Τι συμβαίνει με τον Μάρκο Λιβάγια;

Ψάχνοντας γιατί ο παιχταράς της ΑΕΚ μοιάζει «σαλταρισμένος»…

Η αλήθεια είναι ότι είχε περάσει μεγάλο διάστημα που πήγαιναν σχεδόν όλα καλά για τους ΑΕΚτσήδες.

Μπορεί να το γλεντούσαν με την ψυχή τους, να γιόρτασαν σαν παλαβοί τις επιτυχίες της ομάδας τους σε ποδόσφαιρο και μπάσκετ πέρυσι, αλλά τους ξένιζαν τόσες χαρές μαζεμένες.

Ίσως είναι ότι είχαν ξεσυνηθίσει από τους τίτλους. Ίσως είναι τα τόσα δύσκολα (δυσκολότερα από τους οπαδούς κάθε άλλης ομάδας στην Ελλάδα) που έχουν περάσει.

Ίσως είναι αυτή η καταραμένη αίσθηση που τους εμποδίζει να χαρούν στο 100% όταν όλα πάνε καλά, επειδή νιώθουν ότι… κάτι θα γίνει γρήγορα και θα στραβώσει το πράγμα.

Αυτή η εσωστρέφεια λοιπόν, αυτή η αγαπημένη μιζέρια που μόνο αν είσαι ΑΕΚ καταλαβαίνεις τη διαστροφή της, είναι και πάλι εδώ. Ειδικά μετά την ήττα από τον Ατρόμητο έπιασε τα επίπεδα παλιών… κακών εποχών.

Και πλέον επιστρέφουμε στο σημείο μηδέν. Εκεί όπου όλοι κρίνονται. Δικαίως η αδίκως, (με την ομάδα σε απόσταση εννέα πόντων από την κορυφή) όλοι αμφισβητούνται.

Ακόμα κι αν είσαι ο καλύτερος παίκτης της ομάδας. Ακόμα κι αν είσαι το ίνδαλμα της εξέδρας. Ακόμα κι αν είσαι ο Μάρκο Λιβάγια…

Προερχόμενος από μια σεζόν στην οποία ανάγκασε τον κόσμο να τον «ερωτευτεί», τους αντιπάλους να τον παραδεχθούν ως έναν από τους κορυφαίους παίκτες του πρωταθλήματος και τη διοίκηση να σκάσει 1,8 εκατ. ευρώ για να τον αγοράσει, ο Κροάτης δίνει το δικαίωμα να γίνει επίσης επίκεντρο γκρίνιας.

Γιατί δεν είναι μόνο ότι δείχνει ντεφορμέ. Ότι μοιάζει ατομιστής (ενώ ένα από τα βασικά στοιχεία για τα οποία αγαπήθηκε πέρυσι ήταν οι ασίστ που μοίραζε γενναιόδωρα).

Ούτε το ότι φαίνεται να έχει παραμελήσει τη φυσική του κατάσταση, έχοντας παραπάνω κιλά και δείχνοντας πιο βαρύς απ’ όσο (ούτως ή άλλως λόγω κατασκευής) έμοιαζε.

Όταν φεύγεις τετ-α-τετ και σε προλαβαίνει στο σπριντ ο Χατζηισαΐας (που δεν φημίζεται το παλικάρι για την ταχύτητά του) είναι από μόνος του λόγος προβληματισμού…

Αυτά όμως εντάσσονται στο αγωνιστικό κομμάτι. Είτε με την πάροδο του χρόνου, είτε με κατευθύνσεις του προπονητή, είτε με δουλειά, βελτιώνονται. Εκείνο που μοιάζει πιο ανησυχητικό είναι η νοοτροπία που δείχνει εσχάτως ο Λιβάγια.

Αυτή η νευρικότητα που από μόνη της (έπειτα από μια χρονιά που στέφθηκε πρωταθλητής, υλοποιήθηκε η επιθυμία του να μείνει στην ομάδα, ο κόσμος τον λατρεύει και κανείς δεν αμφισβητεί την τεράστια κλάση του) είναι ανεξήγητη.

Γίνεται όμως ακόμα πιο ανεξήγητη όταν έρχεται σε μια σεζόν που ξεκίνησε μ’ ένα τεράστιο πειθαρχικό παράπτωμα.

Με μια ανοησία (εκείνη την κλωτσιά στον Λάζοβιτς μετά τη λήξη της ρεβάνς με τη Βίντι) που ανάγκασε την ΑΕΚ να στερηθεί τον πολυτιμότερο παίκτη της στα τέσσερα πρώτα ματς του Champions League και τον ίδιο να παρακολουθεί από τον καναπέ τις αναμετρήσεις που ονειρεύεται κάθε ποδοσφαιριστής.

Μ’ ένα λάθος που κι ο ίδιος είχε παραδεχθεί μετά τον «εξάψαλμο» που άκουσε από τον Δημήτρη Μελισσανίδη, δηλώνοντας ευθέως «τι να του πω, είχε δίκιο».

Μετά απ’ όλα αυτά λοιπόν, θα περίμενε κανείς από τον Λιβάγια να είναι πιο συνετός. Να συνειδητοποιήσει ότι έχοντας περισσότερο φέτος τον ρόλο του ηγέτη, οφείλει να ηρεμεί την ομάδα και όχι να την «τσιτώνει».

Να αγνοεί τις προκλήσεις των αντιπάλων (όπως έκανε επιτυχώς πέρυσι αφότου κατάλαβε ότι εκείνοι προσπαθούσαν να εκμεταλλευτούν τον εκρηκτικό χαρακτήρα του). Και όχι να μανουριάζει συνεχώς μαζί τους, ζητώντας μάλιστα αλλαγή γι’ αυτόν τον λόγο στο ματς με τον Ατρόμητο…

Το περίεργο όμως (αλλά ενδεχομένως και μια εξήγηση της ψυχολογίας του) είναι ότι δεν ήταν από το ξεκίνημα της σεζόν έτσι:

Πέτυχε το κρίσιμο δεύτερο γκολ με τη Σέλτικ, που ουσιαστικά σφράγισε την πρόκριση. Ήταν άψογος στην πρεμιέρα του πρωταθλήματος με τον Απόλλωνα, όταν έδωσε ένα έτοιμο γκολ στον Πόνσε και πέτυχε το δεύτερο.

Υπήρξε άτυχος στο ντέρμπι της Τούμπας με τον ΠΑΟΚ, όταν το εξαιρετικό τελείωμά του (με το σκορ στο 0-0) σταμάτησε στο δοκάρι. Και στα ματς με Απόλλωνα και Άρη βρήκε επίσης τον δρόμο προς τα δίχτυα.

Ναι, εντάξει, δεν έπιασε τα περσινά στάνταρ απόδοσης, αλλά αν μη τι άλλο δεν έδειχνε προβληματικός. Ακόμα και χωρίς να φορτσάρει, παρέμενε πολύτιμος για την ΑΕΚ.

Και φυσικά κατάφερε να κερδίσει την κλήση του στην εθνική Κροατίας, με την οποία αγωνίστηκε σε τέσσερα ματς (δυο φιλικά με Πορτογαλία και Ιορδανία και δυο του Nations League με Ισπανία και Αγγλία).

Κρίνοντας βέβαια από το γεγονός ότι τα παιχνίδια που ακολούθησαν τη ΜΗ κλήση του για τις επόμενες υποχρεώσεις της δευτεραθλήτριας κόσμου ήταν αυτά με Παναθηναϊκό και Ατρόμητο, θα μπορούσε κάποιος να συνδέσει τα γεγονότα.

Δεν θα ήταν παράλογο να σκεφτεί ότι η κάκιστη εικόνα κι οι νευρικές αντιδράσεις του στα χειρότερα ματς του φέτος με την ΑΕΚ θα μπορούσαν να είναι (και) προϊόντα απογοήτευσης για το γεγονός ότι δεν κλήθηκε εκ νέου από τον Ζλάτκο Ντάλιτς.

Όπως και να ‘χει, κανείς δεν βρίσκεται στο μυαλό του Κροάτη επιθετικού. Εξάλλου, θα ακολουθήσουν συζητήσεις μαζί του στο εσωτερικό της ομάδας και λογικά θα εξηγήσει ο ίδιος τις αιτίες της κακής του ψυχολογίας.

Το μόνο βέβαιο είναι ένα: Ότι για να συνέλθει η ΑΕΚ χρειάζεται τον Λιβάγια που ήξερε. Τον παιχταρά που έσωζε μόνος την παρτίδα με την Αούστρια Βιέννης (πετυχαίνοντας δυο γκολ). Σκόραρε το νικητήριο τέρμα στο μεγάλο ντέρμπι με τον ΠΑΟΚ.

Επέτρεπε στην «Ένωση» να φύγει αλώβητη από τη Λεωφόρο, βρίσκοντας δίχτυα στις καθυστερήσεις.

Προσέφερε στον Μάνταλο το μισό γκολ της επικής ανατροπής με τον Ολυμπιακό και πετύχαινε… ολόκληρο ο ίδιος το καθοριστικό με τον Πανιώνιο, με το οποίο ανέβηκαν (και εντέλει τερμάτισαν) οι «κιτρινόμαυροι» στην κορυφή.

 

Για να επιστρέψει λοιπόν αυτός ο παιχταράς ίσως χρειάζεται διαχείριση (αντίστοιχη εκείνης που έκανε ο Χιμένεθ και σε άλλες περιπτώσεις ιδιόρρυθμών παικτών). Ίσως απλά να είναι θέμα χρόνου.

Ποιος ξέρει όμως; Ίσως χρειάζεται μια κουβέντα σαν αυτή που έκανε πέρυσι ο Δημήτρης Μελισσανίδης με τον Όγκνιεν Βράνιες.

Με ή χωρίς ατάκες όπως το μνημειώδες «έχεις τρέλα, αλλά εγώ είμαι αυτός που έχει ανοίξει τα τρελάδικα», αλλά ξεκάθαρο το μήνυμα ότι πάνω από την ΑΕΚ δεν μπαίνει κανείς…