Ζούμε στη χώρα όπου ο Λιονέλ Μέσι χλευάζεται ως «γατάκι» και loser

Γιατί τόσο μίσος, ρε φίλε;;;

Μια από τις γνωστότερες ελληνικές παροιμίες λέει ότι «τα ψηλά δέντρα πετροβολάνε». Θα πει κανείς ότι μοιάζει κομμάτι ειρωνικό να χαρακτηρίσεις τον Μέσι «ψηλό δέντρο», και θα ‘χει και δίκιο. Το νόημα όμως δεν είναι αυτό. Το νόημα είναι ότι το χαμένο πέναλτι του Αργεντινού με την Ισλανδία και η αδυναμία του να δώσει τη νίκη στην εθνική του έγιναν μια ακόμη αφορμή για να ξεχυθεί ανεξήγητο μίσος και δηλητήριο.

 

«Νιαούρισε πάλι το γατάκι». «Έλα μωρέ με το παραμύθι». «Υπερτιμημένος». «Φοροφυγάς». Και δωσ’ του κατηγορίες και δωσ’ του μπινελίκια και δωσ’ του κατάρες!

Πραγματικά αν δεν ήξερες για ποιον γίνεται λόγος και έκανες μια βόλτα στα social media κατά τη διάρκεια ή μετά το παιχνίδι, θα πίστευες ότι πρόκειται για ένα κράμα Φουρτάδο-Φορναρόλι.

Ο οποίος στον ελεύθερο χρόνο του -όταν δεν ταλαιπωρεί την μπάλα και κάνει τα ματάκια μας να πονάνε- βασανίζει κατοικίδια και στέλνει γράμματα σε παιδάκια να τους αποκαλύψει ότι δεν υπάρχει Άη-Βασίλης. Για τέτοιο μένος μιλάμε…

Εννοείται βέβαια ότι το ίδιο συμβαίνει και με τον Κριστιάνο Ρονάλντο. Στην περίπτωσή του μάλιστα (επειδή όντως ο χαρακτήρας του δίνει λαβή για σχόλια) ο οχετός που εξαπολύεται στις δικές του άσχημες στιγμές είναι μεγαλύτερος.

Και άντε πες ότι η αλαζονεία που βγάζει συχνά ο Πορτογάλος ιντριγκάρει κάποιον να τον κράξει.

Ως άτομο μιλάμε πάντα, γιατί αν τον κράξει ως ποδοσφαιριστή σημαίνει ότι δεν παίρνει μυρωδιά από μπάλα ούτε σε περίπτωση βρασμού, με τον ίδιο να στέκεται επί τρίωρο πάνω από τη χύτρα.

Να γίνεται όμως ΕΞΑΛΛΟΣ με τον Μέσι, που ούτε προκαλεί, ούτε πουλάει βεντετιλίκι, ούτε τσακώνεται με αντιπάλους (παρά το ξύλο που μαζεύει), ούτε βουτάει για πέναλτι και γενικώς δεν κάνει τίποτα μέσα στο γήπεδο που να δικαιολογεί τέτοιο μίσος, είναι κάτι δύσκολο να χωρέσει σε κανονικό μυαλό.

Εκτός κι αν το πρόβλημα είναι ότι κλέβει την εφορία και αυτό φυσικά είναι κάτι που δεν μπορεί να ανεχθεί με τίποτα ο μέσος Έλληνας, που όλοι ξέρουμε πόσο τυπικός και εντάξει είναι σε αντίστοιχα ζητήματα.

Παρακολουθώντας λοιπόν χιλιάδες προπονητές και χούλιγκαν του πληκτρολογίου να περιμένουν τον Μέσι (και αύριο τον Ρονάλντο και μεθαύριο τον Νεϊμάρ) στη γωνία για να τον «ξεπατώσουν», στο μυαλό σου κολυμπάνε δεκάδες ερωτήματα:

Πώς γίνεται κάποιος που αποδεδειγμένα ομορφαίνει αυτό που αγαπάς (το ποδόσφαιρο) να σου βγάζει τέτοιο ανελέητο μίσος;

Είναι από ζήλια επειδή εκείνος έχει τη ζωή που όλοι ονειρευόμασταν όταν ήμασταν παιδάκια, κολυμπάει στη δόξα και στο χρήμα και εμάς μας λείπουν 99 ευρώ για να βάλουμε στην άκρη ένα κατοστάρικο;

Είναι επειδή παίζει σε μεγάλη αντίπαλο της ομάδας που υποστηρίζεις (συλλόγου ή εθνικής) και ως γνήσιος Έλληνας οπαδός, είναι αδιανόητο να τον παραδεχθείς;

Είναι επειδή γουστάρεις τον Κριστιάνο; Και ποιος γαμ…νος είπε ότι είναι υποχρεωτικό αν συμπαθείς τον έναν να αντιπαθείς τον άλλον;

Ότι αν θεωρείς τον έναν καλύτερο πρέπει ντε και καλά να μειώσεις τον άλλον; Ότι απαγορεύεται να τους παραδέχεσαι και τους δυο και να νιώθεις ευλογημένος που συνέπεσαν στη δική σου γενιά;

Ίσως να είναι κάποιο απ’ όλα αυτά, ίσως και όλα μαζί. Ίσως πάλι να φταίει ότι με τις δυσκολίες που έφτασε να έχει η ζωή και η καθημερινότητα του καθενός από μας, ψάχνουμε ανά πάσα στιγμή ένα εξιλαστήριο θύμα.

Έναν τύπο που θα πληρώσει για όλα τα στραβά που μας συμβαίνουν (ή νομίζουμε ότι μας συμβαίνουν).

Έναν επιτυχημένο που μια «στραβή» ή μια στιγμή αδυναμίας του θα μας κάνει να νιώσουμε καλύτερα για τις δικές μας αποτυχίες.

Ακόμα κι αν ξέρουμε ότι γινόμαστε άδικοι. Ακόμα κι αν πρόκειται για κάποιον που -κανονικά- θα έπρεπε να τον ευχαριστούμε για τις όμορφες στιγμές και τις συναρπαστικές διηγήσεις που θα κάνουμε σε κάποια χρόνια στα εγγόνια μας.

Ακόμα κι αν πρόκειται για τον Λιονέλ Μέσι…