Η δικαίωση της AstraZeneca: Το ηχηρό όχι στην πρόταση- μαμούθ της Pfizer που θα άλλαζε τα δεδομένα

Θα ήταν το deal του αιώνα

Αν και η ίδια προέκυψε από μια συνένωση δυνάμεων, ο κολοσσός που σήμερα ακούει στο όνομα AstraZeneca έφτασε στο σημείο που βρίσκεται λέγοντας ένα μεγαλοπρεπέστατο «ΟΧΙ» σε μια πρόταση εξαγοράς που όλοι –συμπεριλαμβανομένης και της κυβέρνησης του Ηνωμένου Βασιλείου- πίστευαν ότι ήταν αδύνατο να αρνηθεί.

Η πρόταση είχε έρθει πίσω στο 2014, όταν πρωθυπουργός στην Μεγάλη Βρετανία ήταν ο Ντέιβιντ Κάμερον και όπως άλλοι ομότιτλοί του σε ολόκληρη την Ευρώπη είχε να αντιμετωπίσει την οικονομική κρίση των προηγουμένων ετών και την ύφεση που είχε ακολουθήσει, φέρνοντας στα όριά τους ακόμη και κραταιές εταιρείες.

Ειδικά η AstraZeneca βρέθηκε στριμωγμένη εξαιτίας μιας ιδιαίτερας άσχημης για εκείνη χρονικής συγκυρίας. Την ίδια περίοδο, με τις «κάνουλες» της ρευστότητας να κλείνουν και τις πηγές χρηματοδότησης να στενεύουν στο συγκεκριμένο οικονομικό περιβάλλον, μια σειρά από πατέντες της για φάρμακα έληξαν. Αυτό μεταφράστηκε σε απώλειες και μάλιστα μεγάλες και διαδοχικές, τόσο σε Ευρώπη όσο και Αμερική. Με τα γενόσημα φαρμακευτικά προϊόντα να κατακλύζουν πλέον την αγορά η με έδρα το Λονδίνο εταιρεία, είδε έσοδα και κέρδη να συρρικνώνονται, την ίδια ώρα που εκείνα τα χρόνια (2009-2012) οι επενδύσεις της σε νέους τομείς από το τμήμα Research and Development δεν έδειχναν να αποδίδουν ικανοποιητικά, τουλάχιστον σε τέτοιο σημείο που να την βγάλουν από την δυσμενή ή το λιγότερο εύθραυστη κατάστασή της.

«Παιδί» μιας συγχώνευσης μεταξύ της σουηδικής Astra AB και της βρετανικής Zeneca Group, σε «μια ένωση ανάμεσα σε ίσους» όπως είχε χαρακτηριστεί από τις δύο πλευρές, είχε διαγράψει μια δεκαετία επιτυχιών για κάτι παραπάνω από μια δεκαετία, βαδίζοντας στον ίδιο δρόμο με εκείνον των ξεχωριστών προκατόχων της. Τότε, το 2014, το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας βρέθηκε ενώπιον της μεγαλύτερης πρόκλησης της ιστορίας της…

Η πρόταση ερχόταν από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού και πιο συγκεκριμένα από την κραταιά Pfizer, η οποία για πολύ καιρό παρακολουθούσε στενά την πορεία του ανταγωνισμού, ούσα έτοιμη πάντα να διακρίνει ευκαιρίες. Και είδε μια τέτοια στην περίπτωση της AstraZeneca η οποία μπορεί να μην βρισκόταν στα καλύτερά της, αλλά είχε επενδύσει σε άλλους τομείς αρκετά ελπιδοφόρους σε σχέση με το μέλλον της φαρμακοβιομηχανίας.

Το δέλεαρ ήταν αρκετά μεγάλο. Για την ακρίβεια, τεράστιο! Σχεδόν 100 δισεκατομμύρια δολάρια προσέφεραν οι Αμερικανοί, δηλαδή περίπου 60 δισεκατομμύρια λίρες. Όπως είναι φυσιολογικό, η είδηση προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις αφού εάν το ντιλ προχωρούσε, θα δημιουργούταν η μεγαλύτερη φαρμακευτική εταιρεία του κλάδου, οπότε τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική, όλα περιστρέφονται γύρω από αυτό. Η ανησυχία των ανταγωνιστών υπήρξε έντονη, ενώ ορισμένοι είδαν «δόλο» πίσω από την κίνηση της Pfizer. Πιο συγκεκριμένα, θεώρησαν ότι τα κίνητρά της ήταν καθαρά λογιστικά αφού έτσι θα απέφευγε να καταβάλει δυσβάσταχτους για εκείνη φόρους από πωλήσεις στο εξωτερικό, μια κίνηση που ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, δεν είδε με καθόλου καλό μάτι και μίλησε μάλιστα ανοιχτά για τις σκέψεις του.

Την ίδια ώρα η βρετανική κυβέρνηση έδειχνε να τάσσεται υπέρ, ενώ ακολούθησε μια σειρά συνεδριάσεων στην Βουλή στις οποίες ανιχνεύθηκαν οι προθέσεις των Αμερικανών. Το αν δηλαδή σκόπευαν να επενδύσουν στο νέο πρότζεκτ και αν θα υπήρχε όντως ενδεχόμενο να κερδίσει η οικονομία της χώρας στο σύνολό της από μια τέτοια εξαγορά. Η αλήθεια είναι ότι η Pfizer μάλλον δεν κατόρθωσε να δώσει πειστικές απαντήσεις για κάτι τέτοιο, γεγονός που έκανε το κλίμα εξ αρχής αρνητικό.

Ωστόσο το διοικητικό συμβούλιο της AstraZeneca δήλωσε διατεθειμένο να μπει σε συζητήσεις, κάνοντας όμως σαφές ότι θα έπρεπε η προσφορά να είναι τέτοια που να τους αναγκάσει ουσιαστικά να την αποδεχτούν.

Το αμέσως επόμενο διάστημα τα οικονομικά επιτελεία των δύο κολοσσών πήραν φωτιά. Οι διερευνητικές επαφές μετασχηματίστηκαν σε ανεπίσημες προτάσεις κυρίως για να γίνει αντιληπτό το ποσό το οποίο θα έκαμπτε τις αντιστάσεις των Βρετανών. Όμως κάθε –μα κάθε- πρόταση εισέπραττε αρνητική απάντηση ενώ στο μεταξύ ο χρόνος κυλούσε και το έκανε υπέρ της AstraZeneca.

Η τελευταία προσφορά κατατέθηκε τον Μάρτιο του 2014 και ήταν ύψους 118 δισεκατομμυρίων δολαρίων ή 69,3 δισεκατομμυρίων λιρών. Δηλαδή η αποτίμηση ανά μετοχή έφτανε στις 53,50 λίρες, με την δέσμεση ότι το 40% θα δινόταν σε ρευστό. Τα πάντα κρέμονταν από μια κλωστή. Η ανταπάντηση της AstraZeneca ανέβαζε το αντίτιμο καθώς ζητούσε 55 λίρες ανά μετοχή και το 45% σε ρευστό. Σύμφωνα με όσα έγιναν γνωστά τότε, η τελική πρόταση την οποία θα ήταν διατεθειμένοι να συζητήσουν στο Λονδίνο θα έπρεπε να είναι τουλάχιστον 10% υψηλότερη σε σχέση με την προηγούμενη. Οι Αμερικανοί ανέβηκαν μόλις 3% και κάπου εκεί, με μια επίσημη δήλωση του Λιφ Γιόχανσον, προέδρου της AstraZeneca μπήκαν οι τίτλοι τέλους.

Μάλιστα η δήλωση ήταν και σε αρκετά επιθετικό ύφος, την ίδια ώρα που η Pfizer από την πλευρά της έδειχνε ανοιχτή προκειμένου να επανέλθει στο μέλλον. Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη, με αποτέλεσμα η AstraZeneca να καταφέρει να ξεπεράσει το αρχικό σοκ (η τιμή της μετοχής έπεσε 13%) και να συνεχίσει την αυτόνομη πορεία της που την φέρνει στο σημείο που βρίσκεται σήμερα. Δηλαδή απέναντι σε έναν ανταγωνιστή με τον οποίο θα μπορούσαν να… φοράνε την ίδια «φανέλα»!