Ξέρει ή δεν ξέρει μπάσκετ ο Κοτομπουκιάς Λεκάβιτσιους;

Ένα ερώτημα που θα απαντάται διαφορετικά από παιχνίδι σε παιχνίδι.

Το πρώτο ματς του Παναθηναϊκού στη φετινή Ευρωλίγκα βρήκε τον Καλάθη να έχει παίξει 34 λεπτά. Το Λεκάβιτσιους ελάχιστα. Μετά το τέλος του ματς η πιο συχνή φράση ήταν «δε βγαίνει χρονιά πάλι με τον Καλάθη να παίζει 30λεπτα». Σωστή επισήμανση. Στο ματς με τη Μπάγερν ο Λιθουανός έπαιξε 9 λεπτά, έπαιξε καλά, αλλά μετά δεν ξανάπαιξε.

Με τη Γκραν Κανάρια ήταν το πρώτο ματς σε αυτόν τον ένα χρόνο και κάτι που παίζει στην ομάδα με το χρόνο του να είναι μεγαλύτερος του Καλάθη. Με τη Ζαλγκίρις γυρίσαμε ξανά στα λίγα. Με τη Μπουντουσνόστ ήταν αυτός που στο 4ο δεκάλεπτο με τα τρίποντα συνέβαλλε για να πάρει η ομάδα μια διαφορά 13 πόντων. Έπαιξε και πάλι δυσανάλογα λίγο και δεδομένου του αδύναμου αντιπάλου.

Φτάνουμε στο χθες. Στο ματς με τον Ολυμπιακό. Όπως και ένα χρόνο πριν στο ΣΕΦ, έτσι και φέτος ο Λεκάβιτσιους ήταν πρώτος σκόρερ και εκ των πρωταγωνιστών. Στο ΟΑΚΑ αυτή τη φορά. Ο Κοτομπουκιάς, όπως τον αποκάλεσε ο Παππάς χάριν αστεϊσμού, είχε 17 πόντους λειτουργώντας κυρίως ως σκόρερ παρά ως δημιουργός. Περισσότερο shooting guard παρά άσος.

Κι αν στα πρώτα τρία δεκάλεπτα αυτό το έκανε ως χειριστής της μπάλας, στο τελευταία δεκάλεπτο το έκανε έχοντας πάρει θέση δυαριού στο παιχνίδι. Ο λίγος Λούκας, ο Λούκας που δεν κάνει και αποτελεί τρύπα στην άμυνα, αυτή τη φορά βρήκε χώρο και η υπόλοιπη ομάδα τον βοήθησε ώστε να μη φανεί τόσο τρύπα.

Μέσα σε ένα βράδυ έγινε πολύ καλός παίχτης. Μόνο που το μπάσκετ δεν έχει τόσο απλοϊκή ανάλυση. Δεν είναι 1+1 κάνουν 2. Αυτό ισχύει μόνο για το σκορ. Στην περίπτωση του Λούκας, αλλά και των περισσότερων παιχτών στην Ευρώπη, υπάρχουν πάρα πολλές παράμετροι. Ιδίως όταν μιλάμε για ένα παιδί που είναι απίστευτα χαμηλών τόνων, σε μια χώρα με αρκετά διαφορετική κουλτούρα ζωής και με κανέναν Λιθουανό να παίζει στην Ελλάδα.

Αυτά τα στοιχεία δεν είναι αμελητέα. Φανταστείτε να πρέπει να μιλάτε συνεχώς αγγλικά. Που είναι και θεωρητικά μια εύκολη μετάβαση από τα ελληνικά. Για έναν Λιθουανό να μιλάει αγγλικά και να μην μπορεί να πει δυο φράσεις στη γλώσσα του δημιουργεί ένα εσωτερικό ζόρι. Όχι μεγάλο. Αλλά αν συνδυαστεί με άλλα μεγαλώνει.

Ας αφήσουμε όμως τα δημογραφικά χαρακτηριστικά και πάμε στο μπασκετικό κομμάτι. Υπάρχουν παίχτες σούπερ σταρ που μπορούν να ανταποκριθούν απέναντι σε κάθε αντίπαλο. Ο Καλάθης είναι τέτοιος. Υπάρχουν και παίχτες που θέλουν συγκεκριμένα πράγματα από το ματς για να ανταποκριθούν.

Ο Λεκάβιτσιους είναι στη δεύτερη κατηγορία. Δυνητικά μπορεί να μεταπηδήσει στην πρώτη. Τώρα όμως είναι στη δεύτερη. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν ματς που θα είναι «λίγος» και ματς που θα αναγκάζει κάποιους να γράψουν «τώρα είναι καλός ο Λούκας; Είστε κωλοτούμπες». Ο χθεσινός Ολυμπιακός που δεν έχει δίμετρο γκαρντ, ταιριάζει στον Λούκας.

Η ΤΣΣΚΑ που έχει Ντε Κολό και Βέστερμαν δεν θα του ταιριάξει. Ίσως μόνο απέναντι στον Σέρχι να βρει τρόπο να παίξει καλή άμυνα, αλλά και να διεισδύσει μέσα. Με τη Μπασκόνια ή την Αρμάνι πάλι δεν θα ταιριάξει. Με τη Φενέρ θα ταιριάξει. Παίζει ρόλο και τι καταφέρνει ο αντίπαλος προπονητής και η ομάδα του να πάρουν από τους δικούς τους παίχτες. Η στόχευση.

Ο Ολυμπιακός για παράδειγμα δεν δοκίμασε καθόλου να ποστάρει τον Λούκας. Δύο φάσεις μόνο θυμάμαι με τη μία να είναι άμεσο φάουλ στον Πρίντεζη. Αυτό συνέβη και γιατί τα γκαρντ δεν μπορούν να παίξουν έτσι κι ας υπερτερούν σωματικά, αλλά και γιατί δεν πόνταρε με 3-4 συνεχόμενες φάσεις ο Ολυμπιακός να τον βγάλει σε θέση post με τον Τουπάν, τον Πρίντεζη, τον Τίμα. Ο Παναθηναϊκός το έκανε αυτό 4-5 φορές με δύο συνεχόμενες στοχεύσεις στο low post.

Δεύτερο στοιχείο έχει να κάνει με τη θέση του. Έχει φανεί από πέρσι ότι δεν είναι για άσος-δημιουργός. Είναι για να εκτελεί. Περίτρανα φάνηκε στο ματς με τον Ολυμπιακό. Κάτι που έγινε και εξ ανάγκης μιας και ο Παππάς δεν ήταν σε καλή μέρα στο σουτ και ο Λάνγκφορντ είχε παροπλιστεί λόγω 4 φάουλ. Αν είχε 3, είναι πιθανό ο Πασκουάλ να επέλεγε αυτόν.

Από τη Ζαλγκίρις ο Λεκάβιτσιους είχε δείξει ότι είναι κυρίως εκτελεστής. Με μέσο όρο ασίστ τις 4, είχε αναδειχθεί σε ένα διαφορετικό μπάσκετ. Όταν ήταν αυτός μέσα ο Σάρας έβαζε τον Καβαλιάουσκας ή τον Γιαβτόκας να του ανοίγουν διαδρόμους κρατώντας τον αντίπαλο ψηλό χαμηλά στη ρακέτα. Ο σβούρας εκμεταλλευόταν την ταχύτητα και έβγαινε στο lay up ή στα 4-5 μέτρα για να κάνει το floater.

Στον Παναθηναϊκό το είχε ελάχιστα πέρσι και ελάχιστα το έχει φέτος. Ειδικά λόγω της αδυναμίας των ψηλών να λειτουργήσουν για εκείνον. Κάθε παίχτης θέλει να υπάρχουν plays πάνω του για να αναδειχθεί. Θέλει να μπαίνει και σε μια συμβατή με εκείνον ομάδα. Εννοώ τους άλλους τέσσερις που παίζει ταυτόχρονα στο ματς.

Σε μια πεντάδα όπως αυτή του δευτέρου δεκαλέπτου που ο Παναθηναϊκός έπαιζε με 4/5 παίχτες κακούς στο τρίποντο,  ο Λούκας δεν ήταν με συμβατή ομάδα. Κι ας έβαλε 9 πόντους. Ήταν ατομικές προσπάθειες που έγιναν ως λύση ανάγκης από εκείνον κι όχι ως σύστημα του Πασκουάλ.

Στα παραπάνω προσθέστε και την ψυχολογία. Η ψυχολογία σε παίχτες που δεν είναι σούπερ σταρ, παίζει μεγάλο ρόλο. Για παράδειγμα πέρσι ο Λούκας είδε τον Πασκουάλ να τον αφήνει εκτός 12άδας με τη Ρεάλ ή να τον χρησιμοποιεί ελάχιστα. Για έναν παίχτη με τις συνθήκες ζωής που ανέφερα πιο πάνω, δεν είναι δύσκολο να τον πάρει από κάτω.

Κι αυτό μπορεί να εκφραστεί με δύο τρόπους. Ο ένας είναι να παρουσιαστεί άνιωθος μέσα στο ματς και να λειτουργεί σαν την Ελβετία. Ουδέτερα. Ο άλλος είναι να διψάει για να κερδίσει τον προπονητή και τον κόσμο με αποτέλεσμα να εκβιάζει προσπάθειες. Όχι απαραίτητα πολλές. Αλλά να έρχονται σε σημεία του εκάστοτε παιχνιδιού που να κάνουν μπαμ και να πάνε πίσω την ομάδα.

Εκεί που θέλω να καταλήξω είναι στο εξής απλό. Ο Λούκας έχει μπασκετικό iq, έχει ικανότητες. Απλώς ανάλογα το πως θα εξελίσσονται οι παραπάνω παράμετροι θα αλλάζει και το πρόσημο του. Τόσο στην κρίση του κόσμου όσο και στην κρίση του προπονητή στη διάρκεια του ματς. Γιατί ο προπονητής κοιτάζει μεν την ψυχολογία συγκεκριμένων παιχτών που βλέπει ότι είναι χαμηλά, αλλά όχι εις βάρος της ομάδας.

Αυτό είναι που χρειάζεται να κρατάμε για την πλειοψηφία των παιχτών. Ελάχιστες είναι οι περιπτώσεις που ένας παίχτης είναι ατάλαντος και κακός σε αυτό το επίπεδο. Ο κακός του σήμερα ήταν ο καλός του χθες και ίσως είναι ο καλός του αύριο. Και τ΄ανάποδο.