Luchar Hasta Muerte...

«Η καλύτερη απάντηση στην πραγματικότητα, είναι να τρελαθείς», ίσως αυτή η εκνευριστικά αόρατη λεπτή γραμμή που διαχωρίζει το μυαλό από την απόλυτη αντίληψη, στην απόλυτη παράνοια.

Γράφει η Έλενα Χαριτάκη

Σαν εκείνες τις καταραμένες τέσσερις αγωνιστικές γραμμές του γηπέδου, που μπορεί να μοιάζουν τόσο αγνά λευκές, αλλά είναι ικανές να σε οδηγήσουν στην τρέλα. Όπως οι άσπροι τοίχοι ενός ψυχιατρείου, που το αποκρουστικό του θέαμα, αυτό του απόλυτου τίποτα, οδηγεί το μυαλό στην απελπισία, το αναγκάζει να ξεφύγει.

Είναι το ίδιο τείχος, που διαχωρίζει το μικρόκοσμό του και πιο απλοϊκά θα μπορούσε να γράφει μόλις μία μόνο φράση… «Καλώς ήρθατε στον κόσμο της Λατινικής Αμερικής».

Το μέρος όπου η αντίστροφη της λογικής είναι φαινόμενο καθημερινό, στοιχείο αναπόσπαστο, σα μια κατάρα που πεισματικά ουδείς θέλει να αποχωριστεί. Ακόμη κι’αν γνωρίζει πως αυτό τον κυριεύει, τον φθείρει, τον καταστρέφει.

Σε ένα Μουντιάλ που η Αργεντινή απογοητεύει και η Βραζιλία κερδίζει αλλά δεν ξετρελαίνει έρχεται η Ουρουγουάη να μας ξυπνήσει θύμησες, η Κολομβία να επαναφέρει την αύρα του 2014 και το Περού παρότι αποκλείστηκε να μας δώσει λίγη εικόνα από το πως είναι πάντα το ποδόσφαιρο στη Λατινική Αμερική: χαρά και παιχνίδι…

«Ή εμείς ή κανείς»

Η ακαταστασία του μυαλού είναι πιθανό να τακτοποιηθεί μέσα σε μία λογική εξίσωση και πόσο τρομακτικά μπορεί να είναι τα αποτελέσματα αυτής; Στον κόσμο των Λατίνων το ποδόσφαιρο πίνεται μονοκοπανιά, σα φαρμάκι, σα ναρκωτικό που επουλώνει τον πόνο και τις πληγές, δημιουργώντας ταυτόχρονα το πιο μεγάλο πάθος. Εκείνο, της εξάρτησης.

Ακόμη κι’αν στη σύγχρονη εποχή, του παγκοσμιοποιημένου ποδοσφαίρου, οι παίκτες έχουν επιλέξει να γίνουν -θέλοντας και μη- Ευρωπαίοι, ευτυχώς κάποιοι άλλοι, που αγγίζουν μπάλα μέσω μιας οθόνης ή ενός ξεθωριασμένου καθίσματος, ενίοτε και τσιμέντου, ρουφώντας επιδεικτικά τζούρα χορταριού, αντέχουν να κρατούν ακόμη τα σκήπτρα.

Είναι αυτά τα σημάδια που μαρτυρούν την προέλευσή τους, οι βραχνιασμένες φωνές, τα κουρασμένα γόνατα από τα χοροπηδητά, τα σημαδεμένα πρόσωπα και τα τσαλακωμένα ρούχα.

Το Παγκόσμιο Κύπελλο του σήμερα δε μαρτυρά τίποτα «γκλόμπαλ», αφού η «ακαταστασία» τελικά στριμώχτηκε μέσα σε μια νορμαλοποιημένη κατάσταση, που το αποτέλεσμα δεν επαληθεύεται από πουθενά, δεν υπαρχουν εκεινα τα αχτένιστα μαλλιά, οι «εγκληματικές» φάτσες,τα απεριποίητα μουσάκια, «do or die» εναέριες μονομαχίες, δολοφονικά κοψίματα, παλαιάς κοπής αιματηρά τάκλιν, τραμπουκισμοί, πρόσωπα κολλημένα έτοιμα για τσαμπουκά… χάθηκαν οι φατσες που στάζουν απόγνωση και σχηματίζουν την απόλυτη μάχη.

Αυτή ήταν (;) η εξίσωση της Λατινικής Αμερικής καποτε, η οποία έμαθε να λύνει τα προβλήματα, να ξεκουράζει τους λαούς της, να τους ανακουφίζει μέσω της υπερβολικής δόσης.

Αυτή που λατρεύεται, γίνεται σύνθημα στα χείλη, γουρλώνει και βουρκώνει τα μάτια, αναγκάζει τα λογικά να χαθούν, αλλά πλέον αναζητείται, λείπει, φωνάζει απελπιστικά για βοήθεια.

Ακόμη κι’αν η αιματηρή σκέψη, που αντιμετωπίζουν την στρογγυλή θεά, να κατακρίνεται και να υποδεικνύει φονικά ένστικτα, ο φίλαθλος κόσμος των Λατίνων έχει αναπτύξει μια μέθοδο, που τους επιτρέπει να αντέχουν τα απανωτά χτυπήματα.

Όσο κι αν πονάνε οι καρφωμένες τάπες τον αντίπαλο, μετά από ένα… χειρουργικό μαρκάρισμα, άλλο τόσο υποφέρουν και εκείνοι όταν έρθουν αντιμέτωποι με την αποτυχία.

Και εκεί είναι που το«luchar hasta muerte», το ένστικτο που κρατα τη ζωή σε εγρήγορση γίνεται το δικό τους γιατροσόφι, αυτό της επιβίωσης.

Μια απεγνωσμένα ηθελημένη καταδίκη

Πως αλλιώς άλλωστε μπορεί κάποιος να αντικρούσει τη μούρλα, τα πάθη, τη γραφικότητα που αγγίζει την κωμικοτραγικότητα; Η κατάχρηση του ποδοσφαίρου τους ωθεί στις πιο τραβηγμένες καταστάσεις, που ακόμη κι’αν φαντάζουν υπερβολή δεν παύει να είναι το αλατοπίπερο του πιο όμορφου αθλήματος, ενός δικού τους τρόπου ζωής.

Είναι οι λαοί που χρησιμοποιούν θεμιτά και αθέμιτα μέσα για να αποκτήσουν αυτό που θέλουν, αυτοί που κάνουν εράνους προκειμένου να σκοράρει ο -με το ζόρι- Θεός, οι ίδιοι που φτύνουν τον προπονητή για να τον ξεπλύνουν από το αμάρτημα της ντροπής -μαζί και το εθνόσημό τους.

Είναι εκείνοι που ορίζουν ως αργία μια εθνική πρόκριση, επιστρατεύουν αεροσκάφη για να τρομάξουν αντιπάλους, κλείνουν μαγαζιά και δουλειές, απειλούν μέχρι και ανθρώπινες ζωές. Από τα μικρά παιδιά που απαρνιούνται τα μαθητικά παιχνίδια και στήνονται μπροστά από μια ταξιδιάρα οθόνη, με τους δασκάλους να γίνονται οι καλύτεροί τους φίλοι, σε μια τάξη για πέταλο κι’ ένα γκολ να ζητωκραυγάζεται όπως η τελευταία μέρα στο σχολείο.

Μέχρι τους σαμάνους και τους μάγους, που ετοιμάζουν φίλτρα μαγικά, ανακατεύουν ματζούνια, σιγομουρμουράνε ευχές, ξεσκονίζουν απαρχαιωμένες κατάρες, κλέβουν από τις γυναίκες τους καρφίτσες για να κάνουν βουντού.

Με άλλα λόγια, καταδικασμένοι να αγαπούν αυτό που τους πληγώνει, η τιμωρία που αναζητούν, τα ισόβια λυτά δεσμά που δεν μπορούν να απαρνηθούν. Η μοναδικά δική τους αλεγκρία που χαρίζουν στον υπόλοιπο κόσμο, δίνοντάς τους μία μικρή κλειδαρότρυπα, στην οποία όλοι θέλουν να χωθούν.

Ό,τι στερείται και αναζητεί το ποδοσφαιρικό κοινό από τους πρωταγωνιστές των γηπέδων, έχουν αποφασίσει συνειδητά να το προσφέρουν εκείνοι, σαν έναν άτυπο όρκο νίκης. Για να θυμίζουν τη διαφορετικότητά τους, να αφουγκράζονται τη νοσταλγία, να ξορκίζουν την πραγματικότητα, δείχνοντας επίμονα την ταυτότητά τους.

Ένας «overdose» ποδοσφαιρικός κόσμος, μέσα από τα πιο ψυχωτικά μάτια, θεοπάλαβος, εθιστικός, αλλά εντός γραμμών απόντας!