Οι αντιδράσεις μεγάλης μερίδας οπαδών του Ολυμπιακού, τουλάχιστον μιας «θορυβώδους» τέτοιας που βρίσκει βήμα να εκφραστεί σε Μ.Μ.Ε. ή social media για τον Γιάννη Σφαιρόπουλο μετά την απώλεια του περσινού πρωταθλήματος, συνοψίζονταν μέσες-άκρες στον «άει στον αγύριστο».
Ίσως κάποιοι εξ’ αυτών και να αισθάνθηκαν δικαιωμένοι μετά τα δύο διπλά στην εκκίνηση της φετινής Euroleague κόντρα σε Χίμκι και Μπασκόνια, καθώς ήρθαν «αρχοντικά» και με τρόπο που «δεν πονούσαν τα μάτια μας».
Το ελκυστικό μπάσκετ του Ντέιβιντ Μπλατ σε αυτά ήταν το καλύτερο επιχείρημα για όσους επιθυμούσαν από την προπέρσινη περίοδο κιόλας την αποπομπή του κόουτς Σφαιρόπουλου. Τώρα όμως είναι δύσκολο να… διαβάσεις τη σκέψη τους. Σίγουρα ένα μέρος αυτής θα αποτυπώνεται στη φράση «υπομονή». Ένα άλλο όμως δεν αποκλείεται να είναι πρόσφορο στο σπόρο της αμφιβολίας: «βρε λες…;
Όσες ευθύνες κι αν κουβαλά στην καμπούρα του ο Γιάννης Σφαιρόπουλος για την «ξηρασία» τίτλων της προηγούμενης διετίας, κανείς δεν μπορεί να τον κατηγορήσει ότι παρουσίασε στο παρκέ μια ομάδα «soft». Μπλοκαρισμένη επιθετικά σε αρκετά ματς ναι, ανέμπνευστη σε άλλα επίσης, σχεδόν ποτέ όμως έτοιμη να παραδοθεί.
Η φανέλα του Ολυμπιακού βάρυνε εν μια νυκτί, το 2012 στην Πόλη, το DNA του όμως δεν άλλαξε αποκλειστικά τη βραδιά της ανατροπής του -19 κόντρα στην ΤΣΣΚΑ. Για να οικοδομηθεί η «refuse to die» νοοτροπία που τον ανέδειξε στην πιο υπερβατική ομάδα της Ευρώπης την τελευταία εξαετία χρειάστηκε ασφαλώς να βάλει το χεράκι του ο Γιώργος Μπαρτζώκας, αλλά και να φανεί αντάξιος της εν λόγω κληρονομιάς ο Γιάννης Σφαιρόπουλος.
Εκτός κι αν κάποιοι θεωρούν ότι οι δύο συμμετοχές σε τελικούς final four, μέσω μάλιστα ισάριθμων αποκλεισμών της ΤΣΣΚΑ στους ημιτελικούς (τη δεύτερη φορά με απόντες τους Χάκετ, Λοτζέσκι) θα έπρεπε να θεωρείται κάτι δεδομένο. Ή ομοίως η περσινή εντυπωσιακή πορεία, εν μέσω τόσων προβλημάτων, που έδωσε περίπατο το πλεονέκτημα έδρας στα play-off.
Ναι, εκεί η απογοήτευση ήταν μεγάλη, αλλά και η γκαντεμιά επίσης, με τους τραυματισμούς σύσσωμης της front-line και του Παπανικολάου παραμονές της σειράς (ο Αγραβάνης είχε τεθεί από το Δεκέμβρη εκτός).
Υπάρχει άραγε κανείς που να πιστεύει ότι η Ζαλγκίρις θα απέκλειε με μειονέκτημα έδρας έναν υγιή και πλήρη Ολυμπιακό; Να θυμίσω ότι μιλάμε για την ομάδα που στη regular season είχε 4-0 απέναντι στις μετέπειτα φιναλίστ, Ρεάλ και Φενερμπαχτσέ. Να θυμίσω επίσης, προς υπεράσπιση του νέου προπονητή της Μακάμπι (παρεμπιπτόντως πώς γίνεται κοτζάμ εξάκις πρωταθλήτρια Ευρώπης να εμπιστεύτηκε έναν… «μυρωδιά»;) ότι κανείς δεν ξέρει τι τροπή θα είχαν πάρει οι δύο τελικοί της Euroleague αν είχαν διεξαχθεί σε ουδέτερο γήπεδο.
Με τον Σφαιρόπουλο ο Ολυμπιακός έβγαζε σχεδόν πάντα την αίσθηση ότι θα φτάσει στα όρια, θα κάνει ότι είναι δυνατό για να επιβιώσει. Πολλές φορές απλώς δεν μπορούσε, δεν του έβγαινε τίποτα, όπως στις ιστορικές ήττες από Χίμκι, Μπασκόνια. Ήξεραν όμως και αυτές οι ομάδες ότι έτυχε να τον βρουν μπόσικο. Ότι υπό φυσιολογικές συνθήκες ήταν πολύ σκληρός για να πεθάνει, με μια άμυνα επιταγμένη σε «ιερό» καθήκον, που ενίοτε θύμιζε πολεμική μηχανή.
«Το πρόβλημα με τον Ολυμπιακό είναι ότι πρέπει να τον νικήσεις δύο φορές σε κάθε ματς», είχε δηλώσει πριν από την αναμέτρηση της Μαδρίτης το 2016 ο Πάμπλο Λάσο, επεξηγώντας συνοπτικά όλα τα παραπάνω.
Τώρα άραγε ισχύει αυτό; Ο Ολυμπιακός, που επί Σφαιρόπουλου είχε 2/2 στο ΟΑΚΑ σε επίπεδο Euroleague, ηττήθηκε δύο φορές σε 10 ημέρες εκεί σχεδόν με κάτω τα χέρια. Δεν χρειάστηκε να τον νικήσει δύο φορές μέσα στο ίδιο ματς ο Παναθηναϊκός, ένα καλό προβάδισμα ήταν και στις δύο αρκετό.
Η «διαβόητη» τα προηγούμενα χρόνια ερυθρόλευκη άμυνα ανάγκασε σε μόλις τέσσερα λάθη τον ΠΑΟ και έμοιαζε ανοιχτή διάβαση στα τελευταία λεπτά του ντέρμπι, αφήνοντας διαδοχικά τους Παππά, Λάσμε, Καλάθη να περιπατούν σαν σε προπόνηση προς το καλάθι. Έχασε και τα δύο ντέρμπι χωρίς να «ματώσει». Με μια εικόνα που στα τελευταία λεπτά αμφότερων παρέπεμπε στο «σα να μην τρέχει και τίποτα».
Η ίδια άμυνα επέτρεψε 93 πόντους στον ΠΑΟ στο ματς της Euroleague (του ίδιου ΠΑΟ που έβαλε 62 στην Εφές, 72 στη Μπούντουσνοστ και 83 σε 45 λεπτά στη Ζαλγκίρις) και 99 στην Ολύμπια Μιλάνο στο «ΣΕΦ». Δεν κατάφερε δε να «δαγκώσει» τη Φενέρ στα τελευταία λεπτά, με αποτέλεσμα να χάσει ένα κομβικό εντός έδρας παιχνίδι από μια πολύ άνετη βαθμολογικά ομάδα, που ήρθε στην Ελλάδα χωρίς τον καλύτερο ψηλό της. Αποτυγχάνοντας να συνδυάσει το «πρέπει» με μια νίκη που τα προηγούμενα χρόνια θα έμοιαζε περίπου δεδομένη…
Σίγουρα είναι ακόμα νωρίς, οι νέοι παίκτες είναι αρκετοί και η απόπειρα να μεταδώσει ο κόουτς Μπλατ τη δική του φιλοσοφία αιτιολογεί εύλογα σε ένα βαθμό την αστάθεια. Αλλά τι ακριβώς σημαίνει η αναγνώριση της ανάγκης για την προσθήκη ενός ακόμη γκαρντ;
Αν έχει εντοπιστεί ήδη αδυναμία στην περιφερειακή τετράδα να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, θα τονωθεί η αυτοπεποίθηση των Σπανούλη, Ουίλιαμς-Γκος και Στρέλνιεκς με περιορισμό του χρόνου συμμετοχής τους; Για τον Μάντζαρη δεν το συζητάμε καν, ο ρόλος του είναι ήδη από συμπληρωματικός έως διακοσμητικός.
Ακόμα ένας παίκτης στην περιφέρεια σημαίνει ότι θα παλεύει να βρει θέση έστω και στον πάγκο της ομάδας. Αν ο Ολυμπιακός έχει την πολυτέλεια να στείλει στην εξέδρα έναν παίκτη που αμείβεται με 800.00 ευρώ ετησίως, τότε κάποιο λάθος έχει κάνει στη διαχείριση του διαθέσιμου μπάτζετ.
Προφανώς και δεν είναι επιτακτική ανάγκη για τον Ολυμπιακό ένας ακόμη γκαρντ. Μια συμπληρωματική κίνηση στη θέση «5», όπου ο Λε Ντέι δεν μπορεί λόγω σωματοδομής να ανταποκριθεί ως back up του Μιλουτίνοφ σε ρόλο «σκιάχτρου», θα έμοιαζε πιο λογική.
Απ’ αυτό που πρέπει να ξεκινήσουν όμως ο Μπλατ και οι συνεργάτες του είναι η επιστροφή στις βασικές αρχές της ομάδας. Η ανάκτηση αυτών των (σκληροτράχηλων) αρετών που σφυρηλάτησαν το μέταλλο του, μέσω της αυταπάρνησης στην άμυνα και της μάχης μέχρι τελικής πτώσης.
Λίγους μήνες μετά την αντικατάσταση στην τεχνική ηγεσία, οι ερυθρόλευκοι οφείλουν ξεκάθαρα να ανακτήσουν τη νοοτροπία… Γιάννη Σφαιρόπουλου. Είναι δεδομένα κάτι που απεύχεται να συμβεί άμεσα ο Πάμπλο Λάσο, ο οποίος την ερχόμενη Πέμπτη ελπίζει να βρει απέναντι του έναν πιο… ελκυστικό (αλλά και πολύ πιο soft) Ολυμπιακό, για να περάσει αέρα από το «ΣΕΦ»…