Τις δύο τελευταίες φορές που ο Ολυμπιακός πήγε στη Μόσχα για να παίξει με τη Χίμκι το παθητικό του έγραψε -60. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις (98-66 το 2016, 82-54 πέρσι) έμοιαζε βγαλμένος από replay κάνοντας την αντίπαλο να δείχνει πυραυλοκίνητη. Χθες οι ρόλοι ήταν εκ διαμέτρου αντίθετοι.
Η Χίμκι ήταν αυτή που έμοιαζε σε όλα ένα βήμα πίσω, απελπιστικά ανήμπορη να παρακολουθήσει το ρυθμό των ερυθρόλευκων. Είναι ασφαλώς πολύ νωρίς για να μετρήσουμε τη δυναμική οποιασδήποτε ομάδας, ένας τέτοιος περίπατος όμως με την ταμπέλα του καθαρού αουτσάιντερ (όνομα και πράγμα, αφού στοιχηματικά ο άσος είχε γίνει… viral τις τελευταίες ώρες πριν αρχίσει το ματς), δεν μπορεί παρά να αφήνει περιθώρια για κάποια συμπεράσματα.
Πέραν αυτού, το φαινόμενο έχει και αντίστροφη ανάγνωση. Αν στην πρεμιέρα της Euroleague ο Ολυμπιακός παίζει σε αυτό το επίπεδο ομοιογένειας, πού είναι ικανός να φτάσει όταν μάθει για τα καλά ο ένας το παιχνίδι του άλλου;
Αυτά που ο Ολυμπιακός δεν μπορεί να προσδοκά ότι θα τα έχει κάθε βραδιά είναι η απαρτία σε προσφορά και η ολοκληρωτική κυριαρχία στα ριμπάουντ (20-38). Με εξαίρεση τον Τουπάν, που ωστόσο δοκιμάστηκε μόνο ένα πεντάλεπτο, δεν υπήρξε παίκτης που να υστέρησε, ή για να ακριβολογούμε που δεν έκανε πολύ καλή δουλειά στο τερέν.
Αυτό είναι ασφαλώς κάτι που δεν μπορεί να εκληφθεί ως δεδομένο, εντάσσεται στην κατηγορία των αστάθμητων παραγόντων.
Εκείνο όμως που φαίνεται ξεκάθαρα ότι θα αποτελέσει σταθερά, είναι η διάθεση για ταχύτητα και ποικιλομορφία στην εκδήλωση επιθέσεων. Στο πιο δύσκολο έως τώρα ματς με τον Ντέιβιντ Μπλατ στον πάγκο, ο Ολυμπιακός κράτησε τη διάθεση και τη σκληράδα που βγάζει χρόνια τώρα στην άμυνα, αλλά παρουσίασε μια πολύ βελτιωμένη έκδοση επιθετικής λειτουργίας. Και κατά συνέπεια πολύ πιο ελκυστική στο μάτι.
Με γρήγορες πάσες, πολλή φαντασία και ελάχιστες ντρίμπλες. Η μπάλα δεν κόλλαγε, το πικ εν ρολ, που είχε κάνει σε μεγάλο βαθμό προβλέψιμο το παιχνίδι της ομάδας, χρησιμοποιήθηκε ελάχιστα, και οι αμυντικές αδυναμίες της αντιπάλου χτυπήθηκαν «αλύπητα», με σωστό διάβασμα και σημάδι στα miss match.
Κάποια στιγμή, στο 56-70 αν θυμάμαι καλά, οι παίκτες του Μπλατ άλλαξαν με κινηματογραφική ταχύτητα έξι πάσες για να βγει ένα ελεύθερο τρίποντο από τον Στρέλνιεκς, σε μια φάση βγαλμένη από τα πιο τρελά όνειρα ενός προπονητή.
Η ανησυχία των οπαδών του Ολυμπιακού είχε να κάνει με την πιθανότητα να προκύψει ως «σύνθημα» της φιλοσοφίας του νέου τεχνικού το «όσα βάλουμε και όσα φάμε». Στα φιλικά παιχνίδια και τα δύο ματς με το Χολαργό η αμυντική λειτουργία ήταν κακή και η διατήρηση του DNA της ομάδας έμοιαζε να έχει τεθεί εν αμφιβόλω μέσα σε ένα καλοκαίρι.
Όλες όμως οι ανησυχίες διαλύθηκαν σε 40 λεπτά. Όχι διότι ο Ολυμπιακός δέχτηκε μόλις 66 πόντους από μια φύσει επιθετική ομάδα, αλλά γιατί η διάθεση και η προσήλωση που έβγαλαν όλοι οι παίκτες στην άμυνα «άγγιξε» το 100%. Κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί μόνο όταν η τεχνική ηγεσία το έχει θέσει στην κορυφή των προτεραιοτήτων της.
Στο πρώτο σπουδαίο επίσημο, ο Μπλατ έδειξε ότι δεν ανέλαβε τους ερυθρόλευκους για να τους μεταλλάξει σε μια ομάδα με διαφορετικό χαρακτήρα, αλλά για να βελτιώσει αυτά που έχρηζαν διόρθωσης.
Το είπε στα αποδυτήρια, μετά το τέλος του ματς. «Συγχαρητήρια, αυτή είναι η ταυτότητας μας, έτσι θέλουμε να παίζουμε». Εννοούσε προφανώς με αυτή την αφοσίωση στην άμυνα και αυτόν τον επιθετικό πλουραλισμό. Κανείς δεν αγωνίστηκε πάνω από 24 λεπτά και ο Ολυμπιακός είχε 9 διαφορετικούς σκόρερ και οχτώ πασέρ με τουλάχιστον μία ασίστ.
Η ομαδικότητα έβγαλε μάτια για αυτό το στάδιο της σεζόν, χωρίς κατά ένα παράδοξο τρόπο να υποβαθμιστεί ο ρόλος του Σπανούλη. «Παραμένει ο ηγέτης», είπε ο 59χρονος τεχνικός και για να τον «φτιάξει» επιπλέον τον χαρακτήρισε μαεστρικά «έναν από τους ελάχιστους κορυφαίους όλων των εποχών στο ευρωπαϊκό μπάσκετ».
Ναι, ο Σπανούλης είναι ακριβώς αυτό και κάτι ακόμα. Ο άνθρωπος που ευθύνεται περισσότερο από κάθε άλλον για το μέταλλο που έχει αποκτήσει αυτή η ομάδα. Ο ισχυρότερος κρίκος στην ερυθρόλευκη αλυσίδα όμως κάθεται πια στην άκρη του πάγκου.
Η προσωπικότητα, η ηγετική ικανότητα και το know how του Ντέιβιντ Μπλατ φαντάζουν ως το ιδανικό συμπλήρωμα στο μέταλλο αυτό.
Όταν πια θα γίνει συνείδηση και βίωμα στο πετσί των παικτών αυτή η αίσθηση, η διαφορά του μπάτζετ με τις ΤΣΣΚΑ, Φενερμπαχτσέ και Ρεάλ μπορεί και να καταχωρηθεί στα κεφάλια τους ως μια ασήμαντη λεπτομέρεια…