Αυτά που κουβαλάμε μαζί μας είναι οι ωραίες ιστορίες. Εκείνες που ξεθωριάζουν στο πέρασμα του χρόνου και μένουν λίγοι να τις θυμούνται. Κι αυτοί οι λίγοι τις διηγούνται σε παιδιά και εγγόνια. Όχι επί τούτου. Αλλά γιατί θεωρούν ότι τέτοιες ιστορίες γέμισαν τη ζωή και τις αναμνήσεις τους. Και φτάνει ξαφνικά το 2018 και μπορώ εγώ, ένας 27χρονος, να μιλήσω για μια περίπτωση του 1950. Για ένα πρόσωπο που μου μίλησε ο παππούς μου ο Στέργιος. Ο Λάκης Σοφιανός ήταν από τους τύπους που ήξερες ότι θα γίνουν μύθοι μόλις πεθάνουν. Θα γίνουν αστικοί θρύλοι που όλοι θα χαίρονται να λένε «εγώ την ξέρω την ιστορία, άκου να μαθαίνεις από τον παλιό».
Γι΄αυτό ακούστε κι εσείς να μαθαίνετε από τον παλιό. Αν είστε καινούργιοι και δεν ακούσατε ποτέ την περίπτωση του Σοφιανού. Ενός από τα καλύτερα σέντερ φορ της εποχής του. Από τους πιο αποτελεσματικούς. Κι όμως, αφού ήταν τόσο αποτελεσματικός, γιατί δεν τον θυμούνται παρά ελάχιστοι; Γιατί δεν τον συμπεριέλαβε ποτέ κανείς σε μια λίστα με αθάνατους γκολτζήδες του παρελθόντος; Ο λόγος είναι ο κάπως…ανορθόδοξος, για να το πούμε κομψά, τρόπος που έπαιζε.
Ο Λάκης Σοφιανός γεννήθηκε το 1932 στη Γούβα. Για όσους δεν τη γνωρίζετε, είναι μια εξίσου θρυλική περιοχή με μεγάλη ιστορία. Κρύβεται κάτω από το Παγκράτι και πάνω από το Νέο Κόσμο. Ανατολικά της Δάφνης και νοτιοανατολικά του Υμηττού. Εδώ μένω κι εγώ, εδώ γεννήθηκε και μεγάλωσε ο παππούς μου. Μολαταύτα είχε ελάχιστες οπτικές επαφές με τον Σοφιανό. Και καμία λεκτική.
Ο Σοφιανός λοιπόν ήταν ένας πιτσιρικάς που άντεξε στη δίνη του πολέμου, που άντεξε την κατοχή και βγήκε δυνατότερος. Μόλις ξεκίνησε η γερμανική κατοχή, σε ηλικία 8 ετών, αποτέλεσε τον τροφοδότη της οικογένειας και της γειτονιάς του. Ήταν ένας μικρός Ρομπέν των Δασών. Συνήθιζε να ανεβαίνει στα γερμανικά καμιόνια και να κλέβει τροφές. Συνήθως καρβέλια ψωμί, κονσέρβες με φασόλια και χαρούπια. Τα περισσότερα τα κρατούσε για τον ίδιο, αλλά αρκετές ήταν οι φορές που τα μοιράστηκε γύρω από μια φουφού με άλλους Αθηναίους.
Όταν τέλειωσε ο πόλεμος και η κατοχή, ο Λάκης ήταν 13 ετών. Κάπου εκεί ήταν που άρχιζε να πηγαίνει σε χωμάτινες αλάνες και να παίζει ποδόσφαιρο με τα άλλα παιδιά της γειτονιάς. Αν και περπατημένος, έτρωγε τις περισσότερες καρπαζιές. Κι αυτό γιατί δεν έπαιζε πουθενά αλλού παρά μόνο στην επίθεση. Άμυνα δεν γυρνούσε με τίποτα. Ήταν επίσης και αρκετά πονηρός. Κάθε φορά που έβγαινε τετ α τετ κλωτσούσε πρώτα το χώμα και μετά τη μπάλα. Έτσι, λίγες ήταν οι φορές που δεν σκόραρε.
Αυτό το κόλπο το εφάρμοσε και το εμπλούτισε όταν μεγάλωσε. Στις αρχές της δεκαετίας του ’50 έπαιξε στην ανδρική ομάδα του Αρίωνα που τότε υπήρχε μόνο σε ερασιτεχνικό επίπεδο. Σύντομα τα κατορθώματα του έγιναν γνωστά και στα μέσα της δεκαετίας ενδιαφέρθηκε για εκείνον ο Παναθηναϊκός. Ο Λάκης Σοφιανός πήρε μεταγραφή σε μια μεγάλη ομάδα και βρήκε ένα μεγαλύτερο κοινό για να δείξει τα «ανδραγαθήματά» του. Κι από στόμα σε στόμα να γίνει ένας μύθος.
Τι έκανε ο Σοφιανός; Πρώτα απ΄όλα συνέχισε την τακτική με το χώμα. Πολλοί τερματοφύλακες είχαν διαμαρτυρηθεί για τα πετραδάκια που έπεφταν στο πρόσωπό τους. Έκανε όμως και κάτι άλλο. Είχε βρει τρόπο να φτύνει τον τερματοφύλακα από τα 2-3 μέτρα. Όταν έφτανε κοντά του για να τον πλασάρει, τον είχε ουσιαστικά αφοπλίσει. Το φτύσιμο ήταν μια πιο πετυχημένη μέθοδος γιατί είχε το επιχείρημα στον διαιτητή ότι δεν γίνεται να πετύχει το φτύσιμο από τόσο μακριά.
Αντιθέτως, με το χώμα υπήρξαν φορές που διαιτητές ακύρωναν το γκολ ή τον τιμωρούσαν με κάρτα. Σε κάποιες περιπτώσεις ο Λάκης Σοφιανός έβγαινε από τα ρούχα του και γινόταν επιθετικός. Δυο-τρεις μάλιστα τους είχε κλωτσήσει και τους είχε χτυπήσει. Σχεδόν κάθε φορά κατέληγε στη φυλακή. Μια φυλακή από την οποία είχε μόλις βγει.
Βλέπετε, το ζιζάνιο του κλέφτη δεν είχε βγει από μέσα του. Ένας Αυτόλυκος της εποχής του ήταν. Μη φανταστείτε τρελά κλοπιμαία. Σχεδόν πάντα ήταν τρόφιμα. Η αστυνομία τον συνελάμβανε και περνούσε τα σαββατοκύριακα στο κρατητήριο. Η διοίκηση του Παναθηναϊκού όμως είχε τον τρόπο της. Όταν υπήρχαν μεγάλα ματς εν όψει, όπως μια φορά με τον Ολυμπιακό, πλήρωνε την αστυνομία για να τον φέρει με συνοδεία στο γήπεδο. Μόνο για λίγες ώρες. Μάλιστα, τον συνόδευαν μέχρι τη φυσούνα, μέχρι να μπει στον αγωνιστικό χώρο. Με το τέλος του ματς ξαναπήγαινε μέσα και συνήθως είχε προσθέσει ακόμα ένα ατόπημα στις πλάτες του.
Το 1958 άφησε τον Παναθηναϊκό για να πάει στο Αίγιο, σε μια από τις πιο ένδοξες ομάδες που αντίκρυσε ποτέ η περιοχή. Τον μεγάλο Παναιγιάλειο, τη Λεγεώνα των Ξένων, τους Πασάδες του Αιγίου όπως είχαν ονομαστεί. Έκατσε εκεί μέχρι το 1961. Ήταν μια περίοδος που είχε σταματήσει τις κλοπές και ήταν καθαρός από φυλακές και άλλα περίεργα.
Το 1961 πάει στον Ολυμπιακό, αλλά οι βεντέτες της ομάδας τον φοβούνται και του κάνουν τη ζωή δύσκολη. Φεύγει στο τέλος της σεζόν για να πάει στον Άρη. Όταν σε ηλικία 32 ετών θεωρείται αρκετά μεγάλος για την εποχή. Τα πόδια του δεν τον βαστούν και ο Άρης του κάνει διακοπή συμβολαίου. Αργότερα, ο Λάκης Σοφιανός θα κατηγορηθεί ότι έστησε ένα παιχνίδι με τον Φωστήρα, όπου ο Άρης ηττήθηκε με 1-0.
Ο ίδιος θα δικαιολογήσει τον εαυτό του ως εξής: «Όλοι γνωρίζουνε πόσο μετρούνε τα πόδια μου. Πως δύσκολα κινούμαι πλέον στα γήπεδα. Για αυτό κανένας δεν με φοβάται, κανένας δεν σκέφτηκε να με δωροδοκήσει. Είμαι ο ποδοσφαιριστής που γνώρισε την δύση του. Ποιος να με φοβηθεί; Απόρησα ειλικρινά που με ακριβοπλήρωσε ο Άρης. Έδωσε ικανό ποσό να με πάρει. Γρήγορα φυσικά κατάλαβε πως δεν άξιζα τόσα πολλά. Και φρόντισε να απαλλαγεί της παρουσίας μου.
Μπορούσε πιο εύσχημα να με απολύσει. Να με φωνάξει και να μου πει: Λάκη μας στοιχίζεις πολλά, τι λες, δέχεσαι με αυτά τα φιλοδωρήματα να μείνεις; Αν έκανε κάτι τέτοιο, θα έπαιρνα την βαλίτσα μου και θα αναχωρούσα. Όχι από πίκα, από εγωισμό. Μια τέτοια οδό όμως δεν θέλησε ο Άρης να ακολουθήσει. Προτίμησε να με πληγώσει. Τώρα κι εγώ θα υπερασπιστώ τον εαυτό μου, θα μιλήσω στην Αθήνα…»
Το τέλος της εν Ελλάδι ποδοσφαιρικής του καριέρας τον βρήκε να γυρίζει ξανά στο Αίγιο. Από το 1958 ως το 1964 ήταν ένας πραγματικός killer στην περιοχή. Πάντοτε με την πονηριά του και τα κρυφά χτυπήματα. Λίγο μετά το 1965 έφυγε οικογενειακά για τη Γερμανία, όπου τέλειωσε την καριέρα του και ασχολήθηκε με την προπονητική.
Μέσα σε μια 5ετία σχεδόν μάζεψε πάρα πολλά λεφτά. Γύρω στα 42-43 του αποφάσισε να επιστρέψει. Στάθηκε όμως αρκετά άτυχος. Σε πολύ σκληρό βαθμό. Στο τρένο του γυρισμού του την έπεσαν ληστές και του πήραν όλα τα λεφτά, ενώ τον έριξαν και από το τρένο για να μην τους πιάσουν. Κατά την πτώση ο Λάκης Σοφιανός έχασε το ένα του χέρι!
Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα η ψυχολογία του να πάρει την κατιούσα και να ξανακυλήσει. Κλοπές, ναρκωτικά, φυλακές. Πέρασε σχεδόν μια δεκαετία έτσι. Ώσπου το 1989, μην αντέχοντας άλλο, έδωσε τέλος στη ζωή του. Οι αστυνομικοί τον βρήκαν κρεμασμένο στο κελί του το πρωινό της 2ας Αυγούστου. Και κάπως έτσι τέλειωσε μια ταλαιπωρημένη ζωή. Και κάπως έτσι ξεκίνησε ένας μύθος.