Σκέψου το κρισιμότερο γκολ που έχει βάλει ποτέ η ομάδα σου. Θυμήσου πόσο έξαλλα το πανηγύρισες. Πολλαπλασίασέ το επί δέκα.
Συγχαρητήρια, είσαι απλά μια τρίχα από το… μουστάκι του Τιτζιάνο Κρουντέλι!
Περπατώντας ολοταχώς προς τα 76, μια από τις μεγαλύτερες μορφές του ιταλικού ποδοσφαίρου αποτελεί την (κυριολεκτικά) ηχηρή απάντηση της Ευρώπης στους λατινοαμερικάνους σπίκερ.
Σε μια μακρά εποχή ανομβρίας όπου δεν δικαιολογεί το τεράστιο όνομα και τη βαριά φανέλα της, δεν είναι υπερβολή να πει κανείς ότι ο διάσημος σπορτκάστερ αποτέλεσε έναν από τους μεγαλύτερους σταρ της Μίλαν.
Κι αν είναι όμως υπερβολή, δεν πειράζει. Γιατί, όπως εύκολα μπορεί να καταλάβει κανείς, ο Κρουντέλι λατρεύει τις υπερβολές…
Ή τουλάχιστον δεν μπορεί να τις περιορίσει όταν πρόκειται για την ομάδα που αγαπάει μια ζωή. Αυτή που έγινε το συναισθηματικό του αποκούμπι από τα 7.
Τότε που δέχθηκε το χειρότερο χτύπημα που μπορεί να δεχθεί ένα παιδί: Να χάσει και τους δυο του γονείς.
«Ο αδερφός μου έγινε το απόλυτο σημείο αναφοράς μου. Και λάτρευε τη Μίλαν. Ήταν μοιραίο να μου μεταδοθεί το πάθος», έχει εξηγήσει.
Αυτό που δεν έχει καταφέρει ποτέ να εξηγήσει -ούτε ο ίδιος, ούτε η επιστήμη- είναι το πώς επιβίωσε τόσα χρόνια παρακολουθώντας (και κυρίως περιγράφοντας) τα παιχνίδια των «ροσονέρι».
Διότι αν ο Χελάκης έμοιαζε το 2004 να φλερτάρει ανά πάσα στιγμή με το εγκεφαλικό, ο Κρουντέλι στη θέση του αποκλείεται να την έβγαζε καθαρή μέχρι τα προημιτελικά…
Μπορούν να το επιβεβαιώσουν δισεκατομμύρια σφυγμοί που έχει ανεβάσει κατά τη διάρκεια αγώνων. Εκατοντάδες τρίχες που έχει ξεριζώσει από το κεφάλι του σε χαμένες ευκαιρίες.
Άλλα τόσα αυτιά που έχουν… αχρηστευτεί από τις κραυγές του σε γκολ. Και κυρίως οι γκριμάτσες των γύρω του στα πάνελ της εκπομπής «7 Gold»…
Αυτό είναι και το φοβερό όμως με τον Κρουντέλι. Ακόμα κι αν σε εκνευρίσει, ακόμα κι αν γίνεται φοβερή εστία ηχορύπανσης, ακόμα κι αν τον έχεις απέναντί σου με πεταγμένες τις φλέβες να πανηγυρίζει γκολ εναντίον της ομάδας σου, δεν γίνεται να τον αντιπαθήσεις. Γιατί ξέρεις ότι είναι γνήσιος.
Ότι δεν το κάνει για να «πουλήσει οπαδιλίκι». Και ότι έτσι θα φερόταν ακόμα κι αν δεν έφερε τον τίτλο του (υποκειμενικού έστω) δημοσιογράφου.
Άλλωστε κι αυτόν για χάρη της Μίλαν τον απέκτησε. Μέχρι τα 30 του ήταν εμπορικός αντιπρόσωπος. Κι αφού μπήκε στον αθλητισμό μέσω της ομοσπονδίας του τένις, έκανε πραγματικότητα το όνειρό του: Να περιγράψει αγώνες της ομάδας του στο ραδιόφωνο.
Ήταν λοιπόν να μην κάνει την αρχή (το 1987 σε ένα 2-0 επί της Πεσκάρα). Από εκείνη τη μέρα η φωνή του -ή μάλλον οι φωνές του- άρχισαν να μπαίνουν στην καρδιά των φίλων των «ροσονέρι».
Πραγματικά ήρωας, όμως, ξεκίνησε να γίνεται από τις μάχες του με τον Έλιο Κόρνο. Από τις δεκάδες διενέξεις στο στούντιο με τον «όμολογό» του στην Ίντερ.
Τις εκρήξεις στα πειράγματα και τις αφιερώσεις του στις νίκες της Μίλαν. Τις κόντρες με τους εκπροσώπους όλων των ομάδων, κατά τη διάρκεια των οποίων έχει τραμπουκίσει/έχει χτυπήσει με μαξιλάρια/έχει αναπαραστήσει γκολ.
Και γενικότερα της έντονες αντιδράσεις του, από τις οποίες δεν έχει γλιτώσει ούτε η παρουσιάστρια, Τζιοβάνα Μαρτίνι.
Είπαμε όμως, «τρελός» είναι, ό,τι θέλει κάνει. Γελάει με την ψυχή του και κλαίει σαν παιδί (όπως έκανε στη μετάδοση του τελικού του Champions League το 2007 από την Αθήνα).
Βγάζει τα απωθημένα του και «τη λέει» στους αντιπάλους. Κοκκινίζει, κιτρινίζει και παίρνει όποιο άλλο χρώμα επιβάλλουν τα συναισθήματά του την ώρα του ματς.
Και ως πραγματικός σταρ κάνει -άμα λάχει- και ένα… stage diving (όπως συνέβη κάποτε μετά από ματς με τη Σαμπντόρια)!