Τον έβλεπες εν δράσει και αναρωτιόσουν αν βαριέται. Ενίοτε και αν κάνει αγγαρεία. Σχεδόν πάντα με τα χέρια στη μέση, όταν δεν περιέφερε με ραθυμία το σαρκίο των 203 εκατοστών.
Δεν παθιαζόταν, δεν πανηγύριζε, δεν ζοχάδιαζε. Δεν ίδρωνε το αυτί του για τίποτα. Έκανε τα πάντα στο δικό του χαλαρό τόνο. Τεμπέλικα. Αλλά αν ο Ουόλτερ Μπέρι νοιαζόταν να προσθέσει νεύρο και ένταση πάνω στο θεόσταλτο ταλέντο του, δεν θα τον είχαμε θαυμάσει ποτέ στην Ελλάδα.
Τον θυμάμαι σε ένα ματς Ηρακλής – Παναθηναϊκός για τα πλέι-οφ της σεζόν 1994/95. Ο Στόγιαν Βράνκοβιτς, το μεγαλύτερο «σκιάχτρο» που γέννησε ποτέ η Ευρώπη, προσπαθούσε όλο το απόγευμα να τον σταματήσει.
Δεν τα κατάφερε ποτέ. Ο Μπέρι του έβαλε ακατέβατους 35 πόντους, σκοράροντας με κάθε πιθανό και απίθανο τρόπο.
Ήταν η σεζόν που με μοναδικούς «αναγνωρισίμους» συμπαίκτες τους Γιούρι Ζντοβτς και Λευτέρη Κακιούση, ο «The Truth» οδήγησε τον Ηρακλή στην τρίτη θέση της Α1 και στην τετράδα του Ευρωπαϊκού Κυπέλλου.
Οι μέσοι όροι του εκείνη τη χρονιά στο ελληνικό πρωτάθλημα προκαλούν δέος: 29,1 πόντοι και 13 ριμπάουντ. Μόνο ο Νίκος Γκάλης και ο Πάσπαλι, την πρώτη σεζόν του στην Ελλάδα, μπορούν έως και σήμερα να τους ανταγωνιστούν…
Αυτό το κάτι σαν σουτ, που από μπασκετικής άποψης θα τον άφηνε μεταξεταστέο ακόμα και σε camp για μικρά παιδιά, κατέρριπτε κάθε κανόνα ορθόδοξης εκτέλεσης. Αλλά ήταν το διαολεμένο τόσο αποτελεσματικό, που λάτρευες να τον βλέπεις να εκθέτει ξανά και ξανά τα μπασκετικά εγχειρίδια. Αυτό το σήμα – κατατεθέν αριστερό hook εξελίχθηκε σε άλυτος Γόρδιος δεσμός, μαζί και απελπισία για όσους προπονητές κλήθηκαν να τον σταματήσουν εντός και εκτός συνόρων.
Τα έσταζε και έτρεχε γυρίζοντας στην άμυνα ξεκούδουνα, με τα χέρια να ανεβοκατεβαίνουν ψηλά στο στήθος. Το δεξί το είχε για τις ταχύτητες, ταχύτητα ο ίδιος δεν είχε, αλτικός δεν ήταν, μηδέ μυώδης (όλοι τον θυμούνται να… κοροϊδεύει όταν έκανε βάρη), αλλά όποιος κατάφερνε να τον κόψει έκανε το στιγμιότυπο πόστερ, ενώ κατέβαζε και τα ριμπάουντ σαν τα στραγάλια.
Είχε πάντα την ίδια κουρασμένη, έως ξινισμένη φάτσα από την αρχή έως το τέλος του ματς, σούταρε βολές σα να «πετούσε το καρπούζι στην καρότσα» (ατάκα οπαδών) και είχε τόση επαφή με την πραγματικότητα, που ενίοτε δεν ήξερε σε ποια διοργάνωση παίζει.
Η ερώτηση του μετά από παιχνίδι στο Λιμόζ για το αν το επόμενο ματς (με τον Απόλλωνα Πάτρας) είναι σημαντικό για την πρόκριση στο Final Four, είναι από μόνη της ένα έπος…
Μια ντρίπλα, μια δεύτερη κάτω από τα πόδια, ένας στιγμιαίος δισταγμός και το ταξίδι προς το… άγνωστο ξεκινούσε. Εδώ ακριβώς είναι όλο το ζουμί. Ο φαινομενικά ατσούμπαλος Ουόλτερ είχε ένα ασυναγώνιστο – για τεσσάρι – ρεπερτόριο κινήσεων κοντά στο καλάθι.
«Ίσως ούτε ο ίδιος δεν γνωρίζει τι θέλει να κάνει και πώς θα το κάνει προτού ξεκινήσει την προσπάθειά του», είχε πει, βλοσυρός απ τα χουνέρια που του σκάρωνε, ο Βράνκοβιτς, προσπαθώντας να εξηγήσει το… ανεξήγητο.
Εδώ δεν χωράνε οπαδικά. Μόνο «Ω Μπέρι, Μπέρι…» για αυτά που κάνει ο άνθρωπος στο 3:05 και στο 3:27.
Έμοιαζε προβλέψιμος, αλλά στην πραγματικότητα ήταν σπαζοκεφαλιά να προβλέψεις σε ποιο χρόνο θα πετάξει την μπάλα προς το καλάθι. Δεν υπήρχε σταθερά, όπως του έβγαινε. Στο πρώτο βήμα, μετά από περιστροφή, στο τέλος της προσπάθειας, ή έχοντας δώσει παράταση σε αυτή, με το αγαπημένο του σπάσιμο μέσης. Χάρη σε αυτό είχε την ευχέρεια να ρολάρει πάνω στο σώμα των αντιπάλων και να εκμαιεύει πολλές φορές το φάουλ.
Ήταν αυτή, η πλαστικότητα στις κινήσεις, που σε συνδυασμό με την ασύγκριτη ντρίμπλα για ψηλό, τη φαντασία στον τρόπο εκτέλεσης και φυσικά την τρομερή επαφή με το καλάθι, εκπροσώπησαν όσο κανείς άλλος ξένος στην Α1 την μπασκετική αλεγρία. Στη φαρέτρα του είχε και την προσποίηση, ενώ μετά από λίγα χρόνια στην Α1 απέκτησε και αξιόπιστο σουτάκι από τα 4-5 μέτρα.
Τότε πια, ο «The Τruth» πέρασε σε άλλο επίπεδο το isolation game κοντά στο καλάθι. Ο Ζάρκο το είχε κάνει ως τριάρι, στο «4» δεν είχαμε δει ποτέ και ούτε είδαμε ξανά κάτι αντίστοιχο στην Ελλάδα. Όταν ήταν στη μέρα του, δεν υπήρχε το παραμικρό αντίδοτο.
Αυτό το «κάτι σαν σουτ» του Ουόλτερ ήταν τελικά και το πιο ωραίο στο μάτι. Σαν αυτοδίδακτος και ανένταχτος στην μπασκετική λογική, έξω από καλούπια και προδιαγραφές, ο Μπέρι μετέφερε σε επαγγελματικό επίπεδο τη «βραζιλιάνικη» πλευρά του αθλήματος, αυτήν που η χαρά του παιχνιδιού και μόνο μετατρέπει σε «προσκύνημα» τα ανοιχτά γήπεδα 2 on 2 και 3 on 3 των ΗΠΑ.
Μα με το συρμάτινο διχτάκι ξεκίνησε τη διαδρομή του – ένας θρύλος έως και σήμερα στα ανοιχτά γήπεδα της Νέας Υόρκης. Το ’86 πήγε στο NBA και τις δύο πρώτες χρονιές με το Σαν Αντόνιο «έγραφε» πάνω από 17 πόντους και 5 ριμπάουντ κατά μέσο όρο. Στoν α’ γύρο των πλέι-οφ του ’88 με τους Λέικερς (3-0 το L.A.) ήταν μάλιστα δεύτερος σκόρερ και δεύτερος ριμπάουντερ με 22 και 7 αντίστοιχα!
Η επιλογή του να μετακομίσει στο Νιου Τζέρσι αποδείχτηκε λάθος. Εκεί θεωρήθηκε ότι για 3αρι δεν είχε σουτ και για 4αρι ήταν κοντός και πολύ soft. Πράγματι, η άμυνα δεν υπήρξε ποτέ το φόρτε του, ενώ και η αφοσίωση του στην προπόνηση – για να το θέσουμε κομψά – δεν ήταν στο ανώτερο επίπεδο.
Να σφίξει τα δόντια για να κυνηγήσει το όνειρο του; Όχι, δεν ήταν τέτοιος. Χρήματα ήθελε να βγάλει και να κάνει το κέφι του, χωρίς να πιέζεται πολύ-πολύ. Υπό αυτή την έννοια ήταν μάλλον περίεργο ότι έμπλεξε (και μάλιστα δις) με τον Γιάννη Ιωαννίδη…
Επιστράτευσε όμως τις άμυνες του. Περιπτωσάρα και εκτός παρκέ, είχε ως αγαπημένο… χόμπι τον ύπνο. Όταν δεν έπαιζε η δεν έκανε προπόνηση, κοιμόταν οπουδήποτε και σε οποιαδήποτε στάση – λέγεται μάλιστα ότι ο Ιωαννίδης είχε αναθέσει σε έναν νεαρό της ομάδας να τον ξυπνάει για προπόνηση και για φαγητό!
Γενικώς, οι ιστορίες που τον συνοδεύουν είναι βγαλμένες από καρικατούρα κόμικ. Σε ένα ξενοδοχείο που είχε καταλύσει η αποστολή της ομάδας για εκτός έδρας αγώνα, παρουσιάστηκε μπροστά στον Σωκράτη Κόκκαλη, τυλιγμένος μόνο με μια πετσέτα στη μέση, για να του ζητήσει συγνώμη που είχε απειλήσει ότι δε θα κατέβαινε να παίξει, γιατί έλειπαν από τον λογαριασμό του 10 δολάρια!
Η τσιγκουνιά του έγραψε ιστορία, με γνωστότερο κρούσμα τη Μερσεντές που κατέστρεψε, βάζοντας της diesel, αντί για για αμόλυβδη, που κοστίζει πολύ περισσότερο! Χαρακτηριστικό αυτής και το περιστατικό που είχε πάρει καροτσάκι τους ανθρώπους της στατιστικής υπηρεσίας μετά το τέλος ενός αγώνα. Είχε μπόνους στο συμβόλαιο του για πόντους και ριμπάουντ και διαμαρτυρόταν ότι είχαν κάνει λάθος στην καταμέτρηση, χρεώνοντας του λιγότερα ριμπάουντ!
Όταν έπαιζε στον Ηρακλή, έδωσε συνέντευξη σε ιταλικό περιοδικό λέγοντας ότι ήταν πρώτος σκόρερ και ριμπάουντερ του ελληνικού πρωταθλήματος -σωστό έως εδώ- με μέσους όρους 35 πόντους και 25 ριμπάουντ σε κάθε παιχνίδι!
Απαραίτητο αξεσουάρ όλα αυτά τα χρόνια ένα μαύρο τσαντάκι που κρατούσε πάντα στα χέρια του, μέσα στο οποίο κανείς ποτέ δεν έμαθε τι περιείχε. Λες και χρειαζόταν ένα υλικό συμπλήρωμα για να μας πείσει ότι πρόκειται για μία από τις πιο καλτ μορφές μπασκετικού σταρ που πέρασαν ποτέ από τα μέρη μας!
Στο τέλος της μέρας, αυτό που έμεινε βέβαια ως ηθικό δίδαγμα από τη θητεία του στην Ελλάδα, είναι το εξής ερώτημα: πως να μαρκάρεις κάποιον που φαίνεται σαν να ξεφορτώνεται απλώς την μπάλα;
Τα μέτρα περιορισμού του είχαν πολύ μικρή αποδοτικότητα. Ο Μπέρι έπαιξε συνολικά εφτά χρόνια στην Ελλάδα (+2 ματς στον Μακεδονικό) και μολονότι δεν έμεινε σε καμία ομάδα για δεύτερη σερί σεζόν (!), έκανε το κομμάτι του, όπου κι αν πήγε. Στην πρώτη χρονιά του με τον Ολυμπιακό (1992-93) αποδείχτηκε το ιδανικό συμπλήρωμα στον Πάσπαλι.
Οι ερυθρόλευκοι πήραν το πρωτάθλημα ύστερα από 15 χρόνια, αποκλείοντας με μειονέκτημα έδρας στα ημιτελικά τον πανίσχυρο ΠΑΟΚ και φτάνοντας ένα… πάτημα γραμμής (βλέπε «Μπομπλάν») μακριά από το Final Four του ΣΕΦ. Την επόμενη σεζόν ο Μπέρι συνέθεσε με τον Ζόραν Σάβιτς, στον ΠΑΟΚ, το καλύτερο δίδυμο ψηλών που είδαμε ποτέ στην Ελλάδα.
Ο τίτλος χάθηκε στο όριο από τον Ολυμπιακό των Πάσπαλι, Τάρπλεϊ, Σιγάλα, Τόμις, Τάρλατς και Φασούλα (3-2 με φριχτά παράπονα για τη διαιτησία στον 5ο τελικό), αλλά στην Ευρώπη ο Δικέφαλος έφτασε έως το τέλος της διαδρομής, κατακτώντας το Κύπελλο Κόρατς. Ο Μπέρι ήταν το πρώτο βιολί στη διοργάνωση με 23,1 πόντους και 12,2 ριμπάουντ κατά μέσο όρο (με δεύτερο σκόρερ τον Πρέλεβιτς, που είχε 16,8).
Στα ημιτελικά έβαλε 25+19 στις δύο νίκες επί του Πανιωνίου και στον τελικό φόρτωσε το καλάθι της Στεφανέλ Τριέστε με 49 πόντους αθροιστικά, στα δύο ματς (23+26). Ποιος Φούτσκα και ποιος Λάμπλεϊ να τον σταματήσουν. Ο νεαρός Ντέγιαν Μποντίρογκα πήρε δωρεάν μαθήματα post παιχνιδιού εκείνα τα δύο βράδια (και τα αξιοποίησε δεόντως στο υπόλοιπο της καριέρας του…).
Για τη σεζόν που ακολούθησε, στον Ηρακλή, τα είπαμε, δεν είχε ταβάνι, ενώ το 1995 επέστρεψε στον Ολυμπιακό, για να κατακτήσει ξανά το πρωτάθλημα. Αν δεν είχε χάσει μεγάλο μέρος της σεζόν με ηπατίτιδα Β, πιθανόν οι ερυθρόλευκοι να είχαν αποκλείσει τη Ρεάλ στα πλέι-οφ, ταξιδεύοντας και αυτοί στο Final Four του Παρισιού.
Ακολούθησε η δεύτερη θητεία στον Άρη και τη σεζόν 1998/98 η δεύτερη στον ΠΑΟΚ, με τον οποίο κατέκτησε ξανά τίτλο (Κύπελλο), στα 35 χρόνια του πια.
Η ιστορία θα είχε γραφτεί πιθανότατα διαφορετικά αν ο ΠΑΟΚ τον είχε επιλέξει αντί τον Κλιφ Λίβινγκτον (ο Ολυμπιακός απέκτησε τον Μπέρι στο τέλος των μεταγραφών) το καλοκαίρι του ’92. Ποιοτικός και φουλ θεαματικός ο πρώην συμπαίκτης του Μάικλ Τζόρνταν, αλλά στο ένας εναντίον ενός ήταν η μέρα με τη νύχτα.
Κανένας Ρουσκόνι δεν θα μπορούσε να κάνει το κομμάτι του απέναντι σε μια φροντ-λάιν πλαισιωμένη από τον «The Truth». Έχω βάσιμες υποψίες ότι την Μπένετον Τρεβίζο θα την κατάπινε αμάσητη…
Αλλά και από την ανάποδη να το δούμε, αν ο Ολυμπιακός τον είχε κρατήσει για τη σεζόν 1993/94, το τρίποντο του Κορνέλιους Τόμπσον στο Τελ Αβίβ, πιθανόν να είχε αξία μόνο στο φύλλο της στατιστικής.
Οι ξένοι που ήρθαν να παίξουν μπάσκετ στην Ελλάδα τη δεκαετία του ’90 θα μπορούσαν να συνθέσουν μία μικρή dream team. Ντομινίκ Ουίλκινς, Ρόι Τάρπλεϊ, Ζάρκο Πάσπαλιε, Ντίνο Ράτζα, Ντέιβιντ Ρίβερς, Ξαβιέρ ΜακΝτάνιελ, Μπάιρον Σκοτ, Ντέγιαν Μποντίρογκα, Αλφόνσο Φορντ, Πέτζα Στογιάκοβιτς, Έντι Τζόνσον, Σκοτ Σκάιλς και δεν… συμμαζεύεται.
Συμπαθάτε με, αλλά σαν αυτόν που ξεκινούσε και τελείωνε το ματς ατσαλάκωτος, τρέχοντας καρφί ακολούθως για να βρει το μαύρο τσαντάκι του στα αποδυτήρια, κανείς…