Πριν από σχεδόν μισό αιώνα ο πρώην διαιτητής Κεν Άστον χαϊδεύει λίγο παραπάνω το γκάζι του αμαξιού του σε μια προσπάθεια να προλάβει το φανάρι. Όταν το βλέπει να γίνεται κίτρινο κόβει ταχύτητα και στο κόκκινο σταματά. Αν ήταν Έλληνας, θα είχε περάσει (όπως και άλλα τρία-τέσσερα αυτοκίνητα, δύο ντελιβεράδες, ένα ταξί, πέντε αστικά κλπ). Ευτυχώς όμως, όπως μαρτυρά και το όνομα, ο άνθρωπος ήταν Άγγλος. Περιμένοντας ξανά το πράσινο, ως άλλος Κύρος Γρανάζης κατέβασε ΤΗΝ ιδέα. Κίτρινο: «Για μαζέψου». Κόκκινο: «Ρε άντε από εδώ». Αν είχε δυο τέτοιες κάρτες στο τσεπάκι του στο ματς Χιλή-Ιταλία το 1962 ίσως να προλάβαινε να βγάλει εκτός παιχνιδιού τους τσαμπουκάδες που μετέτρεψαν ένα ποδοσφαιρικό αγώνα σε μια παράσταση βίας που έμεινε στην ιστορία ως η «Μάχη του Σαντιάγκο».
Αυτοί οι φαφλατάδες Ιταλοί…
Αν πιστέψουμε στα στερεότυπα, οι Ιταλοί πάντα φημίζονταν για τη λογοδιάρροια και τη φλυαρία τους. Πράγμα το οποίο τους βοήθησε μεν να χτίσουν το προφίλ τους ως γυναικοκατακτητές, αλλά συχνά δημιουργούσε και προβλήματα. Όπως, για παράδειγμα, παραμονές του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1962, το οποίο θα φιλοξενούσε η Χιλή. Ο σεισμός που είχε σημειωθεί δύο χρόνια νωρίτερα είχε καταστροφικές συνέπειες, δοκιμάζοντας όσο τίποτα άλλο τις αντοχές της όχι και ιδιαίτερα πλούσιας χώρας της Λατινικής Αμερικής. Οι γείτονες ήταν από εκείνους που θεωρούσαν πως η έδρα των αγώνων έπρεπε να μεταφερθεί. Κι εδώ που τα λέμε, είχαν δίκιο.
Η κυβέρνηση της χώρας ουσιαστικά άφησε το Παγκόσμιο Κύπελλο στην τύχη του, ρίχνοντας κάθε διαθέσιμο πόρο στην ανακούφιση των πληγέντων του μεγαλύτερου σεισμού που έχει καταγραφεί στην ιστορία (9.5 στην κλίμακα μεγέθους ροπής). Τέσσερα από τα γήπεδα γκρεμίστηκαν, άλλα δύο κρίθηκαν ακατάλληλα για παιχνίδια, ενώ ακόμη και στο Σαντιάγκο περιοχές ολόκληρες δεν είχαν αποκατασταθεί. Οι Ιταλοί, ιδιαίτερα ο Τύπος, επέμεναν τόσο πολύ που οι Χιλιανοί ένιωσαν ιδιαίτερα ενοχλημένοι με τη στάση τους. Το πρώτο αγκάθι στις σχέσεις των δύο λαών είχε μπει…
Άτιμη κληρωτίδα
Μερικούς μήνες αργότερα στην κλήρωση των ομίλων οι δύο ομάδες έπεσαν η μία πάνω στην άλλη. Την ήδη τεταμένη ατμόσφαιρα ήρθαν να δυναμιτίσουν παραπάνω ξανά οι Ιταλοί. Σύμφωνα με τους Χιλιανούς, οι δημοσιογράφοι που ακολούθησαν τη «σκουάντρα ατζούρα» στην άλλη άκρη του κόσμου δεν μετέφεραν και τις καλύτερες εντυπώσεις για την ομορφιά και την ηθική των γυναικών της περιοχής. Με λίγα λόγια, τις περιέγραφαν ως εύκολες και άσχημες. Πράγμα που θεωρήθηκε ασυγχώρητο από κάθε πολίτη της Χιλής, ο οποίος ζητούσε εκδίκηση στο γήπεδο για την προσβολή της τιμής (και της ομορφάδας) της κάθε αδελφής, μάνας, συζύγου της χώρας. Για ακόμη μία φορά το ποδόσφαιρο θα γινόταν μέσο επίλυσης διαφορών που την παραμικρή σχέση δεν είχαν με αυτό.
Επιπλέον λάδι στη φωτιά έριξε ένα άρθρο των Γκιρέλι και Πιτσιρέλι που αποκαλούσαν τους κατοίκους «οπισθοδρομικούς» και τη χώρα «υπανάπτυκτη». Η εφημερίδα «Clarin» απάντησε πως «και η Ιταλία έχει φτωχές περιοχές στο Νότο, αλλά προτιμά να μιλά για τη Βενετία και τη Φλωρεντία», ενώ την ημέρα του αγώνα μάλλον το παράκανε. Η προαναγγελία του ματς είχε τον τίτλο «Guerra Mundial», ένα ατυχές λογοπαίγνιο (Παγκόσμιος Πόλεμος) που ενέπλεξε το Μουντιάλ με τις μάχες, δίνοντας σύνθημα επίθεσης εναντίον των «ατζούρι».
Ο… καημένος ο Κεν Άστον, ο οποίος είχε σφυρίξει το ματς της πρεμιέρας στη νίκη της οικοδέσποινας κόντρα στην Ελβετία (3-1) κλήθηκε από την FIFA να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά, με την ελπίδα πως το μνημειώδες βρετανικό φλέγμα θα περιόριζε το εκρηκτικό λατινικό ταμπεραμέντο. Ε, λοιπόν, έκαναν λάθος. Δεν το περιόρισε.
Πόλεμος
Αν και με εμπειρία από πραγματικό πόλεμο, ως αντισυνταγματάρχης του Βρετανικού στρατού στον Β’ Παγκόσμιο, ο Άστον βρέθηκε σε ένα περιβάλλον που τον έκανε να θυμηθεί τα πεδία των μαχών. Οι παίκτες των δύο ομάδων συμπεριφέρθηκαν στην μπάλα σαν να ήταν ένα απλό διακοσμητικό στοιχείο και όχι σαν κάτι απαραίτητο για ό,τι είχαν στο μυαλό τους να κάνουν. Στην πραγματικότητα κανείς δεν ήθελε να παίξει μπάλα. Ήθελε να διαλύσει τον αντίπαλο. Μετά από ελάχιστα δευτερόλεπτα ο Άγγλος διαιτητής έβαλε για πρώτη (από τις πάρα πολλές) φορά τη σφυρίχτρα στο στόμα για να δώσει φάουλ. Συνολικά χρειάστηκε πέντε φορές την παρέμβαση της αστυνομίας για να χωρίσει τους παίκτες. Το… παιχνίδι ήταν μια μάχη, ένα ζήτημα τιμής, με το σκορ να μην έχει την παραμικρή σημασία.
Όποιος ποδοσφαιριστής είχε την μπάλα στα πόδια του αυτόματα μετατρεπόταν σε στόχο του αντιπάλου. Μετά από μερικά λεπτά η κατοχής της μπάλας δεν ήταν απαραίτητη για να σου επιτεθεί κάποιος. Το… κακό μπορούσε να σε βρει οπουδήποτε. Ήταν τέτοια και τόσα πολλά τα χτυπήματα εκτός φάσης που ακόμη και ο χαρακτηρισμός «Μάχη του Σαντιάγκο» μάλλον αδυνατεί να περιγράψει το ξύλο που έπεσε στο χορτάρι. Εκείνοι που τράβηξαν τα περισσότερα ήταν οι «oriundi», δηλαδή Αργεντινοί (με τους οποίους οι Χιλιανοί δεν είχαν καλές σχέσεις) που είχαν πάρει την ιταλική υπηκοότητα. Ένας από αυτούς, ο Μάσκιο κατάλαβε καλά τα συναισθήματα που έτρεφαν για αυτόν όταν ο Σάντσες του έσπασε τη μύτη, χωρίς ωστόσο να αποβληθεί.
Φιλοχιλιανός
Ωστόσο, θέλοντας προφανώς να έχει το κεφάλι του ήσυχο, ο Βρετανός ρέφερι υπήρξε πολύ προσεχτικός στον τρόπο με τον οποίο έπαιρνε αποφάσεις. Σε μια εποχή που δεν είχε εφεύρει ο ίδιος τις κάρτες (αλλά και κανένας άλλος) , το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να αποβάλλει απευθείας κάποιον παίκτη. Προτίμησε τόσο ακραίες αποφάσεις να τις πάρει μονόπαντα. Όλες κατά των Ιταλών. Κάπως έτσι πήγε στα αποδυτήρια ο Φερίνι μόλις στο 12′ και λίγο πριν φύγει το ημίχρονο την ίδια τύχη είχε και ο Μάριο Ντάβιντ, ο οποίος πραγματικά θα έκανε σπουδαία καριέρα σε κάποια πολεμική τέχνη, αν κρίνει κανείς από το άψογο στυλ με το οποίο οριζοντιώθηκε και έφερε τις τάπες του για ένα ραντεβού γνωριμίας με τα μούτρα του Σάντσες.
Λίγο νωρίτερα βέβαια ο Χιλιανός ήταν αυτός που με εξαιρετικό κροσέ είχε χτυπήσει τον αντίπαλό του χωρίς συνέπειες. Αλλά γενικότερα, αν διαθέσει κάποιος μερικά λεπτά από το χρόνο του και παρακολουθήσει τις φάσεις, δεν υπάρχει περίπτωση να μην θαυμάσει την προσήλωση των ποδοσφαιριστών στο αλύπητο ξύλο και την ποικιλία χτυπημάτων από πολλές διαφορετικά είδη πάλης, πυγμαχίας, καράτε, MMA ή απλής, λατρεμένης κλωτσοπατινάδας σε αυλή σχολείου.
Νίκησαν για τις… αδερφές τους
Η Ιταλία έφαγε ένα γκολ για κάθε παίκτη λιγότερο που είχε στο χορτάρι, γεγονός που με πρόχειρους υπολογισμούς σημαίνει πως έχασε 2-0. Η πλειοψηφία των 66.057 θεατών έφυγε από το Estadio Nacional με διπλή χαρά. Φυσικά για τη νίκη, αλλά κυρίως επειδή δεν είχε μείνει αναπάντητη η προσβολή της τιμής των αδελφών τους. Ίσως να έβγαλαν και κάποιο σύνθημα που να περιείχε τις λέξεις γκολ και ξύλο. Ποιος ξέρει… Η ιστορία πάντως κατέγραψε το συγκεκριμένο παιχνίδι ως ένα από τα πλέον βίαια που έγιναν ποτέ σε Παγκόσμιο Κύπελλο. Ένα ματς-ντροπή που με τους σημερινούς κανονισμούς θα είχε διακοπεί μετά το πρώτο 20λεπτο.
Όμως τελικά παίχτηκε για σχεδόν 90 λεπτά (ο Άστον σφύριξε τη λήξη ελάχιστα λεπτά νωρίτερα όταν είδε πως πλακώνονταν για άλλη μία φορά οι ποδοσφαιριστές) και έμεινε γνωστό ως η «Μάχη του Σαντιάγκο».