Οι νόμοι των Narcos: Το πιο στημένο πέναλτι στην ιστορία του ποδοσφαίρου

Μια από τις χιλιάδες αντίστοιχες ιστορίες που θα βρεις αν ψάξεις το παρελθόν του ποδοσφαίρου της Λατινικής Αμερικής...

Οι πιστοί μιας από τις μαζικότερες θρησκείες όλου του πλανήτη, οι πιστοί του ποδοσφαίρου, θα συμφωνούσαν ομόφωνα: ένας από τους λόγους που αυτό το άθλημα είναι όμορφο δεν είναι άλλος από τις απίστευτες ιστορίες του. Σε κάθε ομάδα και σε κάθε κερκίδα υπάρχει πληθώρα από αυτές. Από ιστορίες που με τα χρόνια γιγαντώνονται και αποκτούν στοιχεία θρύλου, από ιστορίες που πηγαίνουν από στόμα σε αυτί και από γενιά σε γενιά και γίνονται συστατικά στοιχεία ολόκληρων πολιτισμικών παραδόσεων.

Αυτές οι ιστορίες δεν ενισχύουν πάντα τον αθλητικό μύθο του ποδοσφαίρου. Θεωρητικά, πολλές από αυτές και ειδικά όταν έχουν να κάνουν με εξωαγωνιστικά περιστατικά, με στημένους διαιτητές, πουλημένους παίκτες και βρώμικους παράγοντες, λειτουργούν δυσφημιστικά για τη μαγεία της μπάλας. Εκτός και αν προέρχονται από την Λατινική Αμερική.

Βλέπετε η Λατινική Αμερική είναι ένας ποδοσφαιρικός τόπος που διαφέρει κατά πολύ από όλους τους υπόλοιπους. Εκεί το άθλημα είναι ένα επικίνδυνο σπορ και ως τέτοιο λατρεύεται. Αυτό μπορεί να ισχύει για τους άτυπους κανόνες που επικρατούν μέσα στους αγωνιστικούς χώρους αφού σε αυτούς δεν πρωταγωνιστούν και τα καλύτερα παιδιά (το «ή η μπάλα ή ο παίκτης αλλά ποτέ και οι δυο μαζί» είναι ενδεικτικό της κουλτούρας τους) και μπορεί να ισχύει και για τις κερκίδες αφού η έννοια του χουλιγκανισμού αποκτά οικουμενικά χαρακτηριστικά. Σίγουρα όμως, δεν θα μπορούσε να μην ισχύει για τους παράγοντες του ποδοσφαίρου της Λατινικής Αμερικής.

Χρυσή δεκαετία των βρώμικων παραγόντων στη Λατινική Αμερική ήταν εκείνη του ’80 και ο πιο χαρακτηριστικός τόπος ως προς αυτό η Κολομβία. Το πρωτάθλημα της Κολομβίας εκείνα τα χρόνια ήταν επίφοβο ακόμα και να το παρακολουθείς (που λέει ο λόγος…).

Η βρωμιά ξεχείλιζε από κάθε γωνία του. Τα στημένα παιχνίδια και η εμπλοκή σε αυτά των βαρόνων της κοκαΐνης ήταν ο κανόνας. Για να φανταστείτε για τι κατάσταση μιλάμε, υπάρχει ένας θρύλος ότι κάποτε, έξι παράγοντες ομάδων οργάνωσαν την απαγωγή ενός διαιτητή και τον κράτησαν φυλακισμένο για περίπου 20 ώρες.

Ο αστικός θρύλος λέει πως αυτό ήταν ένα μήνυμα προς τους διαιτητές να σταματήσουν να ευνοούν την Σάντα Φε, την μεγάλη ομάδα της εποχής. Λέγεται μάλιστα ότι η συμμαχία των έξι ομάδων διεμήνυσε στον διαιτητή πριν τον αφήσει ελεύθερο πως αν δεν σταματήσει η διαιτητική εύνοια υπέρ της Σάντα Φε θα ξεκινούσαν εκτελέσεις διαιτητών. Μιλάμε για τέτοια παράνοια!

Αν ποτέ γραφτεί κάποιο βιβλίο για όλα αυτά τα περιστατικά που συνέβαιναν εκείνη την εποχή στην Κολομβία, το όνομα του Πάμπλο Εσκομπάρ θα κατέχει σίγουρα περίοπτη θέση στα περιεχόμενά του. Ωστόσο δεν είναι το μόνο που «έπαιζε μπάλα» εκείνη την περίοδο σε παραγοντικό επίπεδο με τέτοια αποτελέσματα. Μια άλλη χαρακτηριστική μορφή και μεγάλος ναρκέμπορος της εποχής –όχι σαν τον Εσκομπάρ βέβαια αλλά μεγάλος όπως και να έχει- ήταν ο Ροντρίγκο Γκάτσα.

Ο Γκάτσα είχε τους Μιγιονάριος, μια ομάδα που αγόρασε το 1982, την γλύτωσε από τα άπειρα χρέη της και την οδήγησε σε δυο σερί πρωταθλήματα το 1987 και το 1988. Ο Γκάτσα ήταν τρελός και παλαβός με τους Μιγιονάριος (σ.σ. που σημαίνει «Εκατομμυριούχοι»). Φήμες λένε μάλιστα πως μια περίοδο που τον καταζητούσε η αστυνομία και έπρεπε να αποφεύγει τις δημόσιες εμφανίσεις, μεταμφιεζόταν στην μασκότ των Μιγιονάριος για να βλέπει τα ματς από το γήπεδο!

Μια ιστορία στην οποία πρωταγωνίστηκε ο Γκάτσα είχε να κάνει με το πρώτο πρωτάθλημα από τα δυο συνεχόμενα που πήρε η ομάδα του με εκείνον στον προεδρικό θώκο. Όπως προειπώθηκε, η ομάδα-κατεστημένο της Κολομβίας εκείνη την περίοδο ήταν η Σάντα Φε και τη σεζόν 1986-1987, οι Μιγιονάριος είχαν όλα τα φόντα να την ρίξουν από τον θρόνο της και να κατακτήσουν εκείνοι το πρωτάθλημα.

Το μεταξύ τους ματς για τον δεύτερο γύρο του πρωταθλήματος ήταν και εκείνο που σε μεγάλο βαθμό θα έκρινε τον τίτλο. Οι Μιγιονάριος βρέθηκαν να προηγούνται μέσα στο σπίτι τους με 1-0 αλλά κάποια στιγμή, η Σάντα Φε κέρδισε πέναλτι. Την εκτέλεση του ανέλαβε ο Αργεντίνος επιθετικός Ταβέρνα, που παρά το αστείο όνομά του για την ελληνική γλώσσα, ήταν τεράστια παικτούρα και από τους πρώτους σκόρερ κάθε σεζόν στο πρωτάθλημα της Κολομβίας (εκείνη τη χρονιά μάλιστα είχε βάλει ήδη 19 γκολ).

Και ενώ όλοι κρατούσαν την αναπνοή τους καθώς οι στιγμές ήταν κρίσιμες και θα καθόριζαν την έκβαση του πρωταθλήματος, συνέβη αυτό που κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί. Ο Ταβέρνα πήρε φόρα και εκτέλεσε τόσο μαλθακά το πέναλτι που ο τερματοφύλακας των Μιγιονάριος δεν κουνήθηκε καν από τη θέση του. Η μπάλα κατέληξε πανεύκολα στην αγκαλιά του, χωρίς να χρειαστεί να κάνει το παραμικρό.

Ήταν ξεκάθαρο ακόμα και στον πιο βλάκα: ο Ταβέρνα έχασε επίτηδες το πέναλτι. Το εκτέλεσε με τέτοιο τρόπο που δεν τήρησε καν τα προσχήματα. Και κάπως έτσι το 1-0 έμεινε μέχρι το τέλος και οι Μιγιονάριος έκαναν το αποφασιστικό βήμα για το πρωτάθλημα.

Και ενώ στα αποδυτήρια της ομάδας του Γκάτσα γινόταν πανικός από πανηγυρισμούς, την ίδια στιγμή ο Ταβέρνα περνούσε εφιάλτικες στιγμές στα αποδυτήρια της Σάντα Φε καθώς έτρωγε ξύλο από τους ίδιους τους συμπαίκτες του (εις εξ αυτών μάλιστα ήταν ο γνωστός μας, Φρέντι Ρινκόν) εξαιτίας του ηθελημένα χαμένου πέναλτί του! Τελικά, ο Ταβέρνα απλά παραδέχθηκε, μην μπορώντας να κάνει κάτι άλλο, πως είχε πάρει λεφτά από τον Γκάτσα προκειμένου να έχει μειωμένη απόδοση. Η αλήθεια είναι πως αυτή η δικαιολογία ήταν αρκετή: όταν σε πλησιάζει ο Γκάτσα και σε διατάζει κάτι, απλά υπακούς αν δεν θες να ανακαλύψεις αν υπάρχει ζωή μετά θάνατον…

Και κάπως έτσι το όνομα του Ταβέρνα γράφτηκε στην ιστορία για όλους τους λάθος λόγους. Τι και αν είχε βάλει άπειρα γκολ στην ιστορία του; Το ένα που έχασε με τη θέλησή του ήταν αρκετό για να τον στιγματίσει για πάντα…