Όταν ο Παναθηναϊκός έκλεινε την μεταγραφή του Ρενέ Χένρικσεν από την ΑΒ Κοπεγχάγης οι οιωνοί δεν ήταν ιδιαίτερα καλοί, σχεδόν από καμία άποψη. Το ημερολόγιο έδειχνε Παρασκευή και 13, μέρα που σε όλο τον κόσμο είναι συνυφασμένη με την κακοτυχία. Ακόμη και οι μη προληπτικοί πάντως τις είχαν τις ενστάσεις τους. Μα να δώσεις 20.000.000 κορώνες Δανίας για να πάρεις ένα αργό, ξεπερασμένο από την εποχή του λίμπερο; Και μάλιστα σχεδόν 30 ετών; Έλα Χριστέ και Παναγία…
Από εκείνη την μέρα του Αυγούστου του 1999 έχουν περάσει κοντά 20 χρόνια. Χρειάστηκε, όπως, πολύ μικρότερο διάστημα για να διαπιστώσει και ο τελευταίος αμφισβητίας πως ο Ρενέ «Το Άλογο», όπως τον αποκαλούσαν στην πατρίδα του ήταν όχι απλά ένας από τους καλύτερους αμυντικούς που έχουν περάσει ποτέ από τα ελληνικά γήπεδα, αλλά μια σπάνια περίπτωση ανθρώπου, που δεν άφησε τίποτε και κανέναν να καθορίσουν το πόσο μακριά μπορούσε να φτάσει.
Σε μια από τις πρώτες συνεντεύξεις που είχε δώσει όταν πάτησε στην Ελλάδα, εκμυστηρεύτηκε την… αποστροφή του για το μοντέρνο ποδόσφαιρο. «Καλή είναι και η πίεση της νίκης, αλλά μην ξεχνάμε ότι πάνω απ’ όλα η μπάλα είναι ένα παιχνίδι. Θα προτιμούσα να αγωνίζομαι την εποχή που οι ποδοσφαιριστές δεν ήταν επαγγελματίες, αλλά έπαιζαν για το χόμπι τους. Έπαιζαν επειδή τους άρεσε». Ίσως πίσω από αυτά τα λόγια να κρύβεται ο λόγος για τον οποίο έπρεπε να φτάσει τα 30 χρόνια του για να θεωρηθεί επιτυχημένος στον χώρο. Από την άλλη, όμως, ίσως αυτή ακριβώς να ήταν η αιτία που τελικά κατάφερε να γίνει κάποιος και να μην μείνει για πάντα στην ανωνυμία και την αφάνεια που προδίκαζε η σωματική κατασκευή του και η απουσία φυσικών προσόντων.
Ψηλόλιγνος, αργός, ξερακιανός. Αν δεν ήταν και ξανθός, θα ταίριαζε περισσότερο με ασκητική μορφή που συναντάς σε πίνακα του Ελ Γκρέκο, παρά σε γήπεδο. Κι, όμως, το χορτάρι αποδείχτηκε ο ιδανικός χώρος για να ξεδιπλώσει το δικό του ταλέντο. Την μοναδική τέχνη του, που δεν ήταν άλλη από την υπεροχή του μυαλού έναντι του σώματος, κάνοντας παράλληλα μια μοναδική επίδειξη του πώς μπορεί κανείς να τα βάλει με τις αδυναμίες του. Όχι να προσπαθήσει να τις μασκαρέψει ή να τις κρύψει, αλλά να τις νικήσει στα ίσια.
Όταν ξεκινούσε την καριέρα του ίσως να μην ονειρευόταν πολλά, πέρα από το να κάνει αυτό που αγαπούσε. Να παίζει μπάλα. Έτσι κι αλλιώς στα μάτια των «ειδικών» δεν έμοιαζε ικανός να πετύχει τίποτα περισσότερο από το να αγωνίζεται με την ΑΒ στην ημι-επαγγελματική γ’ κατηγορία της Δανίας. Και πολύ του ήταν, έλεγαν… Μαζί με άλλα σημερινά είδωλα για τους οπαδούς της, όπως οι Φράντσεν και Ράσμουνσεν, τους έκαναν να καταπιούν τα πικρόχολα σχόλια τους. Προβιβασμός για πρώτη φορά μετά το 1972. Άνοδος στη μεγάλη κατηγορία. Τελικός Κυπέλλου και μετά η κατάκτηση του τροπαίου. Το πρώτο για την ομάδα μετά από 32 ολόκληρα χρόνια. Με τον Χένρικσεν να παίρνει το βραβείο του καλύτερου παίκτη της διοργάνωσης…
Την στιγμή που το παρελάμβανε ίσως να σκεφτόταν και την κριτική που κατά καιρούς είχε ακούσει για το πρόσωπό του. Ήταν ένας παλαιάς κοπής λίμπερο. Κάτι σαν Ματίας Ζάμερ των φτωχών, σε μια εποχή που οι κεντρικοί αμυντικοί πρόσθεταν μυϊκό όγκο και ταχύτητα που τους έκανε να μοιάζουν περισσότερο με δεκαθλητές, παρά με ποδοσφαιριστές. Όμως η δυνατότητά του να σκέφτεται, να προβλέπει και να προγραμματίζει του έδινε ένα πλεονέκτημα που δεν κερδίζεται στα γυμναστήρια. Ο πρώην προπονητής του στην Δανία τον αποκαλούσε «σκακιστή», στην Ελλάδα του κολλήσαμε το «κομπιούτερ». Έπρεπε κάπως να περιγράψουμε αυτό που δεν κατανοούσαμε. Το πώς, δηλαδή, αυτός ο τύπος γκρέμιζε τα στερεότυπά μας για το ποδόσφαιρο.
Ο Παναθηναϊκός εκείνης της εποχής άφηνε πίσω του το παραδοσιακό «μαν του μαν» και αποφάσισε να επενδύσει σε μια ιδιότυπη ζώνη, με τον Ρενέ να έχει διπλό ρόλο. Άλλες φορές λειτουργούσε ως «σκούπα», δίνοντας βάθος και κάλυψη και άλλες ήταν ο αμυντικός που μάρκαρε από μπροστά. Όχι περιμένοντας με πίσω βήματα τον φορ, αλλά διεκδικώντας με επιθετική άμυνα την μπάλα πριν εκείνος καν την δεχτεί στα πόδια του. Και όλα αυτά αγωνιζόμενος πιο καθαρά και από κορίτσια που παίζουν σκοινάκι σε γυμνάσιο θηλέων.
Λίγο πριν κλείσει τα 30 έγινε για πρώτη φορά διεθνής. Ακόμη και τότε δεν έλειψαν οι κακεντρέχειες. Ο Ρενέ βίωνε έναν νέο κύκλο αμφισβήτησης, με πολλούς να λένε πως εκείνη η συμμετοχή του σε ένα φιλικό με την Σκωτία ήταν περισσότερο μια χάρη που του έκανε ο τότε ομοσπονδιακός τεχνικός Μπο Γιόχανσον. Η ιστορία τους διέψευσε. Πήγε με την εθνική ομάδα στα Παγκόσμια Κύπελλα του 1998 και του 2002 και στο EURO μεταξύ των 2 Μουντιάλ. Ψηφίστηκε κορυφαίος Δανός ποδοσφαιριστής το 2000 και τελικά, απολύτως αξιωματικά και δίκαια, έφτασε στο σημείο να φορέσει το περιβραχιόνιο του αρχηγού στις 25 από τις 66 συμμετοχές (!) με το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα της χώρας του, το οποίο οδήγησε στα γήπεδα της Πορτογαλίας στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 2004.
Την ίδια χρονιά ο Ρενέ κατέκτησε και το μοναδικό πρωτάθλημα της καριέρας του. Κάτι που βέβαια θα έπρεπε να είχε συμβεί από το 2000 κιόλας και την ομάδα του Κυράστα, αλλά ας όψεται η… ομορφιά του ελληνικού ποδοσφαίρου εκείνης της εποχής. Ίσως η κατάσταση που επικρατούσε τότε να ήταν κι ένας από τους λόγους που λατρεύτηκε τόσο ο Χένρικσεν από τον κόσμο του Παναθηναϊκού κι ας μην συνέδεσε το όνομά του με πολλούς τίτλους. Ήταν μέλος μιας ομάδας που μπορούσε να διεκδικεί την είσοδό της στα ημιτελικά του Champions League κερδίζοντας την Μπαρτσελόνα ή να παίζει στα ίσια την πρόκριση στους «4» του UEFA απέναντι στην Πόρτο του Μουρίνιο, αλλά δεν κατόρθωνε να πάρει ένα… παλιοπρωτάθλημα στην Ελλάδα. Ήταν ο ίδιος Ρενέ που σε 66 ματς με την εθνική ομάδα είχε αντικρίσει όλες κι όλες δύο κίτρινες κάρτες, όμως στον τόπο μας χρειάστηκαν μόλις 9 παιχνίδια (σε εκείνο το 2-2 με τον Ιωνικό) για να δει για πρώτη φορά στην καριέρα του κόκκινη κάρτα…
Κάποια στιγμή, αργά ή γρήγορα, όσοι τα έβαλαν με τον Χένρικσεν νικήθηκαν από την ήρεμη δύναμη, την αγωνιστική κομψότητα και την απαράμιλλη πραότητά του. Κι εκείνοι που δεν τον έβλεπαν να γίνεται τίποτα καλύτερο από ποδοσφαιριστής γ’ διαλογής που θα παίζει μπροστά σε συγγενείς και φίλους. Κι εκείνοι που έλεγαν ότι χαριστικά κλήθηκε στην εθνική. Κι εκείνοι που τον έβρισκαν αργό για τα γούστα τους. Κι εκείνοι που τον κοίταζαν με μισό μάτι στο γήπεδο και τον πέρναγαν για του χεριού τους. Ποιος άραγε θα μπορούσε να νικήσει τον Ρενέ; Μόνο μια αρρώστια. Ένας καρκίνος. Και όχι οποιοσδήποτε, αλλά μια σπάνια και ανίατη μορφή, από αυτές στις οποίες δεν χωράει καμία θεραπεία. Η είδηση πως ο Δανός που αγαπήσαμε χτυπήθηκε από πολλαπλούν μυέλωμα ήταν ένα σοκ που έγινε μεγαλύτερο από την διαπίστωση ότι από αυτήν τη μάχη κανείς δεν μπορεί να βγει νικητής. Ούτε καν αυτός που δεν φοβήθηκε κανέναν. Αλλά ακόμη κι έτσι, ακόμη και με όλες τις πιθανότητες εναντίον του δεν σταματάει να παλεύει και να ελπίζει.
«Σαν αθλητής που ήμουν, με ενοχλεί ότι δεν μπορώ να νικήσω, ότι δεν μπορώ να ξεπεράσω την ασθένεια. Μπορώ, όμως, τουλάχιστον να παίξω για την… ισοπαλία», είπε σε μια πρόσφατη συνέντευξή του. Οι γιατροί τον υποβάλλουν σε θεραπεία με βλαστοκύτταρα και είναι αισιόδοξοι πως μπορούν να του προσθέσουν κάμποσα χρόνια ζωής. Αν ήξεραν την ιστορία του, θα ήταν ακόμη περισσότερο. Αυτό το «κομπιούτερ» δεν προγραμματίστηκε να χάνει.