200.000 οπαδοί τον ήθελαν νεκρό: Ο καταραμένος τερματοφύλακας που μισήθηκε από ένα ολόκληρο έθνος

Α ρε Κάριους, δεν φαντάζεσαι πόσο τυχερός είσαι που γεννήθηκες στο Μπίμπεραχ της Γερμανίας το 1993 και όχι στο Καμπίνας της Βραζιλίας το 1921…

Το βράδυ της 26ης Μαΐου 2018 η Ρεάλ Μαδρίτης επικρατεί 3-1 της Λίβερπουλ και φτάνει σε ακόμη μία κατάκτηση Champions League. Το μάτι ενός ουδέτερου, ψυχρού παρατηρητή θα ξεχώριζε ως βασικό υπεύθυνο για το τελικό σκορ τον τερματοφύλακα των «κόκκινων», Λόρις Κάριους. Ήταν δύο δικά του τραγικά λάθη, πριν και μετά το μυθικό ανάποδο ψαλίδι του Μπέιλ, που χάρισαν ισάριθμα γκολ στη «βασίλισσα» και την ανέβασαν ξανά στην κορυφή της Ευρώπης.

Οι λυγμοί και τα δάκρυα του Γερμανού αποτελούν μια ξεκάθαρη έκφραση συγγνώμης προς τους οπαδούς της ομάδας, που δείχνουν με το ζεστό χειροκρότημά τους πως την κάνουν αποδεκτή, διδάσκοντας ποδοσφαιρικό πολιτισμό και ανωτερότητα. Στο κάτω-κάτω της γραφής, ακόμη και στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο, η μπάλα δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα παιχνίδι. Όχι ένα ζήτημα ζωής ή θανάτου…

Η αλήθεια, όμως, είναι πως σε άλλο τόπο και χρόνο τα πράγματα δεν θα ήταν έτσι και η τύχη ενός τερματοφύλακα μετά από τέτοιες γκέλες σε ένα τόσο σημαντικό ματς θα ήταν εντελώς διαφορετική. Πιθανότατα, μάλιστα, αν ο Κάριους είχε γεννηθεί μερικές δεκαετίες νωρίτερα στην Βραζιλία, η μοίρα του θα ήταν χειρότερη κι από αυτή του Μπαρμπόσα. Του «καταραμένου» γκολκίπερ που μισήθηκε από ένα ολόκληρο έθνος και είδε την ποδοσφαιρική ζωή του να αλλάζει για πάντα τη στιγμή που μάζευε την μπάλα από την εστία του στον «τελικό» του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1950.

Τι είχε συμβεί

Το «έγκλημα» για το οποίο ο Μπαρμπόσα κρίθηκε με συνοπτικές διαδικασίες ένοχος και καταδικάστηκε σε ποδοσφαιρικό «θάνατο» ήταν η απώλεια του Μουντιάλ μέσα στο σπίτι των «καριόκας». Όλη η χώρα περίμενε πώς και πώς την διοργάνωση που θα φιλοξενούσε, με την ελπίδα (που όσο προχωρούσαν τα ματς μετατρεπόταν σε βεβαιότητα) ότι θα κατακτούσε το τρόπαιο. Την βραδιά του κάτι σαν τελικού (αφού τότε υπήρχε όμιλος, με την Βραζιλία να χρειάζεται μόνο ένα βαθμό) τα πάντα θύμιζαν ένα πάρτι ανάλογο εκείνου του καρναβαλιού, με τους παίκτες της Ουρουγουάης να αντιμετωπίζονται όχι ως διεκδικητές του τροπαίου, αλλά σαν απλοί καλεσμένοι στη γιορτή για την ανάδειξη της «σελεσάο» σε παγκόσμια πρωταθλήτρια.

Στο «Μαρακανά» στριμώχνονται 199.854 ψυχές που κουβαλούν το πάθος, το ταμπεραμέντο αλλά και την δίψα ενός λαού για μια στιγμή εθνικής ανάτασης που θα τον έκανε να ξεχάσει την φτώχια, τις αδικίες και τις κοινωνικές ανισότητες που καταδυνάστευαν τη ζωή του. Μέσα στο γήπεδο τα πράγματα εξελίσσονται πολύ διαφορετικά. Σχεδόν δέκα λεπτά πριν την λήξη το σκορ είναι στο 1-1 και σε εκείνο το χρονικό σημείο ο Τζίτζια (που νωρίτερα είχε δώσει την ασίστ για το γκολ του Σκιαφίνο) κάνει το σουτ που φέρνει μια κοσμογονία. Ο Μπαρμπόσα, ο «Πάνθηρας» όπως ονομαζόταν, είναι εκτός θέσης περιμένοντας σέντρα. Το 2-1 είναι γεγονός. Μια ολόκληρη χώρα βυθίζεται στο πένθος από το επόμενο δευτερόλεπτο κιόλας.

«Νεκρός»

Πολλά χρόνια αργότερα ο ίδιος ο Μοασίρ Μπαρμπόσα Νασιμέντο περιγράφει με τρόπο που προκαλεί ανατριχίλα τα συναισθήματά του εκείνη την στιγμή. «Παρέλυσε όλο το κορμί μου. Για λίγα δευτερόλεπτα ένιωσα μια απερίγραπτα τρομακτική αίσθηση πως 200.000 ζευγάρια μάτια στο γήπεδο είχαν στραφεί πάνω μου και ήθελαν να με δουν νεκρό»…

Ο βιολογικός θάνατος του πρώην τερματοφύλακα της Βάσκο Ντα Γκάμα ήρθε στις 7 Απριλίου του 2000. Όμως η ποδοσφαιρική κηδεία του είχε πραγματοποιηθεί εκείνη την αποφράδα για τον ίδιο και την πατρίδα του μέρα. Μπορεί στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2014 ακόμη και η ντροπιαστική «εφτάρα» από την Γερμανία να αντιμετωπίστηκε με πολλά δάκρυα αλλά και σχετική ψυχραιμία, αλλά πίσω στο 1950 η απώλεια του τίτλου είχε συνοδευτεί από εθνική κατάθλιψη που οδήγησε μέχρι και σε αυτοκτονίες.

«Μαρακανάσο»

Η «κηδεία» της εθνικής Βραζιλίας τότε απέκτησε και το δικό της όνομα. «Maracanazo». Η «συμφορά του Μαρακανά», η οποία χρεώθηκε αποκλειστικά στον Μπαρμπόσα. Τον τερματοφύλακα που πρόλαβε να παίξει 17 φορές στην «σελεσάο» πριν πέσει πάνω του όλο το ανάθεμα. Του γκολκίπερ που προκαλούσε τον θαυμασμό κι εντυπωσίαζε με τις ικανότητές του και το γεγονός ότι δεν φορούσε γάντια. Του πορτιέρε που μετά από εκείνο το «κάζο» αντιμετωπίστηκε σαν εγκληματίας. Ακόμη και από τα μέλη της ίδιας της οικογένειάς του.

Ποδοσφαιρικά απόκληρος και εξοστρακισμένος, ο Μπαρμπόσα συνέχισε να παίζει για κάποια χρόνια, αλλά είχε μετατραπεί σε σκιά αυτού που κάποτε ήταν. Για ένα λαό που χαρακτήρισε μια ήττα σε έναν τελικό «Χιροσίμα της Βραζιλίας», γίνεται εύκολα αντιληπτό το βάρος της ενοχής που του αποδόθηκε. «Δεν φταίω εγώ. Ήμασταν 11 παίκτες μέσα στο γήπεδο» έλεγε μέχρι τα βαθιά γεράματα, με δάκρυα στα μάτια. Η συγχώρεση, όμως, δεν ήρθε.

Χωρίς οίκτο

Οι συμπατριώτες του, σε μεγάλο βαθμό δεισιδαίμονες και γεμάτοι προκαταλήψεις, του κόλλησαν την ρετσινιά του «καταραμένου». Δεν ήθελαν καμία σχέση με οτιδήποτε τους θύμιζε την χειρότερη στιγμή της ποδοσφαιρικής ιστορίας της χώρας του καφέ. Ξερίζωσαν μέχρι και τα δοκάρια του γηπέδου, χαρίζοντάς του μάλιστα τα γκολ ποστ στα οποία δέχθηκε εκείνο το τέρμα. Το 1963 παραδόθηκαν στην φωτιά, σε μια απόπειρα «εξαγνισμού» των φαντασμάτων του παρελθόντος, ενώπιον όλης της ομάδας του 1950.

Μέχρι να εμφανιστεί στο προσκήνιο ο Ντίντα, που με το ταλέντο και την κλάση του δεν άφηνε άλλα περιθώρια, υπήρχε ένας άγραφος νόμος που «απαγόρευε» στους ομοσπονδιακούς τεχνικούς να κατεβάζουν ενδεκάδα με μαύρο τερματοφύλακα, μόνο και μόνο επειδή είχε το ίδιο χρώμα με τον Μπαρμπόσα…

Παραμονές του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1994 θέλησε απλά να ευχηθεί καλή τύχη στην αποστολή της εθνικής, αλλά το αίτημά του απορρίφθηκε. Κανείς δεν ήθελε να συνδεθεί μαζί του. Ήταν ένα από τα γεγονότα που τον πλήγωσαν περισσότερο κι από εκείνη την λάθος εκτίμηση στο σουτ του Τζίτζια. Αν και όπως εξομολογήθηκε κάποτε, τίποτα δεν υπήρξε χειρότερο από τα λόγια μιας μητέρας προς το παιδί της όταν τον είδε τυχαία στους διαδρόμους ενός σούπερ μάρκετ, σχεδόν μια εικοσαετία μετά το «Maracanazo». «Κοίταξέ τον. Είναι ο άνθρωπος που έκανε όλη την Βραζιλία να κλάψει από στεναχώρια», ήταν οι λέξεις που βγήκαν από το στόμα της. Τα λόγια που σκεφτόταν κάθε Βραζιλιάνος κάθε φορά που τον αντίκριζε. Τα λόγια που άδικα στοίχειωσαν την ζωή του «Πάνθηρα» μέχρι τον θάνατό του.

Την επόμενη μέρα μετά το 7-1 από την Γερμανία το 2014, η κόρη του Μπαρμπόσα, Τερέζα Μπόρμπα, αρκέστηκε σε μια απλή δήλωση. «Πιστεύω πως τώρα η ψυχή του αναπαύτηκε». Έπρεπε να περάσουν σχεδόν 65 χρόνια και να έρθει η απόλυτη ποδοσφαιρική ντροπή από τα «πάντσερ» για να καταλάβει το έθνος πόσο άδικο υπήρξε απέναντι στον «Πάνθηρα» με τα γυμνά χέρια.

Α ρε Κάριους, δεν φαντάζεσαι πόσο τυχερός είσαι που γεννήθηκες στο Μπίμπεραχ της Γερμανίας το 1993 και όχι στο Καμπίνας της Βραζιλίας το 1921…