Από καχεκτικό παιδάκι, κτήνος αντοχής: Η δίαιτα που μετέτρεψε έναν «απόκληρο» σε θρύλο της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ

«Ο πιο δύσκολος αντίπαλος» που αντιμετώπισε ο Ζινεντίν Ζιντάν και ο «πιο πλήρης μέσος της γενιάς μας» σύμφωνα με τον Τσάβι, προοριζόταν να γίνει ένας... παρίας της χρυσής γενιάς του '92

Τον έβλεπες και τον λυπόσουν, παιδάκι κόντρα σε εκκολαπτόμενους εφήβους. Σκεφτόσουν ότι από σπόντα ή… βύσμα βρέθηκε εκεί, να παλεύει ανάμεσα στα «θηρία», ανήμπορος έως ντροπής να αντέξει τον ανταγωνισμό.

Αδύναμος, καχεκτικός και ασθματικός, τι δουλειά μπορούσε να έχει ένας τέτοιο wannabe footballer στο «εργοστάσιο» παραγωγής μιας από τις πιο φημισμένες γενιές ποδοσφαιριστών του προηγούμενου αιώνα;

Το αγωνιστικό προφίλ του παρέπεμπε σε ένα πιτσιρικά που από μόνο του το σύστημα θα τον ξέβραζε εκτός χώρου όταν θα ανέβαινε βαθμίδα ηλικιακά και θα έπρεπε να τα βάλει με αντράκια.

Τόσο το καλύτερο για αυτόν σκέφτονταν οι συμπαίκτες του, θα ξόδευε πολύ πιο ωφέλιμα το χρόνο του. Θα μπορούσε επιπλέον χωρίς κανένα φραγμό να το ρίξει στις μπύρες και τις αγαπημένες του, παντός είδους, πίτες, που καταβρόχθιζε εντελώς ασύμβατα με τη σωματοδομή του, στην καθιερωμένη έξοδο της Παρασκευής.

Αν εκεί, στα τέλη της δεκαετίας του ’80, έλεγες στους Ράιαν Γκιγκς, Ντέιβιντ Μπέκαμ, Νίκι Μπατ και τα αδέλφια Νέβιλ ότι στη μελλοντική ανδρική ομάδα της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ θα είχαν συμπαίκτη τον Πολ Σκόουλς, θα σε πέρναγαν για τρελό.

«Ήταν τόσο κοντός και τόσο αδύνατος. Δεν είχε δύναμη, ούτε ενέργεια. Μπορούσες να τον βγάλεις από την πορεία του και να του πάρεις την μπάλα, απλώς εκτοπίζοντας τον. Μέσα σε όλα αυτά είχε και άσθμα. Δεν μπορούσε να τρέξει για πολύ ώρα συνεχόμενα. Αλλά και για το λίγο που έτρεχε, δεν ήταν καθόλου γρήγορος», δήλωσε σε πρόσφατη συνέντευξη του ο Γκάρι Νέβιλ για τον παίκτη που άφησε εποχή στο «Ολντ Τράφορντ» και το αγγλικό ποδόσφαιρο.

«Αν μου έλεγες στα 13 με 14 χρόνια ότι θα γινόταν ένας από τους σπουδαιότερους παίκτες, θα σου απαντούσα “πως”; Έβλεπες τον Νίκι Μπατ, που ήταν ένα κτήνος σε φυσικά προσόντα. Κυριαρχούσε πάνω σου με τη δύναμη του, σε κλώτσαγε, έτρεχε ασταμάτητα, ήταν παντού.

Έβλεπες τον Μπεν Τόρνλεϊ να ξεχειλίζει από πάθος, να καταπίνει χιλιόμετρα, ή τον Μπεκς να σε προσπερνάει σταματημένο. Κάθε παίκτης εκείνης της γενιάς είχε τα δικά του προσόντα. Για τον Σκόουλς σκεφτόσουν “πώς μπορεί να αντεπεξέλθει”. Σε αθλητικό επίπεδο ήταν ανίκανος να αντεπεξέλθει με οτιδήποτε συνέβαινε γύρω του».

Πράγματι ο Σκόουλς ήταν εκτός κάδρου για καιρό στις junior ομάδες της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, από τις οποίες προέκυψε η επονομαζόμενη «χρυσή γενιά του ‘92». Είχε μείνει εκτός από την ομάδα που το ’92 κατέκτησε το Κύπελλο Νέων στην Αγγλία.

Στη μεσαία γραμμή έπαιζαν τότε οι Μπατ, Μπεν Τόρνλεϊ, Σάιμον Ντέιβις και Μπέκαμ, οι Γκιγκς και Κόλιν ΜακΚι ήταν στην επίθεση. Πρώτη αλλαγή για τους χαφ ήταν ο Κιθ Γκιλέσπι, ο Σκόουλς δεν ήταν καν στον πάγκο. Στα 16 του έπαιζε (όταν έπαιζε…), κυρίως ως αριστερός μπακ, καθώς ήταν αδύνατο να ανταποκριθεί ως ανασταλτικός μέσος..

Η μεταμόρφωση του όμως μέσα στα επόμενα δύο, τρία χρόνια, ήταν «απίστευτη», όπως τη χαρακτήρισε ο Νέβιλ. Ο Σκόουλς ακολούθησε ειδική δίαιτα, κόβωντας μαχαίρι τις… κακές συνήθειες (μπύρες και πίτες). Ο μετέπειτα συμπαίκτης του σε όλες τις μεγάλες επιτυχίες των «κόκκινων διαβόλων» περιγράφει την εξέλιξη του ως ένα από τα «μεγαλύτερα σοκ στο ποδόσφαιρο».

Όταν η γενιά είχε ενηλικιωθεί, το 1994, ο σερ Άλεξ Φέργκιουσον ήταν πια σίγουρος ότι ο πρώην ξερακιανός κοκκινοτρίχης, διέθετε το χάρισμα για να γίνει μεγάλος και τρανός. «Αν αυτός δεν γίνει επαγγελματίας ποδοσφαιριστής, πρέπει όλοι να τα μαζέψουμε και να φύγουμε από εδώ», είπε στους συνεργάτες του, λίγο καιρό πριν κάνει το ντεμπούτο του στην πρώτη ομάδα.

Αυτό έγινε τελικά στις 21 Σεπτεμβρίου του ’94, στο εκτός έδρας ματς με την Πορτ Βέιλ για τον δεύτερο γύρο του Λιγκ Καπ. Την επομένη ο νεαρός Άγγλος μέσος ήταν πρωτοσέλιδο στον τοπικό Τύπο. Με δύο δικά του γκολ η Γιουνάιτεντ είχε επικρατήσει 2-1 και το νερό για μια μυθική καριέρα με την κόκκινη φανέλα είχε μπει στ’ αυλάκι.

Από τότε έως και το 2013 ο Σκόουλς κατέκτησε ούτε λίγο, ούτε πολύ, 25 τρόπαια με τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και φόρεσε 66 φορές το εθνόσημο της Εθνικής Αγγλίας. Κανείς άλλος Άγγλος παίκτης δεν έχει κατακτήσει 11 φορές τον τίτλο της Πρέμιερ Λιγκ (υπολείπεται μόνο του Ράιαν Γκιγκς).

Προσωπικό χάι-λάιτ το εκπληκτικό γκολ στον επαναληπτικό ημιτελικό του Τσάμπιονς Λιγκ με την Μπαρτσελόνα (2008), που έδωσε το εισιτήριο στον τελικό της Μόσχας (και εν τέλει το τρόπαιο, στα πέναλτι κόντρα στην Τσέλσι).

Ίσως να είχε κατακτήσει και τρίτο Τσάμπιονς Λιγκ αν δεν ακυρωνόταν κακώς το γκολ του στον επαναληπτικό με την Πόρτο του Ζοσέ Μουρίνιο το 2004, για τη φάση των «16». Είχε ο ίδιος ανοίξει το σκορ στο 31’ και στο 45’ η λανθασμένη υπόδειξη του επόπτη του στέρησε το 2-0 (με τον Κοστίνια να ισοφαρίζει τελικά στις καθυστερήσεις).

Το 2011, σε ηλικία 35 ετών, ανακοίνωσε την απόσυρση του και πλαισίωσε το προπονητικό επιτελείο του συλλόγου. Τον Ιανουάριο του 2012 όμως, με τους τραυματισμούς να έχουν «θερίσει» τη μεσαία γραμμή της ομάδας, φόρεσε ξανά παπούτσια και σορτσάκι! Σκόραρε στο ντεμπούτο του κιόλας στη βασική ενδεκάδα, σε ένα 3-0 επί της Μπόλτον. Έτσι για την… πλάκα του, ύστερα από έξι μήνες ως «συνταξιούχος».

Εκείνη τη σεζόν η Γιουνάιτεντ έχασε τον τίτλο από τη Σίτι στην ισοβαθμία (μολονότι είχε βρεθεί ακόμα και στο +8) και φυσικά ο χαρισματικός μέσος δεν γινόταν να τερματίσει με τέτοιο τρόπο την καριέρα του.

Υπέγραψε το καλοκαίρι του ’12 μονοετή επέκταση συμβολαίου και το επόμενο κρέμασε οριστικά τα παπούτσια του ως πρωταθλητής. Οι «κόκκινοι διάβολοι» κατέκτησαν διά περιπάτου τον τίτλο, με 11 βαθμούς διαφορά από τη συμπολίτισσα και ο Σκόουλς αποχαιρετούσε ως θρύλος το «θέατρο των ονείρων» ύστερα από 718 συμμετοχές και 155 γκολ σε όλες τις διοργανώσεις.

Το… κακόμοιρο, ασθματικό παιδάκι που έμοιαζε με απόκληρο της γενιάς του ’92, πορεύτηκε εν τέλει ως «ο πιο δύσκολος αντίπαλος που αντιμετώπισα ποτέ μου» για τον Ζινεντίν Ζιντάν και ως «ο καλύτερος κεντρικός χαφ της γενιάς μας», σύμφωνα με τον Τσάβι.

Αυτό και αν είναι «σοκ» για κάποιον που βιάστηκε να διαπιστώσει ότι δεν είχε καμία θέση δίπλα στα «μωρά» του σερ Άλεξ Φέργκιουσον, που θα έγραφαν ιστορία…