Οι καλτίλες που λατρέψαμε και αναπολούμε στο γήπεδο!

Γιατί, μπαμπά, έγινε τόσο φλώρικο το ποδόσφαιρο;

Όσο περισσότερο μεγαλώνεις, τόσο περισσότερες αφορμές σου δίνονται για να νοσταλγείς. Ακόμα και το πιο απλό πράγμα -μια εικόνα, μια κουβέντα, μια μυρωδιά- είναι ικανή να σε γυρίσει στο παρελθόν.

Να σου θυμίσει τα παιδικά σου χρόνια. Να ζωντανέψει υπέροχες αναμνήσεις. Να σε ταξιδέψει στις εποχές που το άγχος απουσίαζε από τη ζωή σου.

Και μόνη σου έγνοια ήταν το πότε θα περάσουν οι μέρες για να πας στο γήπεδο.

Όχι όμως στο γήπεδο όπως είναι σήμερα. Στο γήπεδο όπως το γνωρίσαμε (και το λατρέψαμε) οι 35 και άνω.

Χωρίς πολυτέλειες και εκσυγχρονισμούς. Χωρίς πάρκινγκ, ευκολίες και ηλεκτρονικό εισιτήριο.

Με τσιμέντο στην εξέδρα, μαξιλαράκι γιατί «είναι βρώμικα μέσα, παιδιά» (όπως μας ενημέρωνε ο πλανόδιος που τα πουλούσε απέξω) και παρακάλια «έλα, ρε θείο, βάλε με μέσα» που εντέλει μαλάκωναν τον αμείλικτο εισπράκτορα στη θύρα.

Καλώς ή κακώς λοιπόν, με τα χρόνια να έχουν περάσει και το ποδόσφαιρο να έχει αναπόφευκτα εκμοντερνιστεί, οι ρομαντικές ιστορίες ξεθωριάζουν.

Η μαγεία του γηπέδου (στην αγνή μορφή που τη γνώρισες ως παιδί) έχει χαθεί.

Και ο μόνος τρόπος να την ξανανιώσεις, ν’ αποκτήσεις δικαίωμα εισόδου στη μηχανή του χρόνου που θα σε ταξιδέψει πίσω στις λατρεμένες εποχές είναι ένας:

Nα… πέσεις χαμηλά. Να φτάσεις ως τις ρίζες της αγάπης σου για την μπάλα.

Να επιστρέψεις για μια έστω φορά στο γήπεδο της τοπικής (ή ερασιτεχνικής) ομάδας που πήγαινες ως πιτσιρικάς με τον πατέρα σου!

Και όλα τα άλλα θα έρθουν μόνα τους…

Αυτή η ασύγκριτη αίσθηση όταν περνάς την πόρτα με το εισιτήριο στο χέρι, μυρίζεις το γρασίδι (που κάποτε ήταν γαρμπίλι) και θυμάσαι το δέος σου την πρώτη φορά που μπήκες σε κερκίδα.

Η διαδρομή μέχρι να φτάσεις στην ταπεινή (και φυσικά χωρίς στέγαστρο) εξέδρα, με το βλέμμα μέσα από τα κάγκελα να ρίχνει κλεφτές ματιές στο ζέσταμα των φιλοξενούμενων για να «κόψει» αν είναι… καλοί.

Ο φλύαρος πλανόδιος που σου πουλάει ξεθυμασμένη κόα-κόλα έναντι δόσης στεγαστικού δανείου, αλλά έχεις τόσο καλή διάθεση (και τόσο σκασμένα χείλη από το αλάτι του ηλιόσπορου) που δεν μπορείς να του θυμώσεις.

Αυτό το αθάνατο «κρίτσι-κρίτσι» που συνοδεύει τις ποδοσφαιρικές αναλύσεις. Η σαΐτα με στόχο το πωπουδέλι του αναπληρωματικού που κάνει ζέσταμα.

Η κυριακάτικη εφημερίδα του συνταξιούχου μπροστά σου, που σε λίγη ώρα θα μετατραπεί στο αυτοσχέδιο καπέλο με τις γωνίες για να αντιμετωπιστεί ο ήλιος που βαράει κατακούτελα.

Και φυσικά το κλασικό (και πάντα γεμάτο εκπλήξεις) μπινελίκι. Ο τύπος που ακολουθεί πάνω-κάτω τον λάινσμαν και του παρέχει συνεχώς διευκρινίσεις για τις εξω-αγωνιστικές δραστηριότητες της συζύγου του.

Τα «καντηλάκια» για την επιμονή αντιπάλου να ζητάει φάουλ (με ματωμένο το κεφάλι από αγκωνιά).

Και το ξέσπασμα οργής για το θράσος του προπονητή των άλλων να σηκώνεται από τον πάγκο του (άκουσον-άκουσον μέσα στο «σπίτι» μας) για να δώσει οδηγίες.

Όλα τους κομμάτια ενός πρωτόγονου ποδοσφαιρικού παζλ που τόσο σου έχει λείψει να ενωθούν στο μυαλό σου.

Πράγματα που θα συναντήσεις μεμονωμένα και στο «Καραϊσκάκη», τη Λεωφόρο, το ΟΑΚΑ και την Τούμπα, αλλά όχι στον βαθμό… καλτίλας που προσφέρουν οι χαμηλότερες κατηγορίες.

Αυτής της καλτίλας που κρατάει ζωντανή την ανάμνησή μας για το πώς ερωτευτήκαμε την μπάλα. Για το πώς η μυσταγωγία της (πέρα από το αγωνιστικό κομμάτι) μας πήρε για πάντα αιχμάλωτους.

Και σαν παιδάκια που ακόμα κρατάμε το χέρι του πατέρα μας μπαίνοντας μαζί του στο γήπεδο, ψιθυρίζουμε σιγά μην μας ακούσει:

«Fuck modern football»!