«Ξέραμε τα νέα παιδιά που έρχονται από πίσω εκτός από τον Γιαννάκη, που είναι κάτι το συγκλονιστικό. Εγώ δεν τον ήξερα, τον έζησα από κοντά αυτές τις μέρες. Είναι κάτι σπάνιο, η Ελλάδα δεν έχει βγάλει κάτι ανάλογο για πολλά χρόνια».
Ήταν 13 Οκτωβρίου του 2010 και αυτός που είχε πάρει τα μυαλά του αρχηγού της Εθνικής Ελλάδας ήταν ο 20χρονος που είχε κάνει ντεμπούτο με το εθνόσημο, παίζοντας στα κολλητά εντός έδρας ματς με Λετονία και Ισραήλ για τα προκριματικά του Euro 2012.
Δεν είχε καμία αναστολή ως παίκτης του Παναθηναϊκού να χαρακτηρίσει «φαινόμενο» ένα προϊόν φυτωρίου του Ολυμπιακού. Ήταν ο Κώστας Κατσουράνης και αυτό που τον ενδιέφερε ήταν ότι το ελληνικό ποδόσφαιρο είχε την τύχη να διαθέτει έναν παίκτη με το ταλέντο και τις προοπτικές εξέλιξης του Γιάννη Φετφατζίδη.
Μια μέρα αργότερα ο Γρηγόρης Γεωργάτος περιέγραφε «αυτό το αέρινο, αυτή την τεχνική που έχει ο μικρός» ως κάτι πρωτόγνωρο για το ποδόσφαιρο μας.
«Ναι, χρειάζεται δουλειά στα τελειώματα, αλλά αναρωτηθείτε και εσείς πόσα χρόνια έχετε να δείτε έναν παίκτη να πηγαίνει κατευθείαν πάνω στον αντίπαλο για τον περάσει. Ψάχνει διαρκώς το ένας με έναν και αυτό είναι που κάνει τη διαφορά».
Οχτώ χρόνια αργότερα ο μικρός, δυστυχώς για το ελληνικό ποδόσφαιρο, μεγάλωσε μόνο ηλικιακά. Στα 28 του χρειάζεται ακόμα δουλειά στα τελειώματα, όπως αποδείχτηκε περίτρανα στο χθεσινό ντέρμπι του Ολυμπιακού με την ΑΕΚ.
Εκείνο το ένα δευτερόλεπτο, από τη στιγμή που υποδέχτηκε την μπάλα έως ότου τη στείλει τις εξέδρες του ΟΑΚΑ, μοιάζει να συνοψίζει όλη την καριέρα του. Μια απελπιστικά μεγάλη χαμένη ευκαιρία.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα το καλοκαίρι, ο «Φέτφα» δήλωσε ότι χρωστάει πράγματα στον Ολυμπιακό. Έως τώρα ωστόσο δεν μοιάζει ικανός να ξεπληρώσει το γραμμάτιο. Δείχνει να παίζει με την ψυχολογία του ποδοσφαιριστή που αμφιβάλλει και ο ίδιος μέσα του αν μπορεί να πρωταγωνιστήσει σε αυτό το επίπεδο.
Το άγχος του να αποδείξει πράγματα είναι εξόφθαλμο. Και η τριετής θητεία που προηγήθηκε στο εξωτικό πρωτάθλημα της Σαουδικής Αραβίας ασφαλώς δεν ήταν ικανή να τον προετοιμάσει για τις συνθήκες πίεσης που θα συναντούσε ξανά μπροστά στο «ανθρωποφάγο» κοινό της Σούπερ Λιγκ.
Κανείς, ποτέ δεν κατάλαβε για ποιον λόγο ο Φετφατζίδης επέλεξε στα 25 χρόνια του την ποδοσφαιρική απομόνωση. Σίγουρα έλυσε εσαεί το… βιοποριστικό του, αλλά ήταν σα να διέγραφε ο ίδιος μονοκοντυλιά όλα όσα είχε κάνει έως εκείνη τη στιγμή για την ποδοσφαιρική εξέλιξη του.
Ναι, το ιταλικό πρωτάθλημα δεν τον βοήθησε να κάνει το επόμενο βήμα. Η Τζένοα, που το 2013 τον απέκτησε αντί 4 εκατ. ευρώ από τον Ολυμπιακό, τον δάνεισε την επόμενη σεζόν στην Κιέβο, με την οποία δεν «κόλλησε» ποτέ.
Αλλά η μετάβαση από τα σαλόνια στ’ αλώνια έστελνε το μήνυμα στην ποδοσφαιρική πιάτσα ότι εκείνος κολλάει ένσημα καμιά 10αρια χρόνια νωρίτερα απ’ ότι το κάνουν οι άλλοι. Τη νοοτροπία δηλαδή του «καλύτερα πρώτος στο χωριό». Συμβόλαιο θα μπορούσε να βρει εύκολα σε μια άλλη ευρωπαϊκή λίγκα και μια ομάδα που ενδεχομένως θα τον βοηθούσε να επιχειρήσει το restart.
Εν τέλει η επιδίωξη για αυτό άργησε τρία χρόνια. Και αν τα πρώτα δείγματα γραφής αποτελούν κριτήριο για τα μελλούμενα, τότε ο παίκτης που περιγράφηκε κάποτε ακόμα και από τον διεθνή Τύπο ως ένα από τα wonder kids του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου, ίσως να μην κάνει πλέον ούτε για τη φανέλα με το Νο «10» του Ολυμπιακού.
Είναι άραγε ενδεικτική η φάση του 94ου λεπτού στο ματς με την ΑΕΚ; Ο «Φέτφα» είχε στο πιάτο του τη μεγάλη ευκαιρία να εκτοξεύσει την αυτοπεποίθηση του, ως ο match winner στο ντέρμπι που θα επανέφερε στον Ολυμπιακό ένα μέρος της χαμένης αίγλης του.
Θα γινόταν ξανά πρωτοσέλιδο μετά από χρόνια (και ζαμάνια…), θα ένιωθε ξανά πρωταγωνιστικό μέλος του (ελληνικού έστω) ποδοσφαιρικού χάρτη.
Ας ελπίσουμε ότι η παροιμιώδης αστοχία στο πλασέ του δεν θα αποτελέσει και τη χαριστική βολή στην ψυχολογία του τελευταίου Έλληνα ποδοσφαιριστή που γούσταραν να βλέπουν εν δράσει οι οπαδοί όλων των οπαδικών αποχρώσεων, απ’ άκρου εις άκρον στη χώρα.