«Είναι φαινόμενο στην περιοχή»: Ο γρίφος του θανάτου του παίκτη που «θα άφηνε εποχή στην Ελλάδα»

Φαινόμενο στη ζωή και στο θάνατο...

Το δεύτερο καλοκαίρι προεδρίας Σωκράτη Κόκκαλη στον Ολυμπιακό ήταν από αυτά που λατρεύουν τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Αλέκος Αλεξανδρής και Ίλια Ίβιτς είχαν προετοιμάσει το έδαφος για την πραγματική μεταγραφική «βόμβα».

Στην αρχή το όνομα «Ρασίντ Γεκινί» προκάλεσε τουλάχιστον απορία στις τάξεις των οπαδών, αλλά η πληροφόρηση μέσω internet βρισκόταν τότε στα σπάργανα. Αν είχε τη σημερινή μορφή, το ραντεβού για το αεροδρόμιο θα είχε δοθεί με συνοπτικές διαδικασίες.

Θα έμοιαζε εξ’ αρχής με ψέμα ότι μια ελληνική ομάδα είχε αποκτήσει τον εν ενεργεία κορυφαίο Αφρικάνο παίκτη, όπως είχε αναδειχτεί τόσο στη σχετική ψηφοφορία, όσο και με τα μυθιστορηματικού τύπου κατορθώματά του στο γήπεδο.

Ο επονομαζόμενος λόγω δύναμης και καταγωγής «ταύρος της Καντούνα» ήταν ο άνθρωπος – γκολ της Εθνικής Νιγηρίας. Στο Copa Africa του ’94 ήταν MVP και πρώτος σκόρερ (με 5 τέρματα) οδηγώντας στην κατάκτηση του τροπαίου τους «Σούπερ Αετούς», ενώ στα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου της ίδιας χρονιάς είχε πετύχει 8 γκολ σε 7 αγώνες, τα μισά της ομάδας του στο δρόμο προς την πρόκριση.

Ήταν παράλληλα ο πρώτος σκόρερ του πορτογαλικού πρωταθλήματος με τη φανέλα της Βιτόρια Σετούμπαλ (21 γκολ), την οποία είχε ανεβάσει στη μεγάλη κατηγορία σκοράροντας 34 φορές σε 32 παιχνίδια ένα χρόνο πριν! Το προσωπικό κοντέρ του τη σεζόν 1993-94 «έγραψε» 37 γκολ σε όλες τις διοργανώσεις.

Ο Ολυμπιακός είχε κινηθεί αποφασιστικά, εξασφαλίζοντας την υπογραφή του πριν από τη διεξαγωγή του Μουντιάλ των ΗΠΑ. Χρειάστηκε βέβαια να «ξηλωθεί» για να νικήσει τον ανταγωνισμό, δίνοντας με τα σημερινά δεδομένα περίπου 3 εκατ. ευρώ στη Σετούμπαλ, ποσό ιλιγγιώδες για την εποχή.

Ακόμα κι έτσι, ο Γεκινί δεν θα είχε έρθει ποτέ στα μέρη μας αν δεν είχε πατήσει ήδη το 31ο έτος της ηλικίας του. Η Ελλάδα ήταν ο δεύτερος ευρωπαϊκός σταθμός της καριέρας του, αφού είχε φύγει από την Αφρική σε προχωρημένη ηλικία (27), παίζοντας νωρίτερα μόνο στη Σετούμπαλ.   

«Με αυτόν και τον Ίβιτς θα πέσουν στο Καραϊσκάκη τα τσιμέντα», είχε πει ο Νίκος Αλέφαντος, ο προπονητής που εισηγήθηκε την απόκτηση του. Η στιγμή που ο Ολυμπιακός ένιωσε ότι είχε χτυπήσει «φλέβα χρυσού» απεικονίστηκε σε μία από τις πιο εμβληματικές σκηνές του Παγκοσμίου Κυπέλλου του ’94. Ο Γεκινί μονολογούσε εκστασιασμένος, σχεδόν βουρκωμένος, μπαίνοντας με την μπάλα στα δίχτυα αφότου είχε ανοίξει το σκορ στο 3-0 επί της Βουλγαρίας, στην πρεμιέρα της Νιγηρίας στο Μουντιάλ.

«Δεν έχετε δει ακόμα τον πραγματικό Ρασίντ Γεκινί», δήλωνε ο Ολλανδός ομοσπονδιακός τεχνικός της Νιγηρίας, Κλέμενς Βέστερχοφ, ερωτηθείς για τη σπουδαία εμφάνιση του κορυφαίου επιθετικού σε εκείνο το ματς. «Τα καλύτερα είναι μπροστά».

Τα καλύτερα δεν ήρθαν ποτέ. Δεν σκόραρε ξανά στο τουρνουά, με τη Νιγηρία να μένει εκτός στους «16» από την Ιταλία. «Στο Μουντιάλ του ’94 χάλασε το κλίμα. Ο Γεκινί είχε προστριβές με κάποιους συμπαίκτες του, οι οποίοι τον ζήλευαν “αρρωστημένα” για τη μεγάλη επιτυχία του και το συμβόλαιο των 100.000 λιρών το μήνα, που του είχε προσφέρει ο Ολυμπιακός», θα πει αργότερα ο σπουδαίος διεθνής μέσος της Νιγηρίας και συμμετέχων σε εκείνο το Μουντιάλ, Σάντεϊ Ολίσε.

Να ήταν και στον Πειραιά ίδιος ο λόγος που ο Γεκινί ήρθε μετά βαΐων και κλάδων, αλλά έφυγε νύχτα, πριν καν βγει ο Οκτώβρης; Τα προβλήματα με τους συμπαίκτες του ήταν πάντως ορατά από την αρχή.

Η καθυστερημένη άφιξη του στο λιμάνι (στην μουντιαλική άδεια προστέθηκε μια 10ημερη αναρρωτική λόγω ελονοσίας) και η απροθυμία του να συμμετάσχει στον καθιερωμένο αγιασμό –καθότι φανατικός μουσουλμάνος(!)- δημιούργησαν γρήγορα ένα χάσμα επικοινωνίας στα αποδυτήρια.

Απόμακρος (ή απομονωμένος) από τους υπόλοιπους, μίλαγε μόνο με τον Ντανιέλ Μπατίστα (με τον οποίο μπορούσε να συνεννοηθεί στα πορτογαλικά) και η γλώσσα σώματός του μέσα στο γήπεδο μαρτυρούσε ότι απείχε πολύ απ’ το να χαρακτηριστεί «χαρούμενος» με αυτό που κάνει.

Η εικόνα του χαμογελαστού και πρόσχαρου ανθρώπου, που τον συνόδευε σε όλη την καριέρα του (αλλά και στις πρώτες ημέρες του στην Ελλάδα) είχε αντικατασταθεί από μια δύστροπη φάτσα και ράθυμη φιγούρα.

Ο πολυδιαφημισμένος –λόγω μεταγραφών- Ολυμπιακός ταλανιζόταν έτσι κι αλλιώς από εσωτερικές κλίκες και έριδες, που οδήγησαν γρήγορα στην αποπομπή Αλέφαντου μετά την οικτρή εμφάνιση στο εντός έδρας 1-2 κόντρα στη (β’ κατηγορίας) τότε Μαρσέιγ.

Με υπηρεσιακό τεχνικό τον Νίκο Γιούτσο, ο Γεκινί πέτυχε το πρώτο επίσημο γκολ του με τη φανέλα του Ολυμπιακού στο εκτός έδρας 1-1 με τον Εδεσσαϊκό στις 18 Σεπτεμβρίου του ’94, ενώ το τρίτο και τελευταίο του ήταν στις 24 του μήνα στο 6-1 επί του Ιωνικού στο Φάληρο. Το γεγονός ότι ούτε ο παίκτης πανηγύρισε το γκολ, αλλά ούτε και κανείς συμπαίκτης του μαζί του, ήταν «προφητικό» για τις εξελίξεις.

Το κύκνειο άσμα του ήταν η ρεβάνς με τη Μαρσέιγ στη Γαλλία, όπου οι ερυθρόλευκοι ηττήθηκαν με το άκρως… κολακευτικό 3-0 χάρη στο εκπληκτικό βράδυ του Κυριάκου Τοχούρογλου.

Χωρίς προειδοποίηση, ο Γιεκινί τα μάζεψε λίγες ημέρες αργότερα και το έσκασε από την Ελλάδα, απαιτώντας μεταγραφή. Λίγο προτού γίνει καπνός, προχώρησε σε μια δήλωση που τότε έμοιαζε αινιγματική («All the players of Olympiakos must think twice that… Olympiakos is not a family team… It’s a team for everybody»), την οποία θα ανέπτυσσε λίγες ημέρες αργότερα σε συνέντευξη του, στα Μ.Μ.Ε. της πατρίδας του.

Έκανε τότε λόγο για τα καψόνια των «παλιοσειρών», για παίκτες που είχαν αρχηγική συμπεριφορά στα αποδυτήρια και επιβάλλονταν στους άλλους, για «αντιμαχόμενες παρατάξεις» εντός ομάδας και για την ακατάλληλη αντιμετώπιση που είχε από τον προπονητή του.

Λέγεται πως οι δηλώσεις του Γεκινί – σε συνδυασμό με το ξέσπασμα Αλέφαντου για τις κλίκες και το «πιράνχας τον Λούβαρη που με έφαγε απ’ τον Ολυμπιακό» – ήταν η αρχή του τέλους για την παρουσία των κουμπάρων Γιώτη Τσαλουχίδη – Ηλία Ταληκριάδη στην ομάδα.

Λίγο καιρό αργότερα ο Νιγηριανός τραυματίστηκε σοβαρά στο γόνατο σε ένα φιλικό με την Αγγλία στο «Γουέμπλεϊ» και έμεινε εκτός δράσης για έξι μήνες. Απέτυχε και στο επόμενο περάσμα του από τη Σπόρτινγκ Χιχόν, δεν βρήκε τον παλιό εαυτό του ούτε με την επιστροφή του στη Σετούμπαλ, αλλά τα κατάφερε με τη Ζυρίχη, κάνοντας στα 34 χρόνια του πολύ καλή σεζόν – διαβατήριο για την επιστροφή του στην Εθνική Νιγηρίας ενόψει του Μουντιάλ του ’98.

Έκτοτε αγωνίστηκε σε πρωταθλήματα β’ διαλογής, όπως αυτά της Νιγηρίας, της Ακτής Ελεφαντοστού (Άφρικα Σπορτ), της Τυνησίας (Μπιζερτίν) και της Σαουδικής Αραβίας (Αλ-Σαμπάμπ Ριάντ). Το 2003 σε ηλικία 39 ετών επέστρεψε στη Νιγηρία και την Τζούλιους Μπέργκερ και τελικά κρέμασε τα παπούτσια του σε ηλικία 42 ετών (2005)!

«Όταν επέστρεψε στη Νιγηρία, ήταν κάτι τεράστιο για το εγχώριο πρωτάθλημα. Πόλος έλξης για το κοινό όπου κι αν έπαιζε. Είναι ένας θρύλος για το ποδόσφαιρο της Νιγηρίας, το μέτρο σύγκρισης για οποιονδήποτε γηγενή επιθετικό πριν και μετά την εποχή του. Η χώρα έχει βγάλει πολλούς καλούς στράικερ, κανέναν όμως σαν και αυτόν», λέει ο Νιγηριανός δημοσιογράφος και συγγραφέας Αμπιόλα Καζίμ, για τον πρώτο σκόρερ στην ιστορία της Εθνικής Νιγηρίας έως και σήμερα (με 37 γκολ σε 58 συμμετοχές).

Όσο μυστηριωδώς έφυγε από τον Ολυμπιακό ο περίφημος «Goalfather» της Νιγηρίας, άλλο τόσο έφυγε και από τη ζωή, στις 4 Μαΐου του 2012. Ο αιφνίδιος θάνατος του είχε σοκάρει τους συμπατριώτες του και παραμένει έως και σήμερα ένα από τα μεγαλύτερα αινίγματα στη μεγαλύτερη αφρικανική χώρα.

Τα Μ.Μ.Ε. της πατρίδας είχαν αναφέρει προ καιρού ότι μετά το τέλος της ποδοσφαιρικής του καριέρας έπασχε από διπολική διαταραχή και βαριά κατάθλιψη, κάτι που τον οδήγησε σε μοναχική διαβίωση, παρά το γεγονός ότι είχε τρεις συζύγους, τρεις κόρες και ισάριθμα αδέλφια.

«Ξόδεψε τη μισή του περιουσία για την οικογένειά του. Άνοιξε ένα σούπερ μάρκετ για την αδερφή του, αγόρασε πολλά για τον νεότερο αδερφό του, ένα κτίριο για τη μητέρα του και χρηματοδότησε για τον άλλο αδερφό του όλο το ταξίδι για την Ακτή Ελεφαντοστού, επειδή ήταν καλός ποδοσφαιριστής. Χρηματοδοτούσε παράλληλα αρκετές φιλανθρωπίες, χωρίς να αφήνει το όνομά του να γίνεται γνωστό. Ήταν τρομερά γενναιόδωρος από τη φύση του», έχει δηλώσει στο περιοδικό «Blizzard» ο Τζιμπρίλ Μοχάμεντ, δικηγόρος και στενός φίλος του.

Μετά το τέλος της καριέρας του ο Γεκινί ξεκίνησε να χρηματοδοτεί και την τρίτη κόρη του, Γεμίσι, μαζί με τη μητέρα της, την οποία είχε γνωρίσει στην Αγγλία. Αυτό φαίνεται ότι εξόργισε τη μητέρα του Γεκινί και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, καθώς ο ποδοσφαιρικός θρύλος της χώρας αποτελούσε σταθερά την «κότα με τα χρυσά αυγά» για τον περίγυρο του.

Φημολογείται ότι τα τελευταία χρόνια της ζωής του η συμπεριφορά του ήταν απόκοσμη, αλλά και το ότι έπεσε τελικά θύμα απαγωγής από την ίδια την οικογένεια του! Η ψυχολογική, πνευματική και οικονομική κατάσταση του είχε αναχθεί σε εθνικό debate, όταν τον Απρίλιο του 2012 διέρρευσαν μαρτυρίες γειτόνων, που έκαναν λόγο για βίαιη μεταφορά από το σπίτι του, με χειροπέδες, αίμα και τραύματα στο κορμί του!

«Φώναζε, αλλά κανείς δεν βρέθηκε για να τον βοηθήσει. Υποτίθεται ότι τον πήραν για να του προσφέρουν βοήθεια για τις ψυχικές του ασθένειες. Ήταν τα μέλη της οικογένειάς του», δήλωσε αργότερα ένας εκ των μαρτύρων.

Δύο εβδομάδες μετά ο Ρασίντ Γεκινί άφηνε την τελευταία πνοή του σε νοσοκομείο του Ιμπαντάν, χωρίς ποτέ κανείς να μάθει την αιτία θανάτου του. Όπως διαδόθηκε ευρέως στη Νιγηρία και επισημάνθηκε δημοσίως από την κόρη του, Γεμισί, τα «τρωκτικά» που τον περιέβαλαν ξεκίνησαν από την επόμενη ημέρα κιόλας να σκυλεύουν τη μνήμη του, ερίζοντας για την περιουσία του.

Η μνήμη βέβαια του ποδοσφαιριστή και ανθρώπου Ρασίντ Γεκινί, συνολικά στη Νιγηρία, δεν μπορεί να αμαυρωθεί από τίποτα και κανέναν. Η «ελληνική εκδοχή» του ήταν απλώς η ατυχής στιγμή – μία απόφαση που αποδείχτηκε πισωγύρισμα στο απόγειο της θρυλικής καριέρας του.

Ήταν εν τέλει και ο Ολυμπιακός μία από τις αιτίες που εκείνα τα «καλύτερα» δεν ήρθαν ποτέ…