Το ρολόι δείχνει λίγα λεπτά πριν τις 20:00. Ο Πιντάνα σφυρίζει τη λήξη του τελικού του Παγκοσμίου Κυπέλλου κι έξω είναι ακόμα μέρα. Υπό νορμάλ συνθήκες, τέτοια ώρα θα έπρεπε να παραγγέλνουμε περιμένοντας την έναρξη του αγώνα για να μην πέσει το «παιδί» πάνω σε κίνηση κι αργήσουν τα σουβλάκια. Αυτό από μόνο του αρκεί για να σε ξενερώσει μια τέτοια -κατά τα άλλα μεγαλειώδη- βραδιά. Η αλήθεια είναι, όμως, πως στην επικράτηση της Γαλλίας επί της Κροατίας υπήρξαν πράγματα που μας ξενέρωσαν, παρά τα έξι γκολ.
Μια δίκαιη αδικία
Σε γενικές γραμμές η πλειοψηφία των ειδικών του ποδοσφαίρου συμφωνεί πως η Γαλλία στέφθηκε δίκαια παγκόσμια πρωταθλήτρια. Σχεδόν σε όλες τις αναλύσεις, όμως, το συμπέρασμα περί ανωτερότητας των «τρικολόρ» συνοδεύεται από ένα «αλλά». Ένα «αλλά» που αφορά την αντίπαλό της. Την ηττημένη του τελικού Κροατία, για την οποία δεν υπάρχει ούτε ένας εκεί έξω που να διαφωνεί για το ότι άξιζε καλύτερης τύχης. Όχι μόνο για τη γενικότερη παρουσία της στο Μουντιάλ, αλλά και για την αγωνιστική εικόνα της στον τελικό και τον τρόπο προσέγγισης του αγώνα που αποτέλεσε το σημαντικότερο ραντεβού της ποδοσφαιρικής ιστορίας της.
Δύο γκολ με μηδέν τελικές στην εστία
Η Γαλλία δεν «έκλεψε» το ματς. Δεν χρησιμοποίησε πλάγια μέσα για να φτάσει στην επιτυχία. Χρειάστηκε, όμως, όση δόση ρέντας της ήταν απαραίτητη για να φτάσει σε αυτήν. Με τις αναμνήσεις από τελικούς να ξεκινούν από το 1986, στο ημίχρονο του αγώνα (με το σκορ στο 2-1 υπέρ της ομάδας του Ντεσάν) προσπαθείς να θυμηθείς άλλη διοργάνωση που η καλύτερη ομάδα στο γήπεδο δεν προηγείται μετά τα πρώτα 45 λεπτά και δεν βρίσκεις καμία. Και αυτό, τουλάχιστον για έναν ουδέτερο συνιστά λόγο ξενέρας.
Με μία τελική όλη κι όλη στην εστία -κι αυτή να είναι το εύστοχο πέναλτι του Γκριεζμάν- οι «μπλε» είχαν ήδη δύο γκολ και το πάνω χέρι στην αναμέτρηση. Μία τελική, δύο τέρματα. Η αποτελεσματικότητα, ο ποδοσφαιρικός ρεαλισμός ή η τύχη (ο καθένας διαλέγει και παίρνει την προσέγγιση που του ταιριάζει) της Γαλλίας στο πρώτο ημίχρονο πέρασε σε άλλο… level.
Το αυτογκόλ
Περιμένεις τέσσερα χρόνια πώς και πώς γι’ αυτό το ματς. Έχεις φτιαχτεί στην ιδέα της σύγκρουσης δύο διαφορετικών ποδοσφαιρικών κόσμων και θέλεις το παιχνίδι να εξελιχθεί σε ένα «μπρα ντε φερ» μεταξύ τους. Και μετά από μερικά λεπτά ανοίγει το σκορ με τον πλέον αναπάντεχο τρόπο. Ένα αυτογκόλ, το πρώτο στην ιστορία των τελικών σε Μουντιάλ. Θα μπορούσε από μόνο του να συνιστά αιτία ξενέρας, ακόμη κι αν δεν έχεις γεννηθεί σε προάστιο του Ζάγκρεμπ ή δεν είσαι ξάδερφος του «μοιραίου» Μάριο Μάντζουκιτς.
Είναι το γκολ που δίνει προβάδισμα στη Γαλλία. Είναι το γκολ που προέρχεται από ένα τουλάχιστον αυστηρό -αν όχι ανύπαρκτο- φάουλ. Είναι το γκολ στο οποίο ο Πογκμπά έχει συμμετοχή στη φάση όντας εκτεθειμένος σε θέση οφ σάιντ. Είναι το γκολ που έρχεται κόντρα στη ροή του αγώνα. Είναι το γκολ που σε ξενερώνει, εκτός κι αν στεκόσουν προσοχή ακούγοντας το… λεζ ανφάν ντε λα πατρί στον εθνικό ύμνο της Γαλλίας.
Το VAR
Ομολογώ πως αν ήμουν ο Πιντάνα θα το ‘χα δώσει το πέναλτι. Πιθανότατα χωρίς καν να δω το βίντεο όσες φορές χρειάστηκε ο Αργεντινός μέχρι να αποδεχτεί μέσα στο μυαλό του ότι έπρεπε να εφαρμόσει το γράμμα του κανονισμού, «σκοτώνοντας» το πνεύμα του. Οι πεισματάρηδες Κροάτες έχουν φέρει το ματς στα ίσια, έχοντας για τέταρτο παιχνίδι της διοργάνωσης ισοφαρίσει ενώ ήταν πίσω στο σκορ. Σε πείσμα των προγνωστικών, που τους ήθελαν αουτσάιντερ, παίζουν καλύτερη μπάλα. Κάνουν παιχνίδι κατοχής και δεν έχουν νιώσει σε κανένα σημείο απειλή από τον αντίπαλό τους.
Μέχρι που έρχεται άλλη μία στατική (γιατί σταματήσαμε να τις λέμε στημένες;) φάση και αναρωτιέσαι: «Είναι δυνατόν να τους κάτσει ξανά;». Και δευτερόλεπτα μετά διαπιστώνεις ότι ναι, είναι. Το χέρι του Πέρισιτς πηγαίνει προς την μπάλα, αλλά ο Αργεντινός διαιτητής μέσα στην αναμπουμπούλα δεν το παίρνει χαμπάρι. Δείχνει άουτ και μέχρι πριν από ένα μήνα ο Σούμπασιτς θα είχε στήσει το τόπι στη γωνία της μικρής περιοχής και το ματς θα συνεχιζόταν με ελεύθερο. Θα ακολουθούσε το κλασικό ντιμπέιτ «ήταν-δεν ήταν» και η διαπίστωση πως και οι διαιτητές είναι άνθρωποι και ως τέτοιοι υποπίπτουν σε λάθη.
Ίσως ήταν η πρώτη φορά μετά την απόφαση εισαγωγής του VAR που για κάποιους αυτή η ψυχρή τεχνολογία δεν απέδωσε δικαιοσύνη ποδοσφαιρικού τύπου. Η ετυμηγορία ήταν μεν σωστή (τουλάχιστον για τους περισσότερους), αλλά φάνηκε να έρχεται ξανά κόντρα στη φύση και τη λογική του αγώνα, όπως αυτός παιζόταν εκείνη την ώρα.
Ο… Κοστάντσο και ο… Κάριους
Κι εκεί που προσπαθείς να ξεπεράσεις την αμφισβήτησή σου στην τεχνολογία και να αποθεώνεις τον άνθρωπο ως ον, έρχονται οι τερματοφύλακες να τα διαλύσουν όλα. Σούμπασιτς και Γιορίς, οι δύο καλύτεροι μαζί με τον Κουρτουά στη διοργάνωση, μετατρέπουν τον τελικό ενός Μουντιάλ σε παιχνίδι αλάνας με τα καμώματά τους.
Ο γκολκίπερ της Κροατίας δέχεται δύο γκολ που εξαλείφουν κάθε ελπίδα για ανταγωνιστικό παιχνίδι. Ντύνεται… Κοστάντσο (προφανώς επηρεασμένος από τραυματισμό σε προηγούμενο ματς) και δεν κάνει καν προσπάθεια να πέσει, λες και το χορτάρι είναι ποτισμένο από υπολείμματα βόμβας απεμπλουτισμένου ουρανίου. Κοινώς «κρεμάει» την ομάδα, την οποία είχε βοηθήσει να φτάσει ως τον τελικό με κάποιες σωτήριες επεμβάσεις. Και πριν προλάβεις να συνέλθεις, έρχεται το σοκ του Γάλλου συναδέλφου του, που λες κι έχει αφίσα του Κάριους στο δωμάτιό του, αποφασίζει να του μοιάσει και κάνει την απόλυτη γκέλα. Απλά, για καλή του τύχη, δεν αρκεί για να βάλει ξανά τους Κροάτες στο παιχνίδι.
Το «ξέπλυμα» στον Πούτιν
Κι ένα τελευταίο ξενέρωμα, που δεν αφορά τον τελικό, αλλά το σύνολο του Μουντιάλ. Τα μεγάλα αστέρια, οι αρχηγοί των άλλων κρατών, η ηγεσία της FIFA, όλοι πήραν μέρος σε αυτό το (δυστυχώς όχι πρωτοφανές) ξέπλυμα της εικόνας του Βλάντιμιρ Πούτιν. Που σχεδόν όλος ο υπόλοιπος κόσμος κατηγορεί για το σοβαρό έλλειμμα δημοκρατίας που παρατηρείται επί ημερών του στη Ρωσία. Που είναι ο αρχηγός της κυβέρνησης μιας χώρας της οποίας οι αθλητές αποκλείονται από μεγάλες διοργανώσεις (με αποκορύφωμα τους Ολυμπιακούς Αγώνες) και θεωρήθηκε υπεύθυνη για το μεγαλύτερο σκάνδαλο ντόπινγκ εδώ και δεκαετίες.
Και που -σε πείσμα όλων αυτών- όλοι στήριξαν δια των πράξεών τους. Με εξαίρεση βέβαια τους ακτιβιστές και τις ακτιβίστριες που μπούκαραν στον αγωνιστικό χώρο κι έδωσαν τουλάχιστον την ευκαιρία στον Εμπαπέ να αποδείξει με την καλόκαρδή αντίδρασή του, πως εκτός από παιχταράς, είναι κι ένας κουλ τύπος.
ΥΓ: Ντιντιέ, συγγνώμη.