Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, τα μεγάλα γραφεία των απανταχού μπασκετικών μάνατζερ ξεκίνησαν να βαράνε… υπερωρίες και να προσλαμβάνουν νέο αίμα, για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις που εκτόξευσε σε παγκόσμιο επίπεδο μία και μόνο χώρα.
Το μπάσκετ στην Ελλάδα ήταν πια ένα κοινωνικό φαινόμενο και η Α1 το εν δυνάμει κορυφαίο πρωτάθλημα της Ευρώπης, με τα τηλεοπτικά συμβόλαια, τις χορηγίες και τις φιλοδοξίες συλλόγων (ακόμα και του Πανιωνίου) για ευρωπαϊκό τρόπαιο να στήνουν ένα χορό εκατομμυρίων και ένα σκηνικό παροξυσμού για την προσέλκυση ξένων παικτών, που πριν από το ’87 θα ερχόταν στην Ελλάδα μόνο για τουρισμό.
Ήταν τότε που το Παγκράτι είχε βασικό σέντερ έναν παίκτη της κλάσης του Ερλ Χάρισον, ο οποίος την τριετία 1989-92 «έγραφε» 25,4 πόντους και 14 ριμπάουντ ανά ματς και φυσικά τότε που ο Ντέιβιντ Ίνγκραμ γέμιζε το «Ιβανόφειο», για να αραδιάζει εβδομάδα παρά εβδομάδα τις 40αρες του.
Η ομάδα με την πιο ραγδαία ανέλιξη ήταν βέβαια ο Ολυμπιακός της σεζόν 1991/92. Ο Γιάννης Ιωαννίδης και ο Ζάρκο Πάσπαλι τον είχαν πάρει από την 8η θέση και τον εκτόξευσαν στη 2η, εξασφαλίζοντας μια θέση στο Κύπελλο Πρωταθλητριών.
Το καλοκαίρι του ’92 η μεταγραφική παράνοια είχε κατακλύσει όλες τις ομάδες της Α1. Αιτία το πράσινο φως του νεοσύστατου ΕΣΑΚΕ στο αίτημα των ομάδων για είσοδο δεύτερου ξένου παίκτη στο πρωτάθλημα. Καθώς οι ομάδες ανέμεναν έγκριση από τη σχετική υπουργική απόφαση, τα τηλέφωνα των μάνατζερ είχαν πάρει φωτιά.
Στο Ολυμπιακό, επιλογή του Ιωαννίδη ήταν να προσθέσει δίπλα στον Πάσπαλι ένα θηρίο κάτω απ’ τα καλάθια. Ο Σωκράτης Κόκκαλης, που ακόμα έχει να λέει για την αναποφασιστικότητά του στην επιλογή ξένων, του είχε διαμηνύσει. «Μπορούμε να πάρουμε όποιον παίκτη θέλουμε, αλλά επιτέλους αποφάσισε…».
Η πρώτη κρούση έγινε στον Άρβιντας Σαμπόνις, που εκείνη την εποχή ήταν παίκτης της Βαγιαδολίδ. Οι οικονομικές απαιτήσεις του Λιθουανού δεν ήταν πρόβλημα, αλλά αδιαπραγμάτευτος όρος για αυτόν ήταν να αγωνίζεται στο ελληνικό πρωτάθλημα.
Επίσημη έγκριση από την πολιτεία όμως για την είσοδο του δεύτερου ξένου δεν υπήρχε ακόμη και ο Ολυμπιακός δεν μπορούσε να εγγυηθεί για κάτι που δεν ήταν δεδομένο. Ούτε φυσικά να παραγκωνίσει τον Πάσπαλιε. Με αποτέλεσμα το «θαύμα της φύσης» να κάνει αποδεκτή την πρόταση της Ρεάλ.
Η επόμενη απόπειρα των ερυθρόλευκων εξελίχθηκε σε φιάσκο, απ’ αυτά που θες να κρατήσεις κρυφά. Και αυτό προσπάθησε να κάνει, αλλά οι δημοσιογράφοι έχωσαν τη… μύτη τους, αποκαλύπτοντας την ιστορία με τον Τομ Γκουλιότα. Ο 23χρονος απόφοιτος του Νορθ Καρολάινα, Νο. 6 τότε στα ντραφτ του NBA, πέρασε ιγκόκνιτο ένα μαγευτικό τριήμερο στα νησιά του Αιγαίου με το κότερο του Σωκράτη Κόκκαλη.
Ο Γκουλιότα, πάουερ φόργουορντ, με ύψος 2,08μ., ζήτησε χρόνο για να απαντήσει στην ηγεμονική πρόταση που δέχτηκε, αποδείχτηκε όμως ότι είχε χρησιμοποιήσει τον Ολυμπιακό για να ανεβάσει την προσφορά των Ουάσινγκτον Μπούλετς, που τον είχαν επιλέξει.
Μάταια περίμενε μέρες και νύχτες πάνω από το Fax του ο Γιώργος Σαλονίκης, να λάβει υπογεγγραμένο το συμβόλαιο του παίκτη, που έπαιξε τελικά για 13 χρόνια στο NBA και το 1997 έγινε all-star. Το συμβόλαιο δεν έφτασε ποτέ και ο Ολυμπιακός βρισκόταν ξανά στο σημείο μηδέν, λίγο πριν από την έναρξη των αγωνιστικών υποχρεώσεων.
Το επόμενο όνομα αποτέλεσε μια από τις πιο δυσάρεστες εκπλήξεις στη μεταγραφική ιστορία του Ολυμπιακού. Ενώ ήταν γνωστό ότι οι ερυθρόλευκοι έψαχναν ψηλό, ξαφνικά ανακοίνωσαν την απόκτηση του Ροντ Χίγκινς, ενός 32χρονου γκαρντ-φόργουορντ, που ως παγκίτης δεν είχε στεριώσει σε καμία από τις 6 ομάδες NBA που είχε αγωνιστεί.
Η απογοήτευση ήταν διάχυτη στον κόσμο του Ολυμπιακού, δεδομένου και ότι τα ονόματα των Σαμπόνις και Γκουλιότα είχαν δει το φως της δημοσιότητας.
Στην πραγματικότητα όμως ο ασήμαντος στα αυτιά της κοινής γνώμης Χίγκινς ήταν ένα «καμουφλάζ». Ένας «μισθοφόρος» με ημερομηνία λήξης, ίσα-ίσα για να ξεπεράσουν οι ερυθρόλευκοι το εμπόδιο της Ολύμπια Λουμπλιάνας στα προκριματικά του Κυπέλλου Πρωταθλητριών.
Το όνομα του παίκτη με τον οποίο είχαν συμφωνήσει για να καλύψει κανονικά τη δεύτερη θέση ξένου οι Πειραιώτες, θα προκαλούσε πάταγο σε όλη την μπασκετική Ευρώπη.
Ήταν ο τεράστιος Μόουζες Μαλόουν. Ένας ζωντανός τότε θρύλος του NBA, που η μετακίνηση του στην Ελλάδα θα έμοιαζε με ψέμα, ακόμα και στα 37 χρόνια του. Μιλάμε για έναν παίκτη που επί οκτώ σερί έτη (1979-87) είχε πάνω 25 πόντους και 14 ριμπάουντ μέσο όρο και που κατέκτησε τρεις φορές το βραβείο του MVP. Ήταν επιπλέον ο MVP των τελικών του 1983, όταν με 25,8 πόντους και 18 ριμπάουντ κατά μέσο όρο (!), οδήγησε τη Φιλαδέλφεια στο σαρωτικό 4-0 επί των Λέικερς.
Ακόμα και στα 37 του ο Μαλόουν, ο οποίος θεωρείται μέντορας των Χακίμ Ολάζουον και Τσαρλς Μπάρκλεϊ, προερχόταν από εξαιρετική σεζόν με το Μιλγουόκι (15,6 π., 9,1 ριμπ.).
Ο Ολυμπιακός είχε συμφωνήσει προφορικά με έναν εκ των μεγαλύτερων σέντερ όλων των εποχών, τον οποίο το Μιλγουόκι ήθελε εκείνο το καλοκαίρι να αποδεσμεύσει, έχοντας αποτύχει παταγωδώς στη regular season. Ο Μαλόουν είχε ακόμη ένα χρόνο συμβόλαιο και δεν ήταν εύκολο να γίνει ανταλλαγή, στα 37 του, κουβαλώντας και ένα όνομα με σημαντικές οικονομικές απαιτήσεις.
Ο πρώτος παίκτης στην ιστορία που είχε πάει από το Γυμνάσιο απευθείας στο ΝΒΑ, ζήτησε από τους ερυθρόλευκους κάποιες μέρες διορία για να απαντήσει, το πιθανότερο σενάριο όμως έμοιαζε να πιάσει λιμάνι.
Ωστόσο η μεταγραφή που έως και σήμερα θα ήταν η μεγαλύτερη που έγινε ποτέ από ευρωπαϊκή ομάδα (μπροστά και από τους Ντόμινικ Ουίλκινς, Μπομπ Μάκαντου), δεν έμελλε να πραγματοποιηθεί. Ο Μαλόουν τραυματίστηκε σοβαρά στη μέση στο καμπ του Μιλγουόκι και χρειάστηκε να υποβληθεί σε επέμβαση, που θα τον άφηνε σχεδόν ένα εξάμηνο εκτός δράσης.
Ο Χίγκινς αποδείχτηκε όντως περαστικός, δεν κατάφερε να προσαρμοστεί και ύστερα από ένα μήνα αντικαταστάθηκε από τον Ουόλτερ Μπέρι. Με τον τεράστιο «The Truth», ο Ολυμπιακός πήρε πρωτάθλημα νικώντας στα ημιτελικά τον πανίσχυρο ΠΑΟΚ με μειονέκτημα έδρας, ενώ έφτασε ένα πάτημα… γραμμής μακριά από το final four του ΣΕΦ.
Ο Γκουλιότα υπέγραψε τελικά στους Μπούλετς, ενώ ο Μαλόουν επέστρεψε από τον τραυματισμό του το Μάρτη και έπαιξε άλλες δύο σεζόν, κλείνοντας τελικά την καριέρα του σε ηλικία 40 ετών!
Κανείς δεν μπορεί να ξέρει τι θα είχε συμβεί αν ο θρυλικός «Μωυσής» του αμερικανικού μπάσκετ, ο οποίος απεβίωσε το 2015, είχε τεθεί τότε υπό τις οδηγίες του Γιάννη Ιωαννίδη. Αν πάντως έμενε υγιής, το πιθανότερο είναι ότι θα είχε οδηγήσει τους ερυθρόλευκους στη Γη της Επαγγελίας, τέσσερα χρόνια προτού το κάνει ο Ντέβιντ Ρίβερς…