Εκεί στα τέλη της δεκαετίας του ’90 στις περίφημες ακαδημίες του Παναθηναϊκού στην Παιανία καταφτάνει ένας νέος ένοικος.
Λέγεται Γιώργος Βακουφτσής και το ταλέντο και η σωματοδομή του προμηνύουν ένα σπουδαίο μέλλον για τον νεαρό που μέχρι τότε είχε παίξει στο Μεγαλοχώρι Τρικάλων.
Πριν προλάβει καν να δικαιώσει εκείνους που του πίστεψαν στις ικανότητές του και τον έφεραν στο τριφύλλι, θα δημιουργήσει ακόμη μεγαλύτερες προσδοκίες, καθώς από το πουθενά θα πάρει μεταγραφή για την Φιορεντίνα.
Οι Ιταλοί του κολλάνε το παρατσούκλι «Έλληνας Μπατιστούτα», αλλά εκείνος -τελικά- δεν θα «κολλήσει» ποτέ αρκετά γκολ ώστε να δικαιολογήσει τον ντόρο γύρω από το όνομά του.
Ακαδημίες από χρυσάφι
Ήταν η εποχή που στην Παιανία γινόταν ένα… παιδομάζωμα διαρκείας, με τον Παναθηναϊκό να αποτελεί ουσιαστικά την μόνη ελληνική ομάδα που επιχειρούσε να βγάλει ταλέντα μέσα από τα σπλάχνα της. Ταλέντα από όλη την Ελλάδα έβρισκαν εκεί μια πρώτη προσέγγιση στο επαγγελματικό κομμάτι του παιχνιδιού, με την ελπίδα πως θα έκαναν το βήμα προς τους «μεγάλους» και θα εξασφάλιζαν τη δική τους θέση στο ελληνικό ποδόσφαιρο.
Οι ομοσπονδιακοί τεχνικοί των «μικρών» εθνικών ομάδων προτιμούν τα… προϊόντα των πράσινων, με τους πιτσιρικάδες του τριφυλλιού να έχουν θέση στις αποστολές και τις ενδεκάδες των αντιπροσωπευτικών συγκροτημάτων, αλλά (στις περισσότερες περιπτώσεις) να μην μπορούν να πάρουν την ευκαιρία τους και στον ίδιο τον σύλλογο, που -όπως και το υπόλοιπο ελληνικό ποδόσφαιρο- παρέμενε επιφυλακτικό απέναντι στα νεαρά ταλέντα και προτιμούσε την δοκιμασμένη «συνταγή» των ξένων μεταγραφών.
Η περίπτωση του Βακουφτσή δεν αποτελεί εξαίρεση. Ο νεαρός γίνεται γνωστός μέσα από παρουσία του στην Εθνική Νέων, τη στιγμή που με τον Παναθηναϊκό δεν καταγράφει ούτε μία επίσημη εμφάνιση. Και ξαφνικά «σκάει» μια είδηση που προκαλεί σοκ. Υπογράφει στην Φιορεντίνα συμβόλαιο 4+2 χρόνων, με απολαβές 450.000.000 δραχμές. Ο κόσμος του τριφυλλιού αναρωτιέται πώς χάθηκε αυτός ο παιχταράς και οι Ιταλοί δεν αργούν να τον χαρακτηρίσουν «Έλληνα Μπατιστούτα», διακρίνοντας ομοιότητες με τον Αργεντινό ηγέτη των «βιόλα».
Ψάχνοντας ποδοσφαιρικό «παράδεισο»
Αν και πολύ νεαρός, ο γεννημένος το 1980 Γιώργος, θέλει να εκμεταλλευτεί τις καταστάσεις που δημιούργησε ο νόμος Μποσμάν και να βρει ένα καλύτερο αύριο στο εξωτερικό. Θεωρεί ότι στον Παναθηναϊκό δεν παίρνει τις ευκαιρίες που δικαιούται βάσει του ταλέντου του, παρά το γεγονός ότι κάποια στιγμή προπονητής στην πρώτη ομάδα (αντικαθιστώντας τον Ρότσα) γίνεται ο Βέλιμιρ Ζάετς, ο άνθρωπος που είχε πει το «ναι» για την απόκτησή του.
Στην Παιανία υπάρχει μουρμούρα πως… έχει πάρει ψηλά τον… αμανέ και ότι δεν δουλεύει τόσο όσο θα έπρεπε. Η κατάσταση γίνεται ακόμη πιο δύσκολη όταν αναλαμβάνει την ομάδα ο Βασίλης Δανιήλ και παρά το αποτυχημένο δοκιμαστικό στη Λανς, ο Βακουφτσής δεν σταματά να σκέφτεται το εξωτερικό ως τον δικό του ποδοσφαιρικό «παράδεισο».
Την ημέρα που τον προσέγγισε ο μάνατζερ της Φιορεντίνα, Τσέζαρε Μεντόρι, μεταφέροντάς του την εκτίμηση του Τζιοβάνι Τραπατόνι μετά από δύο φιλικά της Εθνικής Νέων στην Ιταλία, πιστεύει ότι η Γη της Επαγγελίας γι’ αυτόν βρίσκεται στην Φλωρεντία. Θα αποδειχθεί πως έκανε λάθος, παρά τις πρώτες δηλώσεις του που ξεχείλιζαν από ενθουσιασμό για το «αύριο» που τον περίμενε.
Παρέμεινε… Έλληνας, δεν έγινε Μπατιστούτα
Η προσαρμογή του στο απαιτητικό ιταλικό ποδόσφαιρο θα αποδειχθεί δύσκολη υπόθεση, ενώ κάποιοι τραυματισμοί επιδεινώνουν την κατάσταση. Τελικά θα καταφέρει να κάνει επίσημο ντεμπούτο τον Ιανουάριο του 2000 σε ματς Κυπέλλου με την Βενέτσια και λίγες μέρες μετά ξεκινά βασικός σε αγώνα πρωταθλήματος με την Μπάρι. Δεν τα πηγαίνει τόσο καλά όσο είχε φανταστεί και σύντομα παίρνει ξανά τον δρόμο για την δεύτερη ομάδα και στη συνέχεια παραχωρείται ως δανεικός στη Ραβέννα, την οποία δεν μπορεί να βοηθήσει να αποφύγει τον υποβιβασμό.
Επιστρέφει στην Φλωρεντία, όμως σταδιακά χάνει την λάμψη του, αφού η ομάδα αντιμετωπίζει προβλήματα, εκείνος δεν μπορεί να πείσει τους προπονητές του (Τερίμ, Μαντσίνι) για την αξία του και παραμένοντας ενεργός ουσιαστικά μόνο μέσα από τα παιχνίδια των μικρών Εθνικών, ψάχνει μια ομάδα που θα του δώσει χρόνο συμμετοχής.
Έτσι, τον Ιανουάριο του 2001 επαναπατρίζεται με την μορφή δανεισμού στον Ηρακλή. Ένα γκολ σε 11 ματς δεν είναι αρκετά για να κάνουν τους ανθρώπους του Γηραιού να χρησιμοποιήσουν την οψιόν αγοράς του, ενώ το καλοκαίρι οι «βιόλα» αποφασίζουν να τον αποδεσμεύσουν. Το ιταλικό όνειρο είχε σβήσει για πάντα.
Ο παράδεισος είναι στην Κύπρο
Την επόμενη πενταετία θα βρεθεί στην Κύπρο όπου εκεί θα τα δει όλα! Στο ντεμπούτο με τον ΑΠΟΕΛ βάζει 4 γκολ, αλλά πριν προλάβει να πανηγυρίσει καλά-καλά, τραυματίζεται στο ίδιο ματς και μένει 6 μήνες εκτός δράσης με ρήξη χιαστού…
Άλλοι θα τα είχαν παρατήσει. Εκείνος όμως βρίσκει την δύναμη να συνεχίσει και όταν επιστρέφει αρχίζει ξανά το ίδιο… βιολί. Κατακτά ένα πρωτάθλημα κι ένα Σούπερ Καπ, πετυχαίνοντας 23 τέρματα σε 49 συμμετοχές. Μπορεί να μην είναι και ο… Μπατιστούτα, αλλά αποδεικνύεται ένας προικισμένος επιθετικός που έχει πράγματα να δώσει.
Το καλοκαίρι του 2005 προκαλεί ξανά ένταση γύρω από το όνομά του με την απόφασή του να μεταπηδήσει στην «μισητή» για τον ΑΠΟΕΛ, Ομόνοια! Με τους πράσινους -κι ενώ η Λευκωσία σχίζεται για την πάρτη του στα δύο- σκοράρει 29 φορές σε 62 ματς κι ολοκληρώνει την πενταετή παρουσία του στη Μεγαλόνησο με 52 γκολ. Επίδοση σίγουρα όχι άσχημη, ούτε όμως και αρκετή για να του εξασφαλίσει μια κλήση στην Εθνική Ελλάδας που θα αποτελούσε και μια προσωπική δικαίωση.
Επιστροφή και… τέλος
Στα 28 του επαναπατρίζεται για λογαριασμό του Εργοτέλη. Έχει την ελπίδα ότι θα δείξει και στους Έλληνες το ταλέντο του. Δεν τα καταφέρνει… Προσωπικά θέματα τον κρατούν πίσω και δεν του επιτρέπουν να στεριώσει πουθενά. Ούτε στους Κρητικούς, που αποφασίζουν να λύσουν το συμβόλαιό του μετά από ένα χρόνο. Ούτε στην Ξάνθη όπου πήγε με νέα όνειρα αλλά έφυγε μετά από μερικούς μήνες και μόλις 3 εμφανίσεις.
Πλέον δεν θυμίζει σε πολλά τον φέρελπι νεαρό των Ακαδημιών του Παναθηναϊκού που έπαιρνε μεταγραφή για την Φιορεντίνα. Ούτε τον πολλά υποσχόμενο πιτσιρικά της Εθνικής Νέων. Δεν είχε καν την παραμικρή σχέση με τον ώριμο φορ των χρόνων της Κύπρου. Πριν καλά-καλά κλείσει τα 30, ουσιαστικά έχει τελειώσει με το ποδόσφαιρο σχετικά υψηλού επιπέδου.
Περιπλανιέται σε β’ και γ’ κατηγορία φορώντας τις φανέλες της Αναγέννησης Καρδίτσας και της Νίκης Βόλου, με πενιχρό απολογισμό (συνολικά) 2 γκολ. Τελευταίος επαγγελματικός σταθμός του είναι η κυπριακή ΠΑΑΕΚ, όπου γραφτεί ο επίλογος της καριέρας του. Μιας καριέρας που σε καμία περίπτωση δεν δικαίωσε τον χαρακτηρισμό «Μπατιστούτα» κι έκαναν τον Βακουφτσή ακόμα έναν Έλληνα ποδοσφαιριστή που «λύγισε» κάτω από το βάρος που κουβαλούν τέτοιες βαρύγδουπες και πρόωρες συγκρίσεις.