Πρωταπριλιά του 2000. Το μεγαλύτερο μέρος μιας σεζόν που έχει πάει κατά διαόλου για την ποδοσφαιρική ΑΕΚ έχει περάσει και η Ένωση, που εκείνη την περίοδο έχει το μυαλό της μόνο στον επερχόμενο τελικό κυπέλλου, τον μοναδικό στόχο δηλαδή που της έχει απομείνει παίζει με τον ΟΦΗ στο «Γεντί Κουλέ».
Η ΑΕΚ προηγείται με 2-1 και το ματς είναι στο 89′ όταν ο Γιάννης Παθιακάκης βγάζει από το ματς τον Χάρη Κοπιτσή και περνάει στη θέση του τον Ιταλό με αργεντίνικες ρίζες, Νταβίντε Μπελότι. Όσοι βρισκόντουσαν στο ματς έγιναν θεατές μιας ιστορικής στιγμής και ας μην το ήξεραν εκείνη τη στιγμή. Και ας πίστευαν ότι βλέπουν ένα αδιάφορο ματς. Ήταν η πρώτη συμμετοχή του Ιταλού στόπερ με τη φανέλα της Ένωσης!
Κάπως έτσι ξεκινάει ένα κείμενο για τον Νταβίντε Μπελότι σε μια άλλη διάσταση. Σε μια διάσταση όπου η πρώτη συμμετοχή του 28χρονου τότε κεντρικού αμυντικού με τη φανέλα της ΑΕΚ είναι η απαρχή μιας μεγάλης καριέρας για αυτόν. Σε μια διάσταση όπου τα 30 εκατομμύρια δραχμές που κόστισε στην διοίκηση της ΑΕΚ ο Μπελότι αποσβέστηκαν και με το παραπάνω. Όλα αυτά όμως ισχύουν σε μια άλλη διάσταση. Σε αυτή τη διάσταση που ζούμε το όνομα του Μπελότι είναι απλά μια από τις βασικότερες ενδείξεις για το γιατί η ΑΕΚ έφτασε στα όρια της χρεωκοπίας μερικά χρόνια αργότερα.
Διότι αυτό το ένα λεπτό -συν τις όποιες καθυστερήσεις- που ο Μπελότι φόρεσε τη φανέλα της ΑΕΚ σε επίσημο ματς ήταν και η μοναδική συμμετοχή αυτού του τυπάκου με τα κιτρινόμαυρα χρώματα. Κανονικά, κάτι τέτοιο δεν θα άξιζε καν να αναφερθεί.
Άλλωστε, πόσοι παίκτες έχουν περάσει από την Ελλάδα χωρίς να ακουμπήσουν; Άπειροι προφανώς. Ναι, αλλά πόσοι κόστισαν 30 εκατομμύρια δραχμές για να «γράψουν» μόλις μια συμμετοχή; Για την ακρίβεια, ούτε καν μια συμμετοχή αλλά κάτι πολύ λιγότερο: 30 εκατομμύρια για μόλις ένα (συν τις όποιες καθυστερήσεις…) λεπτό. Αν μη τι άλλο, μιλάμε για το τέλειο ποδοσφαιρικό ανέκδοτο!
Ήταν οι θρυλικές εποχές της ENIC και της Nedment για την ΑΕΚ, οι εποχές εκείνες που κάθε ΑΕΚτζής θυμάται με διάθεση για ατελείωτα facepalm. Διότι κανείς δεν μπορούσε να ισχυριστεί πως οι τότε ιδιοκτήτριες εταιρίες της ΑΕΚ έπασχαν από λεφτά, το ακριβώς αντίθετο: τα χρήματα έρεαν με το τσουβάλι. Από αυτό που έπασχαν ήταν η γνώση για τη μπάλα: τόσες ακριβοπληρωμένες άμπαλες κινήσεις μαζεμένες δύσκολα θα ξαναδεί ελληνική (και ίσως όχι μόνο) ομάδα.
Ο Μπελότι ήταν το χρυσό μέλος μιας τριάδας ξένων που είχαν έρθει στην ΑΕΚ την τελευταία μέρα της χειμερινής μεταγραφικής περιόδου. Πάμπλο Καντέρο (Αργεντίνος από τα αζήτητα της Μπόκα Τζούνιορς), Φιλίπο Νταλ Μόρο (παίκτης της Ρόμα που όμως δεν είχε φορέσει ποτέ τη φανέλα της γιατί δινόταν δανεικός από εδώ και από εκεί) και -φυσικά- Νταβίντε Μπελότι (28χρονος αμυντικός από την Βιτσέντσα).
Και οι τρεις έσκιζαν από ονόματα: σου συστηνόντουσαν και αυτόματα θεωρούσες ότι με τέτοια ονόματα πρόκειται για παικτάρες. Και οι τρεις πέρασαν και δεν ακούμπησαν, δεν τους θυμάται και δεν τους μνημονεύει κανείς. Όμως στην κλίμακα της αποτυχίας κανείς δεν μπορούσε να συγκριθεί με τον μεγάλο (not) Μπελότι.
Σε περίπτωση που δεν έχει γίνει ακόμα κατανοητό το μέγεθος του σουρεαλισμού πίσω από το μικρό πέρασμα του από την ΑΕΚ, ας το ξαναπούμε (μπας και γίνει πιστευτό): 30 εκατομμύρια δραχμές για ένα (και κάτι..,) λεπτό. 30 εκατομμύρια δραχμές και το μοναδικό ερώτημα για αυτόν δεν είναι άλλο από το εξής: πρόλαβε να την ιδρώσει, έστω και λίγο, ελάχιστα, την φανέλα που φόρεσε εκείνο το ηλιόλουστο απόγευμα στο γήπεδο του ΟΦΗ;
Στις σύγχρονες εποχές του λεγόμενου Modern Football, στις εποχές που όλο και γιγαντώνεται η πεποίθηση πως το Α και το Ω για να φτιάξεις ομάδα είναι να έχεις λεφτά και να τα σκορπάς, υπάρχει ένας βασικός αντίλογος που αποδεικνύει το ακριβώς αντίθετο. Αυτός ο αντίλογος έχει ονοματεπώνυμο και αποτελεί μια υποσημείωση της υποσημείωσης στην ιστορία της ΑΕΚ: Νταβίντε Μπελότι.