Δύο είναι τα μεγάλα ερωτηματικά που συνοδεύουν εκείνη την ομάδα του Παναθηναϊκού που το 1995-96 πέτυχε το αδιανόητο. Νίκησε τον Άγιαξ μέσα στο Άμστερνταμ και διεκδίκησε την πρόκριση στον τελικό του Champions League. Το πρώτο αφορά στην… πατρότητα της επιτυχίας. Το αν δηλαδή η παρουσία των πρασίνων στα ημιτελικά ήταν αποτέλεσμα της δουλειάς του Ρότσα ή ετεροχρονισμένη δικαίωση των τακτικών του Όσιμ. Και το δεύτερο σχετίζεται με την… καταστροφή της, με τον Γιώργο Βαρδινογιάννη να κουβαλά μετά από 20 -και βάλε- χρόνια τη ρετσινιά του φταίχτη.
Γουέμπλεϊ
Τον Ιούνιο του 1971 καταγράφεται το γεγονός που επηρεάζει όσο κανένα άλλο ως τότε την αντίληψη των οπαδών του Παναθηναϊκού για το τι είναι η ομάδα τους. Η συμμετοχή του τριφυλλιού στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών μετατρέπει το Γουέμπλεϊ στη «μήτρα» από την οποία γεννιούνται έννοιες όπως «ευρωπαϊκό dna», «πρέσβης» και άλλοι τέτοιοι όροι που υποδηλώνουν τον εξωστρεφή και κοσμοπολίτικο χαρακτήρα των πρασίνων.
Ωστόσο ο ευρωπαϊκός αέρας θα γίνει πολύ πιο ορατός και αντιληπτός μετά την «φωτοβολίδα» του Γουέμπλεϊ, όταν και θα έρθουν μικρότερες μεν αλλά σαφώς πιο συστηματικές επιτυχίες. Ο ημιτελικός του Πρωταθλητριών το ’85, τα προημιτελικά του UEFA το ’88, η παρουσία στους 8 του πρώτου πειραματικού Champions League το 1992 και στα ημιτελικά της κορυφαίας διασυλλογικής διοργάνωσης τέσσερα χρόνια αργότερα, έρχονται να απαντήσουν σε αυτούς που θεωρούσαν πως θα ήταν εσαεί αδύνατο για ελληνική ομάδα να διεκδικήσει έναν ευρωπαϊκό τίτλο.
Αντι-Βαρδινογιαννισμός
Κοινή συνισταμένη αυτών των επιτυχιών είναι πως έρχονται την περίοδο που πλέον ο Γιώργος Βαρδινογιάννης έχει αναλάβει τα διοικητικά ηνία. Ειδικά η τελευταία αποτελεί και μια «απάντηση» του «Καπετάνιου» στο κίνημα του «αντι-Βαρδινογιαννισμού» που είχε γνωρίσει μέρες απόλυτης δόξας ελάχιστα χρόνια νωρίτερα. Επί της ουσίας, οι οπαδοί του Παναθηναϊκού χρεώνουν στον τότε πρόεδρο την αδυναμία του να κεφαλοποιήσει σε τίτλους την πανθομολογούμενη από αντιπάλους απόλυτη κυριαρχία του στο παρασκήνιο.
Αν σε αυτό προσθέσεις και την παροιμιώδη «σφιχτή» οικονομική πολιτική του, παίρνεις μια πολύ καλή εικόνα των λόγων που οδήγησαν τους φίλους του Παναθηναϊκού στα πρώτα στάδια μιας κόντρας που γιγαντώθηκε αργότερα. Ο Ίβιτσα Όσιμ έπαιξε έναν σημαντικό ρόλο σε όλο αυτό και σε μεγάλο βαθμό οφείλει στη στάση του απέναντι στη διοίκηση την υστεροφημία και τη δημοφιλία του, παρά το γεγονός πως ανεξάρτητα από το προπονητικό μέγεθός του, απέτυχε στο πέρασμά του από την Ελλάδα. Βέβαια, οι υπερασπιστές του θα προβάλλουν το επιχείρημα πως η ομάδα που έφτασε στα ημιτελικά του Champions League το 1996 ήταν ένα δικό του δημιούργημα και ότι πήγε μέχρι εκεί με τη δική του… βενζίνη στο ρεζερβουάρ.
Στα δικά τους τα μάτια το γεγονός ότι ο Χουάν Ρότσα κρατούσε το τιμόνι φαντάζει δευτερεύον. Αλλά αυτό είναι κάτι που μπορούμε να το κουβεντιάσουμε αργότερα.
Νίκησε ΕΚΕΙΝΟ τον Άγιαξ
Στην υπερεκατονταετή ιστορία του ο Άγιαξ έχει γνωρίσει πολλές ήττες από διάφορους αντιπάλους εντός και εκτός των ολλανδικών συνόρων. Ωστόσο δεν είχαν όλες το ίδιο ειδικό βάρος. Γιατί, όπως και να το κάνουμε, είναι άλλο το να τον νικήσεις σε αδιάφορο βαθμολογικό ματς της φάσης των ομίλων και εντελώς διαφορετικό το να υποχρεώσεις την καλύτερη ομάδα του πλανήτη στην πρώτη ήττα της σε ευρωπαϊκό παιχνίδι μετά από δύο ολόκληρα χρόνια.
Συνήθως η χρονική απόσταση από τα ιστορικά γεγονότα τα κάνει να φαίνονται μεγαλύτερα και σημαντικότερα. Σ’ αυτή την περίπτωση συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Οι νεότερες γενιές αδυνατούν να συλλάβουν τη σημασία εκείνης της επιτυχίας και το μέγεθος του αντιπάλου επί του οποίου έγινε. Ο Άγιαξ ήταν ο εν ενεργεία πρωταθλητής Ευρώπης και μια ομάδα «μπολιασμένη» από την κληρονομιά του Γιόχαν Κρόιφ. Τα «μωρά» του Φαν Χάαλ ήταν ό,τι πιο χαρισματικό είχε βγάλει ο Αίας, μετά από εκείνο το θαύμα των αρχών της δεκαετίας του ’70. Τη σεζόν ’94-’95 κατέκτησε το Champions League αήττητος, επικρατώντας μεταξύ άλλων τρεις φορές της Μίλαν, από την οποία πήρε τα σκήπτρα. Νωρίτερα είχε ρίξει πέντε στην Μπάγερν και συνέχισε στο ίδιο μοτίβο και το ’96.
Νίκησε τη Ρεάλ μέσα-έξω και ειδικά στο παιχνίδι του Μπερναμπέου μετέτρεψε τον αγώνα σε επίδειξη μιας μοντέρνας, γοητευτικής εκδοχής του Total Football. Επικράτησε 2-0, είχε άλλα δύο γκολ που δεν μέτρησαν και έδινε την εντύπωση πως αν ήθελε θα μπορούσε να πετύχει απροσδιόριστο αριθμό τερμάτων. Στα προημιτελικά πέταξε εκτός με δύο νίκες την Ντόρτμουντ και όταν τελικά βρήκε απέναντί του τον Παναθηναϊκό μέτραγε 7 νίκες, 1 ισοπαλία και τέρματα 18-1 (!), ενώ το συνολικό ρεκόρ διετίας ήταν 14-5-0 και γκολ 36-6. Δέος…
Στο Άμστερνταμ όμως ακούγεται το ιστορικό «και ο Δώνης τώρα που άρχισε την κούρσα»… που καταλήγει στο γκολ του Βαζέχα που άφησε άφωνη όλη την Ευρώπη.
Προσγείωση
Δεκαπέντε μέρες αργότερα το 3-0 στο ΟΑΚΑ από την παρέα του Μπλιντ, του Φαν ντερ Σάαρ, των αδελφών Ντε Μπουρ, του Λιτμάνεν, του Κλάιφερτ, του Ντάβιντς, του Κανού… του… του.. προσγειώνει τους πράσινους στην ωμή πραγματικότητα που θέλει τους Ολλανδούς να είναι ανώτεροι. Λίγους μήνες μετά ανώμαλα προσγειώνεται ολόκληρο το οικοδόμημα του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου καθώς για πρώτη φορά τίθενται σε ισχύ οι αλλαγές που φέρνει ο νόμος Μποσμάν. Ο (ποδοσφαιρικός) κόσμος δεν είναι πια ο ίδιος. Η παντοκρατορία των ομάδων και οι δουλικές συμβάσεις τους με τους παίκτες καταρρέουν. Έννοιες όπως «πενταετίες», «οκταετίες» και φράσεις του τύπου «θα σου κρεμάσω το δελτίο» μπαίνουν οριστικά στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, απειλώντας να αφανίσουν και όσους δεν μπορούν να προσαρμοστούν στη νέα τάξη πραγμάτων.
Ο Γιώργος Βαρδινογιάννης ήταν ένα τυπικό παράδειγμα τέτοιου προέδρου. Όπως και άλλοι σαν αυτόν, δεν αντιλήφθηκε το νέο πλαίσιο που έδινε στους παίκτες το πάνω χέρι στις διαπραγματεύσεις. Έμεινε πιστός στο δόγμα του «το μοναστήρι να είναι καλά», αλλά και στη συγκεκριμένη πολιτική και στάση σε ό,τι αφορούσε τις ανανεώσεις συμβολαίων. Πλέον όμως η παροιμιώδης ατάκα που ψάρωνε παλιότερα τους συνομιλητές του, το περίφημο «ξέρεις πόσα παίρνει ο Βαζέχα;» είχε απάντηση. Χωρίς να φοβάται κανείς πως θα έχει τη μοίρα του Πάρη Γεωργακόπουλου, μπορούσε να πει στον Καπετάνιο, «έχεις ιδέα πόσα μου δίνει η Μπλάκμπερν, η Χάβρη, η Μπολόνια» ή οποιαδήποτε άλλη μικρομεσαία ευρωπαϊκή ομάδα;
Αποψίλωση
Αντίθετα από ότι έχει περάσει στο μυαλό των περισσότερων, δεν υπήρξε κύμα φυγής των παικτών μετά τους ημιτελικούς με τον Άγιαξ. Απλά ο σημερινός προπονητής των πρασίνων, Γιώργος Δώνης, ήταν ο πρώτος που άνοιξε το χορό των αποχωρήσεων. Μέσα στην επόμενη διετία ο Παναθηναϊκός βρισκόταν στη δυσχερή θέση να μην μπορεί να κρατήσει παίκτες των οποίων έληγαν τα συμβόλαια και να μην τους αναπληρώνει με ισάξιους. Ο Νιόπλιας έφυγε για δικούς του λόγους για τον ΟΦΗ, ο Μπορέλι έκανε την… πατάτα να συμφωνήσει με την Οβιέδο βέβαιος πως ο Παναθηναϊκός δεν θα του έδινε τα ίδια χρήματα (αν και τελικά αυτό συνέβη) και μετά ακολούθησαν Ουζουνίδης για τη Χάβρη, Μάρκος, Γεωργιάδης (που ανανέωσε αλλά με ειδικό όρο που του έδινε το δικαίωμα να πάει στο εξωτερικό) και η λίστα γινόταν ολοένα και μεγαλύτερη.
Οι παίκτες εκείνης της ομάδας του Παναθηναϊκού ήταν οι πρώτοι που μπόρεσαν να αδράξουν για τους εαυτούς τους τους καρπούς μιας επιτυχίας. Δεν λοιδορήθηκαν, όπως η γενιά της Ριζούπολης. Αντίθετα, βρέθηκαν στην πρωτόγνωρη για ποδοσφαιριστές θέση του να έχουν το πάνω χέρι στις διαπραγματεύσεις. Και ο Γιώργος Βαρδινογιάννης ήταν αδύνατο να αποδεχτεί πως οποιοσδήποτε συνομιλητής του είχε το πάνω χέρι. Πόσω μάλλον ένας παίκτης ή -ακόμη χειρότερα- ένας ατζέντης…
Νέος «σερίφης»
Όπως κάθε «γέρικο σκυλί» έτσι και οι παλαιάς κοπής παράγοντες αρνήθηκαν να μάθουν νέα κόλπα και να προσαρμοστούν σε ένα παιχνίδι που δεν παιζόταν με τους δικούς τους όρους. Αυτή η αδυναμία του παλιού έδωσε την ευκαιρία στο νέο και πιο μοντέρνο «μοντέλο» να αναδυθεί και να κυριαρχήσει. Το καινούριο εκφράστηκε στο πρόσωπο του Σωκράτη Κόκκαλη, που -μεταξύ μας τώρα- καθόρισε το ίδιο το παιχνίδι. Κι ενώ για την «οικογένεια» η επιχειρηματική κυριαρχία ή ο έλεγχος του παρασκηνίου δεν σήμαινε αυτόματα και τίτλους, για τον τότε πρόεδρο του Ολυμπιακού ίσχυε ακριβώς το αντίθετο. Η περίφημη «ψύχωση» με το πρωτάθλημα στον Πειραιά οδήγησε σε νέο κύμα αντι-Βαρδινογιαννισμού, αφού ήταν ξεκάθαρο πως από αδυναμία ή αδιαφορία απέφευγε τη σύγκρουση σε ποδοσφαιρικό επίπεδο, από τη στιγμή που επιχειρηματικά δεν μπλεκόταν στα πόδια των ιδιοκτητών του Παναθηναϊκού.
Και κάπως έτσι εκείνη η ομαδάρα που «σακάτεψε» το πρεστίζ του «Αίαντα» έστω και για ένα βράδυ, οδηγήθηκε σε ουσιαστική διάλυση, με τον Μποσμάν (λόγω του νόμου που φέρει το όνομά του) και τον Καπετάνιο (εξαιτίας της ακαμψίας του) να μοιράζονται την «ευθύνη». Ωστόσο νέα προβλήματα απαιτούν νέες λύσεις. Λίγο αργότερα η πρόσληψη του Γιάννη Κυράστα και η στροφή στις Ακαδημίες αντιμετωπίζεται ως «λευκή πετσέτα». Ως παραίτηση και παραδοχή της αδυναμίας του Παναθηναϊκού να τα βάλει με τον νέο «σερίφη» του ελληνικού ποδοσφαίρου. Ακόμη κι αν ισχύει αυτό, τελικά οι «Γκουμομπασινάδες» και οι υπόλοιποι συγκρότησαν την (κατά την άποψη του γράφοντα) σπουδαιότερη (σε διάρκεια) και πιο αδικημένη ομάδα στην ιστορία του τριφυλλιού. Που διαλύθηκε, χωρίς να πάρει τίτλο, για λόγους που δεν σχετίζονται ούτε στο ελάχιστο με την αξία της…
ΥΓ. Μια κουβέντα για τον Ρότσα
Επιστρέφοντας στην αφετηρία της «κουβέντας», δηλαδή στην ομάδα που νίκησε τον Άγιαξ και κατά πόσο ήταν δημιούργημα του Όσιμ, ένα-δυο πραγματάκια. Προφανώς και υπήρξε τεράστιος προπονητής. Αλλά… Ο ίδιος είχε χαρακτηρίσει την ομάδα «Μίνι Κούπερ», από εκείνα τα παλιά που οδηγούσε ο Μίστερ Μπιν. Τόσο την πίστευε… Ο Βόσνιος ήταν ο βασικός λόγος απαξίωσης όχι μόνο του ρόστερ, αλλά κι ενός από τους μεγαλύτερους ποδοσφαιριστές της ιστορίας του τριφυλλιού. Του Δημήτρη Σαραβάκου, τον οποίο οδήγησε εκτός ομάδας λέγοντας πως για να ξαναδεί θέση στην 11άδα θα πρέπει να ισχύσουν κανονισμοί χάντμπολ, κατηγορώντας τον πως δεν παίζει άμυνα. Λες κι αυτό περίμενες από τον «Μητσάρα», που μόλις την περασμένη σεζόν είχε πετύχει 30 γκολ σε όλες τις διοργανώσεις, με δικά του τέρματα είχε οδηγήσει την ομάδα στους 8 του πειραματικού Champions League και είχε τιμηθεί με κλήση στη Μεικτή Κόσμου.
Είναι ο ίδιος που δεν γούσταρε τον Αποστολάκη, χωρίς να έχει την ευελιξία που έδειξε αργότερα ο Ρότσα ξεκινώντας να τον χρησιμοποιεί ως χαφ και χαρίζοντάς του έτσι μερικά χρόνια ποιοτικής ποδοσφαιρικής «ζωής». Ο Χουάν σαφώς ήταν μικρότερο μέγεθος προπονητικά από τον Όσιμ, αλλά μπόρεσε να πάρει το μάξιμουμ από τον Μπορέλι (κι ας έκανε φάουλ στην πορεία ο Χότα-Χότα ξεχνώντας πόσα χρωστούσε στον συμπατριώτη του). Επανέφερε στα χαφ τον Νιόπλια που έφτασε πριν από αυτόν στο σημείο να παίζει κάτι σαν… αριστερό μπακ. Δεν είχε πρόβλημα με τον «αργό» για τα γούστα του προκατόχου του Μαραγκό, ούτε θεωρούσε μονοδιάστατο τον Δώνη.
Προφανώς τακτικά δεν ήταν Χάπελ ή Γκουαρντιόλα. Κατάφερνε όμως να κρατά την ομάδα χαρούμενη, τους παίκτες ικανοποιημένους και ικανούς να αποδίδουν καλά. Και μπορεί οι κακές γλώσσες να τον κατηγορούσαν ότι έπαιρνε… χαρτάκι από τον Βαρδινογιάννη για τον καταρτισμό της 11άδας, αλλά τουλάχιστον δεν έπαιζε «κορώνα-γράμματα» για να αποφασίσει ποιον να αφήσει στον πάγκο, όπως άνθρωποι που γνωρίζουν καλά τα της Παιανίας, λένε για τον ιδιόρρυθμο και επηρεασμένο από τον εμφύλιο στη Γιουγκοσλαβία, Ίβιτσα Όσιμ…