Εδώ και 15 χρόνια περίπου δεν υπάρχει κείμενο που να αναφέρεται στην φαρμακοδιέγερση στον αθλητισμό που να μην περιέχει κάπου και την διάσημη ρήση του αρχιτέκτονα των επιτυχιών στα ελληνικά σπριντ στις αρχές του αιώνα. «Ντοπαρισμένος είναι όποιος πιάνεται» είχε πει ο Χρήστος Τζέκος και όσο κι αν μας «πονάει», είναι μια μεγάλη αλήθεια. Όπως, επίσης, τεράστια αλήθεια είναι πως αν το ποδόσφαιρο έμπαινε στο μικροσκόπιο της WADA σε βαθμό ανάλογο των ελέγχων που περνούν οι αθλητές του στίβου, περιστατικά όπως εκείνο που έφεραν στο φως τα έγγραφα του Football Leaks για τον Σέρχιο Ράμος θα ήταν τόσο δευτερεύοντα που δεν θα ασχολούνταν κανένας μαζί τους.
Τα ομαδικά σπορ στην πλέον επαγγελματική μορφή τους και στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο πάντα απολάμβαναν μιας ιδιαίτερης ασυλίας έναντι των μοναχικών οδοιπόρων του αθλητισμού. Ποιο ήταν το τελευταίο πραγματικά μεγάλο όνομα στο ποδόσφαιρο ή στο μπάσκετ που μπορείτε να φέρετε στη μνήμη σας ότι καταδικάστηκε για χρήση απαγορευμένων ουσιών; Αυτό ακριβώς. Σχεδόν κανένα. Σε αντίθεση με τον στίβο όπου ο κατάλογος είναι τεράστιος και «εμπλουτίζεται» διαρκώς από είδωλα τα οποία αποκαθηλώνονται μέσα σε μία νύχτα, σε αυτόν τον ατέρμονο πόλεμο μεταξύ εθνών (όπως το σκάνδαλο στη Ρωσία) ή εταιρειών-χορηγών (στον δυτικό κόσμο).
Αντίθετα, το πλαίσιο στα ομαδικά αθλήματα παραμένει βολικά ασαφές και υπερβολικά χαλαρό. Όλα μένουν σε επίπεδο ψιθύρων και φημών που δεν αρκούν για να αμαυρώσουν οποιαδήποτε επιτυχία, ακόμη και την κατάκτηση ενός Champions League.
Στις αποκαλύψεις που είδαν πρόσφατα το φως της δημοσιότητας το πρόσωπο-κλειδί ήταν ο Σέρχιο Ράμος. Από την στιγμή που το Spiegel δημοσίευσε τα έγγραφα, όλα κύλησαν απολύτως προβλεπόμενα. Η Ρεάλ Μαδρίτης διέψευσε την ουσία του περιστατικού, η UEFA από το ίδιο βράδυ των γεγονότων κιόλας, το υποβάθμισε στο επίπεδο του ανθρώπινου λάθους και ούτε γάτα ούτε ζημιά. Μην έχετε την παραμικρή αμφιβολία πως -αν χρειαζόταν- ανακοίνωση συμπαράστασης στους «μερένχες» και τον αρχηγό τους θα έβγαζε ακόμη και η… Μπαρτσελόνα ή και η άμεσα θιγμένη της υπόθεσης, Γιουβέντους, που εκείνο το βράδυ ηττήθηκε 4-1 στον τελικό του Κάρντιφ.
Άλλωστε σε έναν κεντρικό αμυντικό της «γηραιάς κυρίας» είναι που αποδίδεται και μια άλλη ιστορική φράση σχετικά με την συνεισφορά της επιστήμης στο «χτίσιμο» των πρωταθλητών. «Μετά από κάθε προπόνηση εγώ και οι συμπαίκτες μου χάνουμε 2 κιλά ο καθένας. Πώς νομίζετε ότι τα αναπληρώνουμε; Με φρεσκοστυμμένους χυμούς»;
Μια εντελώς λανθασμένη ανάγνωση που μπορεί να γίνει εδώ είναι να πει κάποιος πως η ουσία που ανιχνεύθηκε στον οργανισμό του Ράμος (και από λάθος, όπως δέχτηκε UEFA, δεν καταγράφηκε στον κατάλογο των σκευασμάτων) δεν του προσέφερε ουσιαστικό πλεονέκτημα έναντι του ανταγωνισμού. Δεν τον έκανε πιο δυνατό, πιο γρήγορο, πιο τεχνίτη, ούτε φυσικά ευθύνεται για την μοναδική ικανότητά του να καταστρέφει σωματικά και πνευματικά τους αντιπάλους του στο γήπεδο. Στον χώρο του ποδοσφαίρου, όμως, αυτό πια είναι το τελευταίο. Αλλού παίζεται το ύποπτο παιχνίδι.
Με τους ποδοσφαιριστές να είναι υποχρεωμένοι να βγάλουν σεζόν με πολύ μεγαλύτερο αριθμό αγώνων και νέες διοργανώσεις να προσθέτουν συνεχώς περισσότερες συμμετοχές στο κοντέρ τους, κυρίαρχοι γίνονται οι χρόνοι αποκατάστασης και επαναφοράς του οργανισμού στα επιθυμητά επίπεδα. Είτε μετά από έναν μικρότερο ή μεγαλύτερο τραυματισμό, είτε απλά μετά από ένα παιχνίδι εγχώριου πρωταθλήματος την Κυριακή ώστε ο παίκτης να είναι έτοιμος για τις ευρωπαϊκές υποχρεώσεις στα μέσα της εβδομάδας. Και το να θεωρήσει κανείς πως όλο αυτό το εγχείρημα βασίζεται στα γιατροσόφια της γιαγιάς αποτελεί μια ουτοπία.
Ο κατάλογος των ανθρώπων που ζητούν να μπει ένα τέλος στην υποκρισία μεγαλώνει καθημερινά. Όμως η συγκεκριμένη λίστα δεν αποτελείται αποκλειστικά από διάφορους που επιμένουν στην ανάγκη για ακόμη περισσότερους ελέγχους ή ένα (θεωρητικά) αυστηρότερο πλαίσιο ποινών. Αντίθετα, πολλοί είναι εκείνοι που θεωρούν ότι ο επαγγελματικός αθλητισμός με την σύγχρονη μορφή του, δηλαδή ο αθλητισμός των ρεκόρ, της ανάγκης για επιτυχίες και του δίχως έλεος ανταγωνισμού, δεν είναι δυνατόν να συμβαδίζει με ευχολόγια όπως το Financial Fair Play, ας πούμε, ή τους νόμους περί αντι-ντόπινγκ. Υποστηρίζουν πως εδώ που έχει φτάσει το πράγμα οφείλουμε δίχως συναισθηματισμούς και κραυγές να συνειδητοποιήσουμε πως αν θέλουμε να βλέπουμε τον Μέσι, τον Ρονάλντο ή οποιονδήποτε άλλο να κάνουν «παππάδες» σε 60, 70 ή 80 αγώνες κάθε σεζόν, θα πρέπει να αποδεχτούμε τους όρους και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες κάτι τέτοιο μπορεί να συμβαίνει.
Το ποδόσφαιρο ανταγωνίζεται στα ίσια τον στίβο όχι μόνο στο ποιος είναι ο «βασιλιάς» των σπορ, αλλά και στο ποιος θα έπρεπε να θεωρείται και ο «βασιλιάς» της ντόπας…