το τελικό 4-3. Στα μάτια όλων ήταν ένας Θεός, μόλις στα 26 χρόνια του. Λίγες μέρες αργότερα ανακοίνωσε πως άφηνε το ποδόσφαιρο για πάντα. Αιτία στάθηκε το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια των πανηγυρισμών σημειώθηκαν επεισόδια που είχαν ως αποτέλεσμα παράγοντας της Μινέιρο να σκοτώσει οπαδό της Βίλα Νόβα. Ένας άνθρωπος με τις αρχές του Κάστρο δεν είχε θέση εκεί. Αυτός ήθελε να σώζει και όχι να αφαιρεί ζωές. Και το έκανε με επιτυχία για δεκαετίες ως γιατρός στο Μπέλο Οριζόντε.